Μενού
elytis
Οδυσσέας Ελύτης | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…». Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν απόλυτα γενναιόδωρος απέναντι μας. Στην πραγματικότητα ίσως ήταν παραπάνω γενναιόδωρος από αυτό που αξίζουμε. Η ποίησή του ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με την εποποιία του «Άξιον Εστί», αυτή τη σύγχρονη εκκλησιαστική λειτουργία που τιμωρεί το άδικο και εξυψώνει το ηθικό και το δίκαιο.

«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά»

Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Ήταν το «στερνοπούλι» του Λέσβιου επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη ο οποίος είχε εγκαταλείψει το νησί του για να πάει στην Κρήτη όπου ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας. Το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο, τον φέρνει στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας πήγε Λύκειο στην οδό Ιπποκράτους. Το 1928 αποφοιτά και ήδη έχει κάνει τα πρώτα του πνευματικά βήματα. Εκείνη την χρονιά γνωρίζει και τον Κώστα Καρυωτάκη ενώ την επόμενη χρονιά γνωρίζει την ποίηση του Λόρκα και του Ελιάρ.

Εγγράφεται στη Νομική Σχολή. Αρχίζει και έχει επαφές με σπουδαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Κορυφαία του στιγμή όταν έρχεται σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αιγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης.

Ο ίδιος είχε πει πως χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο ψευδώνυμο επειδή ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το οικογενειακό του επίθετο, το οποίο ήταν «συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό».

Σε μια συνέντευξή του στην ΕΡΤ είχε πει: «Χρειάστηκε να πάρω μια απόφαση για το τι όνομα θα έβαζα σαν υπογραφή. Ήθελα να υπάρχει κάποιο ψευδώνυμο. Επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από “ελ” μου ασκούσαν μια μαγεία, είτε διότι ήταν η Ελλάδα, είτε ήταν η ελπίδα, είτε μια Ελένη, που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος, η ελευθερία, όλες αυτές οι λέξεις που αρχίζουν από ''ελ'', σκέφτηκα το αρχίσω έτσι. Μετά ήταν το γράμμα ''υ'' που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Άλλωστε νομίζω και οι Γάλλοι για να το λένε ''i grec'' θα πει ότι είναι ελληνικό. Έβαλα μετά το ''ελ'' το ''υ'', δεν χρειαζόταν λοιπόν παρά να βάλω μια κατάληξη που να είναι και λίγο πιο αρχαιοπρεπής, αν θέλετε, ''υτης''. Ενώ έψαχνα στην αρχή να βάλω κάτι μεταξύ του ''ελ'' και του ''της'' έβαλα το ''υ'' και βγήκε το Ελύτης».

Το 1936 φτιάχνει τη δική του «παρέα» στην οποία συναντά κανείς τους ποιητές Νίκο Γκάτσο και Νίκο Καρύδη, τους ζωγράφους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Γιάννη Μόραλη. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ωστόσο, βάζει τα πάντα σε δεύτερη μοίρα. Ο Ελύτης επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και φεύγει για το μέτωπο.Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γλυτώνει τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα προκειμένου να ξεκινήσει η μακρά πορεία της ανάρρωσης του.

Εν μέσω του εμφυλίου φεύγει από την Ελλάδα για το Παρίσι. Γνωρίζει σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Πικάσο αλλά και την ελίτ της γαλλικής διανόησης.

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964. «Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του ''Λουμίδη'', μπροστά στο ''ΠΑΛΛΑΣ'', εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ''Επιτάφιο'', πρόσθεσε: ''Τελείωσα το Άξιον Εστί, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄ θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας», είχε περιγράψει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του, τονίζοντας πως στην αρχή είχε την πρόθεση να μην αφήσει κανένα στίχο απ' έξω αλλά «μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ''Ένα το Χελιδόνι'', ''Της Αγάπης Αίματα'', ''Ανοίγω το στόμα μου'', ''Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ'', ''Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού''… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα».

Η «γέννηση» του «Άξιον Εστί» μέσα από τα λόγια του Ελύτη

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.

Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή.

Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το ''Άξιον Εστί''».

Άξιος Εστί

Μετά το «Άξιον Εστί» ο Έλληνας Ελύτης γίνεται Παγκόσμιος Ελύτης και κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να το αποδείξει.  Αρνείται να μπει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Αρνείται την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 1979. Το ιστορικό 1979. Τόσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα Ελύτη όσο και για την Ελλάδα.

Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο  Νόμπελ  Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση γίνεται ξεχωριστή αναφορά στο Άξιον Εστί τονίζοντας πως πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα!

Ο Ελύτης βραβεύτηκε στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το Νόμπελ από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνώρισε παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

«Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός - προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει. Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια» είπε μεταξύ άλλων στον λόγο του κατά τη διάρκεια της απονομής του βραβείου Νόμπελ και πρόσθεσε:

«Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια - ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών».

Μετά από όλα αυτά, λοιπόν, το ερώτημα είναι το εξής: Ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ή το βραβείο Νόμπελ είχε την τιμή να βρεθεί στα χέρια του Οδυσσέα Ελύτη; Ο Γιάννης Ρίτσος είχε απαντήσει ξεκάθαρα σε αυτό: «Ήταν μια τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ». 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA