Μενού
  • Α-
  • Α+

Μια φορά τον χρόνο, στην πολιτική σκηνή ο ανασχηματισμός φαντάζει σαν μια ιδανική λύση. Σαν μια εσωτερική διευθέτηση, με κάποιες εσωτερικές μετακινήσεις και ορισμένες νέες εισόδους θα λύσει όλα τα προβλήματα μιας κυβέρνησης. Για να μην πούμε για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι γεμίζουν σελίδες και τηλεοπτικό χρόνο με ένα ζήτημα που είναι «ζουμερό», αλλά στην πραγματικότητα ουδόλως ενδιαφέρει τους πολίτες. Ας είμαστε ειλικρινείς, πρόκειται για εσωτερικό κουτσομπολιό ημών πέριξ της πολιτικής σφαίρας και απασχολεί τους πολίτες μόνο για ένα εικοσιτετράωρο, την ημέρα που γίνονται οι όποιες αλλαγές.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στα δύο χρόνια που συμπληρώνει σε μερικές εβδομάδες δεν έχει αποφύγει τη σαγήνη των ανασχηματισμών. Ο πρώτος δεν ήταν καν ανασχηματισμός, δύο αναβαθμίσεις και τρεις νέες είσοδοι ήταν. Ο δεύτερος ήταν πιο κανονικός, με βασικό αποτέλεσμα να φύγουν ο Γιάννης Βρούτσης από το Εργασίας και ο Τάκης Θεοδωρικάκος από το Εσωτερικών. Λίγα, όμως, άλλαξαν. Τα βασικά υπουργεία παρέμειναν απαράλλαχτα, όπως και το Μαξίμου. Τώρα, όμως, που ο κύκλος του κορονοϊού μοιάζει να κλείνει, έστω και αν ελλοχεύει ο κίνδυνος για ένα τέταρτο κύμα από φθινόπωρο, οι φήμες περί δομικών αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα σοβούν και πάλι στην πολιτική πιάτσα.

Επί της ουσίας: ο κ. Μητσοτάκης ούτε έχει πάρει καμία απόφαση, ούτε έχει κάνει συζήτηση με τους επιτελείς του. Απόψεις έχουν, βεβαίως, όλοι οι παράγοντες του Μαξίμου, τόσο για το timing όσο και για το εύρος των πιθανών αλλαγών. Ο ανασχηματισμός, όμως, δεν μπορεί να είναι ένα πολιτικό φετίχ, ούτε να λογίζεται ως μαγική λύση. Ναι, βεβαίως, μπορεί να υπάρξουν αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα ο Κωστής Χατζηδάκης που τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του υπουργείου Εργασίας και τρέχει εκκρεμότητες ετών. Κατά τεκμήριο, όμως, οι ανασχηματισμοί είναι μια εσωτερική άσκηση διευθέτησης των εκάστοτε συστημάτων εξουσίας. Όπως μας διδάσκει η πρόσφατη πολιτική ιστορία, λίγα αλλάζουν οι ανασχηματισμοί, κυρίως γιατί δεν αλλάζει η κεντρική κατεύθυνση.

Αν ένα στοίχημα, λοιπόν, έχει μπροστά της η κυβέρνηση στη μετά-covid περίοδο είναι να τρέξει πιο γρήγορα εκκρεμότητες και μεταρρυθμίσεις. Με αυτή την ατζέντα εξελέγη η ΝΔ και με αυτή θα κριθεί στις εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές. Βεβαίως, ο πήχης είναι ψηλά και τον έθεσε εκεί ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης. Δεν είναι απλά η απουσία σοβαρής εναλλακτικής, λόγω της ανύπαρκτης αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, όσο η αίσθηση σε πολύ κόσμο ότι η κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί καλά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έστω και φάλτσα, στις μείζονες προκλήσεις. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να λειτουργεί ως αφορμή επανάπαυσης. Άλλωστε, το πιο δύσκολο είναι να ανταγωνίζεσαι τον εαυτό σου.

Αν ο κ. Μητσοτάκης, λοιπόν, κάνει αλλαγές, αυτές θα πρέπει να είναι με έναν και μόνο γνώμονα: την ταχύτερη εξυπηρέτηση των στρατηγικών προτεραιοτήτων που έχουν τεθεί. Την ίδια ώρα, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι ένας ανασχηματισμός, από μόνος του, θα κάνει τη δουλειά. Αντιθέτως, οι πολίτες παρακολουθούν και κρίνουν το παραγόμενο έργο. Και από τις 7 Ιουλίου και μετά, ο χρόνος που θα απομένει για τις επόμενες εκλογές θα είναι κάθε μέρα και λιγότερος σε σχέση με τον χρόνο που έχει ήδη περάσει από εκείνο το βράδυ της 7ης Ιουλίου 2019.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA