Αν η ζωή της Δώρας Αναγνωστοπούλου ήταν νεορεαλισμός γυρισμένος εν μέσω καύσωνα σε ένα χωριό της Απουλίας, αυτός εδώ ο πρόλογος θα μπορούσε να δουλέψει σαν μια μικρή εισαγωγή πριν ξεκινήσει η προβολή. Σαν αυτές του θρυλικού Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στην ΕΡΤ, ή σαν αυτές της ίδιας της Δώρας, πάλι στην ΕΡΤ, στα ξεκινήματα της καριέρας της μπροστά από τις κάμερες.
Η προβολή θα είχε σίγουρα σκηνές από το μεγάλωμα στους Αμπελόκηπους, από μια ανταλλαγή μαθητών με ένα σχολείο της Ιταλίας και τη Δώρα, ίσως και στη σκηνή των τίτλων αρχής, καβάλα σε ένα Derbi Atlantis με το κράνος να πέφτει στα μάτια της. Κι εκείνη ενδεχομένως να ουρλιάζει από ευτυχία, ταξιδεύοντας από το Ουρμπίνο στην Ανκόνα.
1ο καρέ: Αθήνα, 1987
«Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας, πίσω από το Ιπποκράτειο. Έχω μια μεγαλύτερη αδελφή. Μέναμε σε ένα πολύ μικρό στενάκι στους Αμπελόκηπους, ο μπαμπάς είχε καταγωγή από Μικρά Ασία, οπότε εκεί ήταν τα προσφυγικά σπίτια».
«Παίζαμε μήλα και αμπάριζα μέχρι να πέσει η νύχτα, στον Άγιο Θωμά στο Γουδή που ήταν το δημοτικό μου, το 153. Υπήρχε μια αίσθηση ελευθερίας, γιατί παρότι ήσουν διακόσια μέτρα από την Κηφισίας, μπορούσες να παίξεις κάτω από το σπίτι σου. Δεν περνούσαν τόσα αυτοκίνητα όσα σήμερα».

«Η μητέρα μου ασχολιόταν με τα λογιστικά και ο πατέρας μου έκανε χονδρεμπόριο σοκολάτας. Εκείνη την περίοδο ήταν στον Παυλίδη και αργότερα ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση. Υπήρχε ένα ντουλάπι στο σπίτι που είχε τα πάντα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Σοκολάτες, άσπρες, μαύρες, γάλακτος. Δεν υπήρχε καμία απολύτως απαγόρευση, ήταν το ντουλάπι του παραδείσου».
«Είμαι παιδί των ‘80s. Τις ντίσκο αν με ρωτάς δηλαδή, τις πρόλαβα. (γέλια) Μπλουζ στα πάρτι, Τζόνι Λόγκαν, και φυσικά έχω μνήμες Ευρωμπάσκετ. Θυμάμαι ακόμα το χαμόγελο της αδερφής μου εκείνο το βράδυ. Ήταν η απόλυτη ευτυχία, όλοι αγαπούσαμε τους πάντες».
«Ήμουν καλή μαθήτρια, όχι εξαιρετική. Ήμουν πάντα λίγο πίσω από την αδερφή μου που ήταν άριστη. Ήμουν της θεωρητικής κατεύθυνσης, αυτό το ήξερα αμέσως. Δεν μου άρεσαν καθόλου τα Μαθηματικά, η Φυσική, η Χημεία. Δεν καταλάβαινα τι γίνεται, δεν μπορούσε να λειτουργήσει το μυαλό μου προς τα κει».
«Μου άρεσε πολύ να γράφω, δηλαδή θυμάμαι ότι το πρώτο δώρο που ζήτησα συνειδητά στους γονείς μου ήταν μια γραφομηχανή. Μου είχαν πάρει μια Olivetti. Στη συνέχεια διάβασα κάποια βιβλία της Οριάνα Φαλάτσι και λέω, αυτό θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν έγινα, εντάξει, αλλά είμαι ικανοποιημένη με την πορεία μου».
«Το πρώτο live που είδα ποτέ ήταν οι Τρύπες στον Λυκαβηττό, με τον υπέροχο Αγγελάκα. Λικνιζόσουν χωρίς να το καταλάβεις. Εν τω μεταξύ εγώ ποτέ δεν το είχα με τον χορό, ήμουν λίγο πιο σφιγμένη. Αλλά αυτό το πράγμα σε παρέσυρε».
«Οι γονείς ήταν αυστηροί. Η μαμά όχι τόσο, ο μπαμπάς έμοιαζε πολύ αυστηρός, αλλά τώρα ως μητέρα αντιλαμβάνομαι ότι ήταν περισσότερο αποφασιστικός, όχι αυστηρός. Όταν αγρίευε, ήταν άγριος και όταν γλύκαινε ήταν γλυκός. Αλλά ήξερε τι είναι. Εγώ για παράδειγμα, δεν μπορώ να υποστηρίξω το άγριο βλέμμα ακόμα κι όταν έχω πολλά νεύρα. Δεν είμαι καθόλου της φωνής, είμαι του φιλότιμου». (γέλια)
«Μόλις τελειώνω την Δ’ Δημοτικού, μετακομίζουμε στη Χαλκηδόνα, που βρισκόταν η οικογένεια της μητέρας μου, και θα είχαμε περισσότερη άπλα. Χτίσαμε ένα σπίτι, ήταν πολύ διαφορετικό από το να μένεις σε ένα τριάρι στους Αμπελόκηπους».
«Το πρώτο διάστημα δεν μου άρεσε καθόλου. Αισθανόμουν μια μοναξιά, ότι είχα χάσει τους φίλους μου, το είχα κάνει και λίγο δράμα στο μυαλό μου. Το τοπίο ήταν πολύ πιο έρημο, καμία σχέση με το κέντρο. Για να βγεις, έπρεπε να δώσεις ραντεβού με τα υπόλοιπα παιδιά. Μου πήρε μια διετία να προσαρμοστώ».
2ο καρέ: Σαν Φερνάντο ντι Πούλια, 1992
«Το ‘92, πηγαίνω γυμνάσιο και γίνεται μια ανταλλαγή μαθητών με την Ιταλία, από το ένα και μοναδικό σχολείο της Νέας Χαλκηδόνας. Δηλώνω συμμετοχή.
Γενικά είμαι ένα πολύ εξωστρεφές και λίγο ατρόμητο παιδί, και πολύ της επιμονής. Διεκδικούσα χωρίς τέλος ό,τι έβαζε το μυαλό μου και ήθελα να γίνει. Ευτυχώς η μάχη με τους γονείς μου για την ανταλλαγή κερδήθηκε. Το πρόγραμμα ήταν δύο εβδομάδες. Θα μας φιλοξενούσαν εκεί τα ιταλάκια και μετά θα έρχονταν εδώ για να τα φιλοξενήσουμε εμείς».
«Η διαλογή είχε πολλή πλάκα. Πήγαμε στο δημαρχείο του Σαν Φερνάντο ντι Πούλια στην Απουλία, ένα μικρό και άσχημο χωριουδάκι, καμία σχέση με τα γραφικά χωριά του βορρά της Ιταλίας. Ήταν περίπου δύο ώρες από το Μπάρι με πούλμαν. Πάμε λοιπόν στο δημαρχείο της πόλης, ανεβαίνουμε σε μια σκηνή και μας διάλεγαν οι γονείς με τα παιδιά τους. Ήταν περίεργο».


«Συμπάθησα πάρα πολύ την κοπέλα που με διάλεξε, την έλεγαν Νικολέτα. Φόραγε ένα μπλουζάκι Nirvana τη μέρα που ήρθαν στο δημαρχείο. Οι γονείς της ήταν συμπαθητικοί, ιταλικές φυσιογνωμίες. Ο μπαμπάς θα μπορούσε να μοιάζει με τον Μπενίνι, η μητέρα πιο βορειοευρωπαία, νταρντάνα ψηλή, ξανθιά».
«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι φάγαμε ένα καταπληκτικό φαγητό, μια φοβερή σούπα που έχει μέσα ένα πολύ ψιλό ζυμαρικό κι από πάνω ρίχνουν παρμεζάνα, pasta in brodo λέγεται. Είχα ξετρελαθεί, έλεγα τι τρώω θεέ μου, αφήστε με εδώ».
«Περνάω δέκα μέρες στο σπίτι τους, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο με τη Νικολέτα. Είχαμε πάει Ιούλιο νομίζω, με καύσωνα, και η μαμά μου μου έχει ψωνίσει πιτζάμες μέχρι τον αστράγαλο. Καύσωνας στο νότο της Ιταλίας και εγώ να σκάω με την πιτζάμα, ‘να είναι προστατευμένο το παιδί’. Αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, αλλά δεν κατακρίνω που τα είχαν οι γονείς τότε».
«Μεγάλη συμπάθεια με τη Νικολέτα. Άκουγε πολύ ροκ, η μουσική πάντα ενώνει. Εντελώς άλλη νοοτροπία βέβαια, αυστηρά καθολική, αλλά με έναν τρόπο που εμείς δεν συνειδητοποιούσαμε εύκολα τότε.
Δηλαδή η Νικολέτα είχε μια σχέση, ήταν τότε 16 χρονών και μου έλεγε ότι, μόνο μετά τον γάμο θα έχει επαφές με τον άντρα της, γιατί αυτό ήθελε. Οι βόλτες τους σκέψου ήταν στην εκκλησία του χωριού και ο κολλητός τους ήταν ο παπάς. Ο καθολικισμός στα χωριά του Νότου, τότε ειδικά, φαινόταν πολύ έντονα. Αλλά οι Νιρβάνα, Νιρβάνα».
«Μετά ήρθε και η Νικολέτα στην Ελλάδα, υπήρχε προσμονή, την περίμενα, περάσαμε πολύ ωραία. Τα επόμενα χρόνια αλληλογραφούσαμε και σήμερα έχουμε ακόμα επαφή μέσω Instagram».
3ο καρέ: Ουρμπίνο, 2002
«Όταν η Γωγώ, η αδερφή μου με τους επαίνους, δίνει πανελλήνιες, έχει ένα τρομερό άγχος, το οποίο περνάει σε όλη την οικογένεια. Έγραφε χαμηλά στην έκθεση, παρότι ήταν αριστούχα σε όλα τα μαθήματα.
Όταν έρχεται η σειρά μου λοιπόν, λέω ότι δεν πρόκειται να περάσω αυτό το πράγμα, δεν δίνω πανελλήνιες. Είχα λοιπόν τον διπλανό μου τότε τον Βασίλη, και λέμε, πάμε να ανοίξουμε ένα μαγαζί με τουριστικά στο Μοναστηράκι.
Εκεί αρχίζουν οι συζητήσεις με τους γονείς, και όχι παιδί μου, πώς θα σε στηρίξουμε και τα λοιπά. Γίνεται μια συζήτηση αποτροπής και αρχίζουμε να βλέπουμε τις δικές μου επιλογές. Κάποια στιγμή πέφτει στο τραπέζι η Ιταλία».

«Μου άρεσε πολύ η δημοσιογραφία και η Ιταλία ήταν το επικρατέστερο σενάριο από την αρχή. Όχι απλά είμαι έτοιμη να πάω στην Ιταλία... Άκου μια ιστορία. Ο πατέρας μου είχε ένα ατύχημα με μηχανάκι στα 15 και έμεινε 4-5 μήνες στο νοσοκομείο. Από μικρές λοιπόν μας έλεγε, δεν θα ανεβείτε ποτέ σε μηχανή. Ποτέ!
Με το που πάω στην Ιταλία, μαζεύω λεφτά και αγοράζω ένα σκούτερ Derbi Atlantis. Αυτό πρέπει να έγινε το πρώτο τρίμηνο. Έτρωγα μόνο βραστά μακαρόνια για να μαζέψω λεφτά.
Το Ουρμπίνο που σπούδαζα ήταν 2,5 ώρες από το λιμάνι της Ανκόνα. Πήγαινα στην Ανκόνα με ένα κράνος ανοιχτό που με έπνιγε από τον αέρα. Αισθανόμουν ότι μπορώ να κάνω τα πάντα. Εν τω μεταξύ, δεν ήμουν τόσο καταπιεσμένη. Μου βγήκε όμως μια τρομερή όρεξη για ζωή και για τρέλα».
«Μένω 5 χρόνια στην Ιταλία και βγάζω δύο σχολές. Δημοσιογραφία που ήταν η ειδικότητα, με πιο πρακτικά μαθήματα και πρακτική, και κοινωνιολογία που ήταν το πτυχίο μου. Σκέφτομαι να μείνω εκεί, είμαστε στο 2002, αλλά αρρωσταίνει ο πατέρας μου, κλείνει την εταιρεία και ζορίζουν τα πράγματα. Ευτυχώς, με θεραπείες και μεγάλη δυσκολία, το ξεπέρασε».
«Γυρίζω Ελλάδα και μένω στο πατρικό. Ήταν πολύ περίεργο μετά από πέντε χρόνια πλήρους ελευθερίας. Πιάνω δουλειά σε μια διαδημοτική εφημερίδα και παρακολουθώ όλα τα δημοτικά συμβούλια, όταν μαθαίνω από μια φίλη ότι στην ΕΡΤ κάνουν κάστινγκ για παρουσιαστές.
Είμαστε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάνω κάστινγκ, με Καλημέρη διευθύνοντα σύμβουλο και με παίρνουν με σύμβαση για να παρουσιάζω το πρόγραμμα της ΕΡΤ. Επειδή με τους Ολυμπιακούς, το πρόγραμμα άλλαζε συνέχεια, άρχισα να κάνω προλόγους κινηματογραφικών ταινιών. Αυτό έγινε από σύμπτωση, γιατί υπήρχε η ανάγκη για κάποιες στήλες -σαν εισαγωγές- για τις ταινίες, όπως αυτές που έκανε ο Μπακογιαννόπουλος».

«Όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε σε ένα εξοχικό στη Νέα Μάκρη με την αδερφή και την ξαδέρφη μου και μέναμε για δύο μήνες με την επίβλεψη μια νονάς. Σε ένα θερινό εκεί, είδα πρώτη φορά τον ΕΤ, τον Τελευταίο Αυτοκράτορα. Με γοήτευε πολύ ο κινηματογράφος. Στην Ιταλία έκανα κάποιες εργασίες σχετικά με σκηνοθέτες, είχα δει όλο τον νεορεαλισμό, μετά ασχολήθηκα με το γαλλικό σινεμά, τον Τριφό».
«Στην ΕΡΤ ήθελαν ένα νέο πρόσωπο κι έτσι βρίσκομαι να προλογίζω το Σινέ Σινεμά, τους Μεγάλους Δημιουργούς του κινηματογράφου και το Σινεμά Απ’ όλο τον Κόσμο. Παράλληλα, ψηφιοποιώ το αρχείο των ταινιών που μέχρι τότε βρισκόταν διάσπαρτο σε κάτι τεράστια ντοσιέ, αλλά και τα δελτία Τύπου του Μπακογιαννόπουλου. Έχω φοβερή συνεργασία με τον Δημόπουλο, τον Μπράμο. Ήταν μεγάλοι δάσκαλοι για μένα, πολύ ωραία χρόνια».
«Τις μέρες που κλείνει η ΕΡΤ, είναι να παρουσιάσω με τον Χρήστο Φερεντίνο και τη Λιλιάνα Αβρούσιν, μια μεσημβρινή παρέα. Έχει μόλις φύγει από την ΕΡΤ η Μπήλιω Τσουκαλά.
Η χώρα είναι πια σε βαθιά κρίση, απολύονται πολλοί συνάδελφοι και μένω 1-1,5 χρόνο εκτός. Δεν ήμουν στο σχέδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ κι έτσι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις μέσω ΑΣΕΠ για να μπω στη ΝΕΡΙΤ».
«Προσλαμβάνομαι και κατευθείαν μπαίνω στις ειδήσεις για πρώτη φορά στη ζωή μου. Στην αρχή στο νυχτερινό δελτίο. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, μισή ώρα διάρκεια και πολύ άγχος. Ήμουν πολύ ψαρωμένη. Μετά έκανα και το δελτίο στις 6 το πρωί, που σημαίνει πως στις 4 τα ξημερώματα ήμουν στον σταθμό».
«Δεν μπορώ να πω ποιο είναι το ιδανικό δελτίο. Τα ιδιωτικά κανάλια δεν έχουν πολλά, η ΕΡΤ είχε 5-6 τη μέρα. Το μεσημβρινό που κάνω τώρα στο Mega είναι ένα πολύ ζωντανό δελτίο γιατί έχει πολλές εξελίξεις που σκάνε εκείνη τη στιγμή.
Από την άλλη, το κεντρικό είναι πάντα το δελτίο του σταθμού, το πιο προσεγμένο, δουλεύουν όλοι οι ρεπόρτερ γι’ αυτό, τα αποκλειστικά είναι γι’ αυτό, και φυσικά έχει τη μεγαλύτερη επιδραστικότητα στο κοινό».
4ο καρέ: Mega Channel, 2025
«Έφυγα από την ΕΡΤ το 2019. Είχα ήδη την πρόταση από το One που πίστευα από την αρχή -και λόγω Μαρινάκη- ότι θα πάει σφαίρα.
Ξεκινάω στο One και πολύ σύντομα, τον Φλεβάρη του 2020, εκπέμπει ξανά το Mega και ξεκινάμε την προετοιμασία. Ερχόμουν καθημερινά στο κανάλι, προσπαθούσαμε να το στελεχώσουμε όλοι μαζί, ήταν από τότε και ο Σταμάτης Μαλέλης. Όλο αυτό ήταν πολύ δημιουργικό, απλά μας πήγε πολύ πίσω ο Covid που ήρθε περίπου έναν μήνα μετά».
«Το δελτίο το αγαπώ, το βρίσκω πάντα πολύ γοητευτικό, είναι τιμή να ενημερώνω τους πολίτες μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη και το MEGA. Το δελτίο είναι η αγάπη.
Είχα όμως μια πολύ μεγάλη ανάγκη, σαν έρωτα, να βγαίνω έξω, να συναντώ ανθρώπους, να κάνω συνεντεύξεις και πράγματα που δεν είχα ξανακάνει. Αυτό μου έδινε μεγάλη ζωντάνια και διάθεση να ζήσω πράγματα από την αρχή στο κομμάτι του ρεπορτάζ. Έτσι ήρθε το Mega Stories που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2020».

«Από τις εκπομπές που θυμάμαι πάντα ήταν αυτή για τον Ζακ Κωστόπουλο. Ήταν σε εξέλιξη η δίκη, είχαμε συναντήσει τη μητέρα, τον πατέρα του, συνομιλήσαμε με φίλους του. Στην εκπομπή, μας ενδιαφέρει να ακούμε τους προβληματισμούς της κοινωνίας αλλά να είμαστε και ένα βήμα μπροστά, να μην πιάνουμε τα αναμενόμενα θέματα για την τηλεόραση».
«Το πιο δύσκολο επεισόδιο ήταν νομίζω αυτό της ανακουφιστικής φροντίδας. Υπάρχουν κάποια μέρη, κάποιες ΜΚΟ που ασχολούνται με το να παρέχουν ανακούφιση στους ασθενείς λίγο πριν καταλήξουν.
Βρήκαμε αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Ήταν ακόμη και μικρά παιδιά, και οι γονείς ήταν εκεί, δίπλα τους μέχρι την τελευταία στιγμή, προσπαθώντας μόνο να τα ανακουφίσουν. Ήταν άνθρωποι με χαμόγελο που ήλπιζαν, όχι στην ίαση πλέον, αλλά στο ότι η κάθε μέρα θα είναι λίγο καλύτερη για το παιδί τους. Ότι δεν θα πόναγε, ή ότι θα έσκαγε ένα χαμόγελο. Ήταν από τα πιο δύσκολα επεισόδια που έχουμε κάνει».
«Στην τηλεόραση κατάλαβα ότι έχω πείσμα που δεν φανταζόμουν ότι έχω ξεκινώντας αυτή τη δουλειά. Η δημοσιογραφία μου δίνει ανάσες, κάθε είδηση αισθάνομαι ότι μπορεί να με αλλάξει, να με μετατοπίσει λίγο. Αυτή η δουλειά σε δοκιμάζει με έναν τρόπο. Εσένα, το μυαλό, την κρίση σου».
«Το γυαλί δεν είναι εθιστικό, η είδηση είναι εθιστική. Το να τη μαθαίνεις δηλαδή τη στιγμή που συμβαίνει. Το να ξέρεις ότι μπορείς να είσαι μέρος της».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.