Μενού

Μάκης Μαλαφέκας: «Ο κόσμος διαβάζει πολύ, αλλά όχι αυτό που του προτείνει η πρόζα»

makis-malafekas
Ο συγγραφέας Μάκης Μαλαφέκας | Φωτ.: Tζίνα Σκανδάμη
  • Α-
  • Α+

Το ραντεβού ήταν στην Ίντριγκα, ένα από τα όλο και πιο λιγοστά σημεία αναφοράς των Εξαρχείων που γνώρισε η γενιά μου. Πρόκειται για ένα παλιό μπαρ που βρίσκεται και σε ένα μικρό ύψωμα και λειτουργεί χωροταξικά σαν να ήταν το τελευταίο κάστρο της γειτονιάς.

Έπιασα ένα ακριανό τραπέζι και τον περίμενα, ατενίζοντας τις λαμαρίνες των εργασιών του Μετρό στην Πλατεία Εξαρχείων. Δίπλα μου, μια κυρία μάλωνε στο τηλέφωνο.

Όταν ο Μάκης Μαλαφέκας έφτασε, αποφασίσαμε να πάμε στο εσωτερικό του μαγαζιού. Είχα ήδη καταλάβει ότι η τηλεφωνική διαμάχη της κυρίας θα κρατούσε πολλή ώρα ακόμη - περισσότερο απ’ όσο θα άντεχα κατά την απομαγνητοφώνηση. Καθίσαμε, λοιπόν, στον πάνω όροφο της Ίντριγκας.

Η αυθεντικότητα που τόσο αποζητάμε, μερικές φορές απαιτεί και τις θυσίες της. Ακόμα και μέσα στον κλειστό χώρο βέβαια κάποια στιγμή διέκοψε τον ειρμό της συζήτησης ένα F-16 (;) που πέρασε πάνω από τον ουρανό τον Εξαρχείων, βάζοντας στη συνθήκη κάτι από Πίντσον.

Ο Μαλαφέκας είναι γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας εδώ και αρκετά χρόνια, κυρίως χάρη στα βιβλία του Δε λες κουβέντα και Μεσακτή (2018 και 2020, εκδ. Μελάνι). Ήταν γνωστός και σε πιο μουσικούς κύκλους, από το βιβλίο του για τον Μάιλς Ντέιβις (2017, εκδ. Μελάνι).

Η μεγάλη αλλαγή για εκείνον ήρθε τον Μάιο του 2024, με την κυκλοφορία του Deepfake από τις εκδόσεις Αντίποδες. Είχε πια φύγει από τους «κύκλους» και το όνομά του άρχισε να ακούγεται σε τραπέζια και παρέες ανθρώπων που δεν έχουν υιοθετήσει την ταυτότητα του «βιβλιόφιλου».

Με αφορμή αυτή την επέτειο, αλλά και τη συμπερίληψη του Deepfake στη βραχεία λίστα των υποψηφιοτήτων για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2025 (EUPL), μιλήσαμε για τον Μιχάλη Κρόκο (τον πρωταγωνιστή της τριλογίας), την Αθήνα και, φυσικά, τη γραφή του 21ου αιώνα.

deepfake

Αυτή τη στιγμή, πού θα ήταν ο Μιχάλης Κρόκος; Σε κάποιο γραφείο;

«Είναι μεσημέρι Παρασκευής. Πιστεύω πως θα ήταν έξω, όχι στο σπίτι του. Σε γραφείο; Μάλλον όχι. Εκτός κι αν είναι ακόμα στην ΟΝΕΤ, γιατί αυτό έχει μείνει λίγο ανοιχτό. Ίσως κάτι έγινε και είναι ακόμα, από τον Μάιο του 2022, εκεί πέρα. Αλλά μάλλον όχι. Το πιο πιθανό είναι ότι θα ήταν κάπου έξω».

Διαβάζοντας το βιβλίο, με έπιασε μια νοσταλγία για τα Εξάρχεια, παρόλο που το έργο είναι τόσο πρόσφατο. Έχει αλλάξει τόσο πολύ η πόλη;

«Ό,τι παρατηρεί κανείς στο βιβλίο ήταν ήδη σε τροχιά επιτάχυνσης το 2022, αλλά από τότε η ανάπτυξη είναι γεωμετρική. Αν θυμάσαι, στην αρχή του Deepfake υπάρχει η σκηνή στον όροφο του Hondos Center στην Ομόνοια. Πάνε με τον Μάνο και τρώνε ζελεδάκι με καφέ.

Εκεί, με το self-service και τις ταλιατέλες, το μέρος ήταν ξεχασμένο. Πήγαιναν ηλικιωμένοι, που άπλωναν την Espresso, έπιναν αναψυκτικό, φορούσαν παλιά πόλο και είχαν το κινητό στο τέρμα.

Λέει ο Κρόκος: “Εντόπισα εγώ τον έναν, που ήταν μόνος του και παρατηρούσε τον Λυκαβηττό”. Αυτό ήταν σημάδι ότι σε λίγους μήνες θα είχαν γίνει πέντε, και μετά... τέρμα.

Πριν λίγες μέρες, λοιπόν, που ξαναπήγα εκεί πέρα, έχει τιραμισού σε ποτήρια με σκάλισμα και οι τιμές διπλάσιες. Το μέρος δεν είναι πια ξεχασμένο. Να ένα καλό παράδειγμα αυτής της αλλαγής».

Διαβάστε Επίσης: Αλεξάνδρα Κ* στο Reader: «Έγραψα όσα ντρεπόμουν να πω στους άνδρες γύρω μου»

Και πώς νιώθεις για αυτό;

«Ο Μαλαφέκας δεν νιώθει, είναι ρομπότ στην υπηρεσία του Κρόκου (γέλια).

Όχι, σοβαρά τώρα. Είμαι λιγότερο κυνικός από τον Κρόκο και ίσως λιγότερο παρατημένος. Θα με δεις στα μαγαζιά που πηγαίνει ο Κρόκος. Για παράδειγμα, στο Σανταρόζα - το Καζαμπιάνκα του βιβλίου. Ίσως ένας από τους "μαυροτισερτάκηδες" που λέει να είναι και ο Μαλαφέκας.

Αν μιλήσουμε ουσιαστικά, όμως, αυτό που συμβαίνει είναι βίαιο. Έχει μέσα του μια κοινωνική βία ασύλληπτη. Για να συντηρηθεί, υπάρχει και η παρουσία της αστυνομίας. Σε περιοχές όπως το Παγκράτι ή το Κουκάκι, δεν έχεις κλούβες με χακί στολές και πυροβόλα στο χέρι. Στα Εξάρχεια έχεις.

Δεν λέω ότι το Airbnb προχωρά χάρη στην αστυνομία, αλλά υπάρχει ένα σκοτεινό “κερασάκι” που σου υπενθυμίζει σε κάθε σχεδόν στενό τη βία που βιώνεται».

makis malafekas
Είμαι λιγότερο κυνικός από τον Κρόκο και ίσως λιγότερο παρατημένος. | Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Γράφεις για το σύγχρονο και ρευστό. Είναι αυτό πιο δύσκολο από το να αναπαραστήσεις κάτι παγιωμένο, μία ιστορία σε άλλη δεκαετία;

«Η λογοτεχνία οφείλει να καταλαβαίνει την εποχή της, να δει τι την κινεί, προς τα πού πάει. Υπάρχουν συγγραφείς που το έκαναν καλύτερα από κοινωνιολόγους, από ανθρωπολόγους και δοκιμιογράφους. Με τη δική τους γλώσσα, βέβαια.

Ο Κάφκα, για παράδειγμα, υποστηρίζουν κάποιοι πως σε όλα του τα έργα προφήτευσε τη συντριβή του ανθρώπου στη δεκαετία του ’30 και του ’40».

Το κάνεις αυτό συνειδητά;

«Ίσως το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, αλλά ποτέ δεν είπα: “Πρέπει να πιάσω τον παλμό της εποχής”. Το γεγονός, ας πούμε, ότι ο ήρωας παθαίνει COVID ή ότι η γειτόνισσα φοράει ακόμα μάσκα, είναι λογοτεχνική συνθήκη, όχι ανάγκη να βάλω “γκάτζετς” ώστε να φαίνεται σύγχρονο».

Kράτησα ως πολύ ενδιαφέρον ότι ασχολήθηκες με την alt-right χωρίς να την παρουσιάσεις ως ένα σύνολο αούγκανων.

«H alt-right έχει μία σοφιστικέ πλευρά. Μιλάει με έναν λόγο πολύ σαγηνευτικό που μπορεί να εντάξει μέσα του πλειοψηφίες σχεδόν φυσιολογικά.

Γενικά το Deepfake ξεκίνησε ως μελέτη για την ελληνική alt-right, αλλά εξελίχθηκε σε στοχασμό πάνω στη γενιά μου και τη σχέση της με την εξουσία. Υπάρχει ένα κομμάτι της που στράφηκε εκεί, όχι γιατί συμφωνεί απαραίτητα, αλλά γιατί "τι να κάνουμε, αυτό έχουμε τώρα".

