Τυπικά το τέλος της Βασιλείας στην Ελλάδα, ήρθε με το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό της 8ης Δεκεμβρίου 1974. Πρακτικά όμως «τελείωσε» επτά χρόνια νωρίτερα, όταν μετά από το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στη Ρώμη βάζοντας τέλος σε μία περίοδο 100 και πλέον ετών βασιλικής δυναστείας στη χώρα μας.
Το αντικίνημα, όπως έχει μείνει στην ιστορία, ήταν τόσο πρόχειρα σχεδιασμένο και με πολλές διαρροές, που έμοιαζε καταδικασμένο από την αρχή να αποτύχει. Μάλιστα κατάφερε ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που είχε στόχο. Ενίσχυσε του πραξικοπηματίες και το καθεστώς παγιώθηκε βάζοντας τη χώρα στον γύψο. Το καλοκαίρι του 1973, δε, η Χούντα προχώρησε στην κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σε διάγγελμά του προαναγγέλλει την εγκαθίδρυση «Κοινοβουλευτικής Προοδευτικής Δημοκρατίας».
Τα σημάδια αποτυχίας για το αντικίνημα
Ο Κωνσταντίνος Β', αν και αρχικά είχε συνεργαστεί με τους πραξικοπηματίες, σύντομα αντιλήφθηκε ότι η εξουσία του είχε περιοριστεί σημαντικά. Ο ίδιος στηρίχθηκε στην πεποίθησή του πως θα παραμείνουν πιστές στον ίδιο οι στρατιωτικές δυνάμεις. Ακόμη κι έτσι όμως φάνηκε πως δεν είχε την ικανότητα και τον τρόπο να χειριστεί σωστά τόσο το Ναυτικό όσο και την Αεροπορία που παρέμεναν ακόμη στο πλευρό του.
Από τις 6 Δεκεμβρίου είχε ενημερώσει αντιστράτηγους για το σχέδιο του που προέβλεπε τη συντονισμένη κινητοποίηση δυνάμεων του στρατού σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με επίκεντρο τη Βόρεια Ελλάδα. Από εκεί, βασιζόμενος στην υποστήριξη στρατού και λαού, θα αξίωνε από το καθεστώς να παραδώσει την εξουσία. Τις επόμενες ημέρες, παρά τις αντίθετες απόψεις που άκουγε από συνεργάτες και συνομιλητές του, δεν έδειχνε να βλέπει τα αρνητικά σημάδια. «Δεν υπάρχει χρόνος πια. Τώρα το παν κινείται...» φέρεται να απάντησε όταν το επισκέφθηκε ο γενικός επιθεωρητής Στρατού, αντιστράτηγος Μανέττας.
Αντιρρήσεις είχαν και άλλοι στρατιωτικοί που εμπλέκονταν στο αντικίνημα, καθώς δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο ώστε να εκτελέσουν τις οδηγίες και τις εντολές που τους είχαν δοθεί.
Με κέντρο επιχειρήσεων την Καβάλα
Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, ο Βασιλιάς αναχώρησε από την Αθήνα με την οικογένειά του και στενούς συνεργάτες, κατευθυνόμενος στην Καβάλα. Εκεί, προχώρησε σε προσπάθειες να συσπειρώσει τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις. Παράλληλα, κλήθηκαν αξιωματικοί να κινητοποιήσουν μονάδες για να αντιμετωπίσουν τους πραξικοπηματίες. Ωστόσο, οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί διοικητές παρέμειναν πιστοί στο καθεστώς ή επέδειξαν διστακτικότητα. Η χούντα, έχοντας ενημερωθεί για το αντικίνημα, αντέδρασε γρήγορα. Μία από τις οδηγίες ήταν η διακοπή των τηλεπικοινωνιών μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας. Ωστόσο ο έλεγχος της επικοινωνίας και οι συντονισμένες ενέργειες των Συνταγματαρχών, που είχαν και γνώση και εμπειρία και σε συνωμωτικές δράσεις, αποδυνάμωσαν οποιαδήποτε απόπειρα αντίστασης.
Την ίδια στιγμή, η 10η μεραρχία Σερρών βρισκόταν στα χέρια του πιστού στους δικτάτορες αντισυνταγματάρχη Πίνδαρου Γκίλλα που οδηγούσε τη δύναμή του κατά της Καβάλας, με διπλό σκοπό: να ανακόψει ενδεχόμενη κάθοδο μονάδων του στρατηγού Περίδη (επικεφαλής στη διοίκηση του Γ' Σώματος Στρατού στην Κομοτηνή) και να πλήξει κατ' ευθείαν το κίνημα στην καρδιά του, στην Καβάλα.
Το ναυτικό και η αεροπορία ήταν ακόμα πιστά στον βασιλιά, μα ο βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον προέτρεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία. Ενώ οι απανωτές κακές ειδήσεις τον είχαν αποθαρρύνει.
Τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου, κάλεσε τους δικούς του να φύγουν και υπό καταρρακτώδη βροχή ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο. Η απογείωση ήταν πολύ δύσκολη, γιατί είχε πλημμυρίσει από νερά και ο διάδρομος. Τελικά έγινε η αποκόλληση κι έτσι, στις 3.20 το πρωί, ο βασιλιάς, η οικογένειά του και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για τη Ρώμη.
«Κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον»
Ο ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον».
Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´ όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα. Ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα πρωθυπουργού. Οι αξιωματικοί της χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια.
Το τέλος της Βασιλείας
Η αποτυχία του αντικινήματος είχε πολλαπλές συνέπειες. Πρώτον, εδραίωσε τη χούντα, η οποία απέκτησε απόλυτο έλεγχο και δεν αντιμετώπισε άλλες σοβαρές εσωτερικές απειλές μέχρι την πτώση της το 1974. Δεύτερον, ο Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε οριστικά από την εξουσία και, έμμεσα, το γεγονός αυτό σηματοδότησε το τέλος της μοναρχίας στην Ελλάδα, η οποία καταργήθηκε επίσημα το 1974 μέσω δημοψηφίσματος.
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του. Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.