Μενού

Το αγαπημένο μου podcast είναι η φωνή της μητέρας μου στο τηλέφωνο

μαμά
  • Α-
  • Α+

«Θα προσπαθήσω να σου πω αυτή την ιστορία χωρίς να κλάψω». Δεν ξέρω πώς έφτασα στο σημείο να μιλάω για τη μητέρα μου ξημερώματα Κυριακής έξω από ένα μπαρ, αλλά δεν ξέρω και πώς θα έφτανα γενικά οπουδήποτε χωρίς εκείνη.

Από την Σαντάλ Ακερμάν μέχρι τον ΛΕΞ κι από τον Βόρειο μέχρι τον Νότιο Πόλο, σε ένα κόσμο χαμένο στη μετάφραση, υπάρχει μια παγκόσμια γλώσσα που όλοι και όλες καταλαβαίνουν κι αυτή ερμηνεύεται ως η αγάπη της μητέρας για το παιδί της.

Η γιορτή τους είναι ίσως μια φθηνή υπεκφυγή από μια πραγματικότητα που τις φέρνει να παλεύουν με θεούς και δαίμονες εντός και εκτός σπιτιού και τα λουλούδια στο τραπέζι που τους δώρισαν σήμερα, θα τα βάλουν εκείνες στο νερό για να μη μαραθούν, αφού πρώτα ξεστρώσουν το τραπέζι, ένα τραπέζι που έφτιαξαν μόνες τους.

Μητέρα είναι εκείνη που πάντα μας ποτίζει ακόμα κι αν είναι αφυδατωμένη, κι όταν μαραζώνουμε, μαραζώνει πιο πολύ. Ανθίζουν όταν ανθίζεις και κολυμπούν μέσα σε αυτό το tumblr-ικό δοχείο του unconditional love. Αν υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη, είναι η αγάπη της μητέρας για το παιδί της.

Δεν είναι πάντα εδώ και δεν ήταν πάντα εδώ. Ακόμα κι όταν λείπουν όμως μεταμορφώνονται σε μπαμπάδες, αδέρφια, παππούδες και γιαγιάδες, φίλους και φίλες. Είναι η αναφορά στις παρέες για εκείνον/η που μας προσέχει και κρατά τις ισορροπίες, είναι η λέξη με τις περισσότερες ερμηνείες που κουμπώνει σε διαφορετικές φράσεις ή ακόμα και στις ίδιες, όπως το «μου θυμίζεις τη μάνα μου» που άλλοτε έρχεται χαμογελαστά κι άλλοτε με φλέβα στο κούτελο.

Ακόμα κι αν το ρήμα «λείπουν» γίνει «φύγουν», πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γυρίζουν κι αν δεν τα καταφέρουν, θα κάνουν πάντα το καλύτερο που μπορούν.

Θα προσπαθήσω να σας πω αυτή την ιστορία, λοιπόν. Μια μέρα, σαν όλες τις άλλες, μια γυναίκα ξύπνησε, πήρε το αμάξι της, πήγε στο νοσοκομείο, έκανε μια επέμβαση όχι και τόσο ρουτίνας, ανάρρωσε, πήρε το αμάξι της και γύρισε στο σπίτι, εκεί που την περίμεναν τα παιδιά της.

Δεν έμαθαν ποτέ για τις «δουλειές» που έκαναν τη μητέρα τους να αργήσει, κουβάλησε και λίγο η γιαγιά και κάποια χρόνια μετά, ένα μεσημέρι, τους είπε ότι εκείνη η δουλειά ήταν μια μικροεπέμβαση που ευτυχώς όλα είχαν πάει καλά. 

Μια άλλη μέρα, ένα αγόρι βρισκόταν σε ένα σπίτι μαζί με άλλους 7-8 φίλους και γιόρταζαν το πτυχίο ενός παιδιού από την παρέα. Στο ταξίδι στον Βόλο, είχαν έρθει μαζί και οι πιο τακτικοί επισκέπτες στο μυαλό του, οι παράφρονες που λέμε κρίσεις πανικού. 

Η ώρα είχε περάσει κι όταν όλοι κοιμόντουσαν, έκαναν την εμφάνιση τους. Πάντα σε κάτι τέτοιες φάσεις ερχόντουσαν. Μέσα σε μια απόλυτη ησυχία άκουγε ένα εκκωφαντικό θόρυβο.

Ξημερώματα και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Τηλεφώνησε στον άνθρωπο αγχολυτικό, εκείνον που έκανε πάντα τον πλανήτη χάπι. «Τι θα κάνω, μαμά», της είπε. «Ξάπλωσε αγάπη μου, βάλε το κινητό δίπλα στο αυτί σου, κλείσε τα μάτια και θα σου μιλάω μέχρι να κοιμηθείς». 

Τα ξόρκια της μαμάς έδιωξαν τους παράφρονες στο κεφάλι, η ηρεμία επανήλθε και τα μάτια έκλεισαν πριν καν το καταλάβει, με τη φωνή της στο αυτί να λειτουργεί σαν τη μέθη πριν την επέμβαση.

Τα κατάφερα τελικά. Είπα την ιστορία της μαμάς μου χωρίς να κλάψω.

Μαμά

 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.