Εξού και το τσιτάτο του Vonnegut στην αρχή: “Τρόμος είναι να ξυπνήσεις μια μέρα και να δεις ότι οι παλιοί σου συμμαθητές κυβερνάνε τη χώρα”». 

Χρειάστηκε να κάνεις έρευνα για την alt-right;

«Ναι, φυσικά. Είναι το βιβλίο που μου πήρε περισσότερο χρόνο απ’ όλα. Έκανα έρευνα…»

Και με φυσική παρουσία;

«Ουδέν σχόλιο».

Διαβάζεις σχόλια για το βιβλίο σου, π.χ. στο Goodreads;

«Διαβάζω, ναι. Κυρίως για πλάκα. Μου αρέσουν αυτοί που βρίζουν. Αυτά είναι τα σχόλια που αγαπώ περισσότερο».

Έχεις κρατήσει κάποιο αρνητικό σχόλιο;

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι κάποιοι παίρνουν τη γραφή του βιβλίου, ακριβώς επειδή ρέει και είναι σύγχρονη, σαν “φτηνήˮ γραφή με την κακή έννοια, για γραφή lifestyle. Πιστεύουν δηλαδή ότι είναι απόρροια των lifestyle περιοδικών που κυριαρχούσαν στα 90ς.

Στην πραγματικότητα, είναι το ακριβώς αντίθετο. Ενδεχομένως μάλιστα να είναι ένα σχόλιο πάνω στη γραφή αυτή. Μια απελευθέρωση από αυτό το πράγμα».

Πάντως τα περισσότερα σχόλια είναι θετικά...

«Υπάρχουν πράγματι πολλά θετικά σχόλια, πράγμα που με συγκίνησε πολύ, κυρίως γιατί μιλάμε για ένα μέσο δημοκρατικό και ταυτόχρονα αγοραίο, όπου γράφουν χρήστες ελεύθερα χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επίπτωση στο τι σχολιάζουν. 

Δηλαδή το πιο εύκολο πράγμα εκεί μέσα είναι να σε βρίσουν, αλλά δεν είχαμε πολλά τέτοια παραδείγματα»

malafekas
«Ο άνθρωπος γράφει πολύ περισσότερο από όσο έγραφε προηγούμενα». | Φωτ.: Τζίνα Σκανδάμη

Έχει ξεφύγει από τους λεγόμενους στενούς λογοτεχνικούς κύκλους…

«Έχει ξεφύγει, πράγματι, και αυτό ήταν κάτι που το ήθελα».  

Ασφυκτιούσες;

«Bέβαια. Είναι ασφυκτικό όχι επειδή είναι μικρό το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα, που πράγματι είναι. Είναι συγκεκριμένοι και λίγοι οι άνθρωποι που έχουν το συνήθειο να αγοράζουν βιβλία. Ας είναι όσο λίγοι θέλουν, δεν είναι αυτό το πρόβλημα.

Το θέμα είναι ότι οι υπόλοιποι, που τους θεωρούμε μη αναγνώστες, είναι άνθρωποι που διαβάζουν πάρα πολύ. Διαβάζουν στο κινητό τους, στα social media. Περνούν την ημέρα τους διαβάζοντας. Διαβάζουν όμως με έναν άλλον τρόπο διασπασμένο και απορριπτέο από τον κόσμο των Γραμμάτων.

Και όχι μόνο διαβάζουν, αλλά γράφουν κιόλας.

Είμαστε σε μία περίοδο που ο άνθρωπος γράφει πολύ περισσότερο από όσο έγραφε προηγούμενα. Μπορεί να είναι λέξεις ή φρασούλες αλλά αυτό δεν σταματάει να είναι γραφή. Παράγουν γλώσσα διαρκώς οι άνθρωποι σήμερα, και αυτό δεν φαίνεται να το έχει πάρει χαμπάρι η πρόζα και ειδικά η ελληνική πρόζα.

Διαβάστε Επίσης: «Υβριστική εκδήλωση στο πρόσωπο του Ιησού»: Το τελευταίο απαγορευμένο βιβλίο στην Ελλάδα

Έχει κάτι φοβερά κολλήματα με την καλή γραφή, με διάφορες παγιωμένες φόρμες που έχουμε, με μεταφορές και παρομοιώσεις που αν δεν τις κάνεις, το κείμενο δεν είναι καλό. Και αν τα κάνεις, τότε είναι. Ενδεχομένως να έχουμε μικρό αναγνωστικό κοινό για αυτόν τον λόγο, ξέρεις.

Με χαροποιεί ιδιαίτερα που οι Αντίποδες, ας πούμε, σκέφτηκαν τη νέα αυτή συνθήκη και έφτιαξαν ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό, ένα “δικό τουςˮ λογοτεχνικό κοινό». 

Καταλαβαίνω ότι δεν μοιράζεσαι το άγχος ότι «ο κόσμος δεν διαβάζει πια»;

«Γενικά έχω αρκετά άγχη. Αυτό δεν είναι ένα από αυτά. Δεν μπορούμε να μη διαβάζουμε. Πες ότι πας βόλτα σε μία χώρα για πρώτη φορά, της οποίας τη γλώσσα δεν γνωρίζεις. Παρόλο που δεν καταλαβαίνεις το αλφάβητο ή τις ταμπέλες στους δρόμους, το μάτι σου πάει εκεί. Προσπαθείς να τις διαβάσεις. 

Διαβάζουμε συνέχεια και αυτό ίσως είναι και ένας προορισμός των ανθρώπων που ζουν σε “πολιτισμένεςˮ κοινωνίες: η ανάγνωση. Συνεπώς πιστεύω πως είναι μύθος ότι ο κόσμος δεν διαβάζει πια. Αυτό που δεν διαβάζει είναι το πολιτισμικό προϊόν που τους έχεις προτείνει εσύ και που πηγάζει από μία ιδέα του 19ου αιώνα ως προς το τι είναι ο μορφωμένος άνθρωπος και ιδιαίτερα ο μορφωμένος άνθρωπος που διαβάζει λογοτεχνία.

Πόσο μας αφορά αυτό όμως; Μιλάμε για κατηγορίες που φτιάχτηκαν σε έναν άλλον κόσμο, σε έναν κόσμο που σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχει πια». 

makis-malafekas

Αποφάσισες να γράψεις πάντως σε μία τέτοια μεταβατική ας την πούμε εποχή…

«Με ενδιαφέρουν πολύ οι στιγμές της ιστορίας, των ιδεών και της λογοτεχνίας που θέτουν σε αμφισβήτηση καθιερωμένες αντιλήψεις. Μία από αυτές είναι ο μοντερνισμός του 20ού αιώνα, που αμφισβητεί τις φόρμες.

Για τον λόγο αυτόν και εγώ γραπώθηκα από τη μετα-κρίση, από το πάγωμα του χρόνου, γιατί το θεωρώ λογοτεχνική συνθήκη κατά την οποία αμφισβητείς τους θεσμούς. Αμφισβητείς τη φόρμα και τη γλώσσα. Μία ειδική στιγμή που μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δική σου γλώσσα. 

Αν εμείς οι δύο τώρα εδώ χαλαρώσουμε λίγο παραπάνω, θα μιλάμε πραγματικά, θα λέμε αυτά που θέλουμε, όπως θέλουμε.

Αυτό για μένα είναι λογοτεχνία κι ας μην είναι τόσο αποδεκτός τρόπος να τη δεις. Θα έπρεπε να είναι. Και είναι ένα από τα στοιχήματα της τριλογίας του Κρόκου».

Ήταν το Deepfake το τελευταίο βιβλίο με τον Κρόκο;

«Δεν ξέρω. Γράφω ήδη κάτι άλλο, χωρίς τον Κρόκο. Δεν θα επιστρέψει όπως τον ξέρουμε. Μπορεί να μην επιστρέψει καθόλου. Αλλά αν διαβάσεις την τριλογία με συγκεκριμένο τρόπο, θα δεις ίσως τις προθέσεις για μια συνέχεια».

Τέλος, η κλασική ερώτηση: γιατί γράφεις; Το έχεις ψυχαναλύσει;

«Το ενδιαφέρον με αυτή την ερώτηση είναι ότι αυτός που τη δέχεται –και για κάποιο λόγο τη δέχεται αρκετά συχνά– σπάνια δίνει την ίδια απάντηση. Άρα δεν παίζει κανέναν ρόλο. Ό,τι και αν σου πω τώρα, θα είναι για να δώσω μία απάντηση τυπική.

Θα προσπαθήσω πάντως. Το γράψιμο για μένα σχετίζεται πάντα με μία έννοια χαράς. Να φτιάξω κάτι μέσα στο οποίο μπορώ να υπάρξω. Με αυτή την έννοια, είναι εγωιστικό. Να γράψω κάτι που θα ήθελα να διαβάσω. Για να περάσουμε καλά εγώ κι οι φίλοι μου».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.