Από την φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου έχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια και στη νεότερη ιστορία, κανένα μάλλον άλλο γεγονός δεν αποτελεί στο συλλογικό ασυνείδητο το ίδιο ορόσημο για τα κοινωνικά κινήματα όσο εκείνες οι μέρες. Για το ιστορικό συμβάν έχει χυθεί πολύ μελάνι, έχουν γίνει σοβαρές καταγραφές κι άλλες τόσες προσπάθειες διαστρέβλωσης τους. Ας μην ξεχνάμε πως πριν από περίπου δέκα χρόνια οι νεκροί του Πολυτεχνείου έφτασαν να αμφισβητηθούν εντός της ίδιας της Βουλής από εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού που μετά βρέθηκαν στη φυλακή καταδικασμένοι για εγκληματική οργάνωση.
Κι όμως κάθε Νοέμβρη κυριαρχεί μια αυθόρμητη συγκινησιακή φόρτιση και «καθαρά» βλέμματα, ενώ οι αντιδικτατορικοί αγωνιστές έρχονται ξανά στο προσκήνιο, όχι όμως για να βγάλουν ένα πύρινο λόγο κατά της χούντας και υπέρ της δημοκρατίας, αλλά για να αναψηλαφήσουν εκείνες τις ιστορικές στιγμές που στιγμάτισαν την πόλη και την χώρα. Είναι που τα βιώματα των ανθρώπων ευτυχώς πάντα αποδεικνύονται πιο δυνατά από τις θεωρητικές επινοήσεις.
Κάθε Νοέμβρη μυρίζει φωτιά με μια έννοια λυτρωτική. Κι αυτό γιατί, «το Πολυτεχνείο προσφέρει στην ελληνική δημοκρατία ένα σύμβολο μαζικής, ειρηνικής αντίστασης των πολιτών ενάντια στην τυραννία, πλουτίζει τις ζωές των Νεοελλήνων με το παράδειγμα της αυτενεργούς δράσης για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης», όπως το εξηγεί πολύ περιεκτικά στο Reader o Βαγγέλης Καραμανωλάκης, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΔΣ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
Διαβάστε ακόμη: Ο φωτορεπόρτερ του Πολυτεχνείου στην Πατησίων: Τι είχε πει στο Reader ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας
Η εξέγερση του Νοεμβρίου ήταν μια καθοριστική κίνηση για τη στάση του καταπιεσμένου λαού απέναντι στο καθεστώς. Και αν το παρατηρήσουμε αυτό με σημερινούς όρους, το ίδιο αντανακλάται και σε κάθε πορεία, σε κάθε λαϊκή συγκέντρωση που αποτελεί τη μεγαλύτερη πράξη αντίστασης ενός ολόκληρου κόσμου που έχει ανάγκη, φωνάζει, διεκδικεί και δεν επαναπαύεται. Με αυτές τις σκέψεις και με απόλυτο σεβασμό στους καταγεγραμμένους νεκρούς του Πολυτεχνείου, σε όσους αντιστάθηκαν και σε όσους (ξανα)έγραψαν την ιστορία, ξεκίνησε κι αυτή η συνέντευξη. Ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης, μέσα από τις απαντήσεις του, βοηθά να δοθεί έμφαση σε συγκεκριμένες βασικές θεματικές που συνδέονται διαχρονικά με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στη συνέχεια όσα μας είπε.
- Τι έχει απομείνει από το Πολυτεχνείο 51 χρόνια μετά; Για τους νεότερους, για τη γενιά εκείνη, για όσους συμπαραστάθηκαν ενεργά στη λαϊκή εξέγερση και σε όσους διατηρούν ζωντανές τις μνήμες τόσο καιρό μετά. Τι μας έχει κληροδοτήσει;
Τι έχει απομείνει σε μια στιγμή που όλα μοιάζουν να καταρρέουν και οι παλιές βεβαιότητες να θρυμματίζονται; Δεν ξέρω ειλικρινά να σας πω. Εννοώ το Πολυτεχνείο πια είναι ένα ιστορικό γεγονός που μοιάζει πολύ μακρινό για τις νεότερες γενιές, μια σχολική γιορτή, η αναμενόμενη είδηση για επεισόδια στην πορεία, τα επετειακά αφιερώματα. Για όσους και όσες συμμετείχαν φαντάζομαι ότι πάντα είναι ένα γεγονός που άλλαξε τη ζωή τους, ένα μόνιμο παράσημο αλλά ίσως και ένα ανοιχτό τραύμα για όσα δύσκολα βίωσαν.
Τι απομένει και για ποιους; Σκέφτομαι καλύτερα την ερώτησή σας. Νομίζω το πλέον σημαντικό είναι ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου «νίκησε», κατάφερε να διαπεράσει τα σύννεφα του χρόνου, να μη σβηστεί, αλλά να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη. Η μνήμη του Πολυτεχνείου, μπορούμε να το πούμε με σιγουριά, τώρα που περάσαμε τα πενήντα χρόνια, έμεινε ζωντανή, κράτησε μέσα στο διάβα του χρόνου. Κι αυτό δεν ήταν κάτι αυτονόητο. Γιατί το Πολυτεχνείο προσφέρει στην ελληνική δημοκρατία ένα σύμβολο μαζικής, ειρηνικής αντίστασης των πολιτών ενάντια στην τυραννία, πλουτίζει τις ζωές των Νεοελλήνων με το παράδειγμα της αυτενεργούς δράσης για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αποτελεί σύμβολο διαπαιδαγώγησης στις δημοκρατικές αξίες και στη συλλογική αντίσταση κι αυτό είναι κάτι πολύτιμο που πρέπει να διατηρήσουμε και για τις επόμενες γενεές, γιατί το χρειαζόμαστε. Η μνήμη της εξέγερσης είναι σημαντική γιατί κάνει εμάς καλύτερους.
- Με το πέρασμα των χρόνων η έννοια του Πολυτεχνείου αποκαθίσταται ιστορικά; Τα ψεύδη καταρρίπτονται, με δεδομένο ότι οι αρχειακές διαθεσιμότητες συνεχώς εμπλουτίζονται; Ή κυριαρχεί η στρέβλωση τη υπόστασής του στο όνομα μιας κουλτούρας που δεν βασίζεται πουθενά; Και τελικά γιατί είναι αποδεκτό να αμφισβητούνται τεκμηριωμένα στοιχεία;
Θα ξεκινήσω από την τελευταία ερώτηση. Δεν είναι θέμα αποδεκτού ή όχι· τα ιστορικά στοιχεία αμφισβητούνται κάθε φορά όχι με βάση το πόσο τεκμηριωμένα είναι, αλλά με βάση το τι είναι αυτό που θέλει ο καθένας να επιτύχει. Εννοώ ότι διαβάζουμε το παρελθόν πάντα με τα μάτια του παρόντος· η αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου συνδέεται με τις επιδιώξεις της σήμερον, υποκρύπτει συνήθως πολιτικές και ιδεολογικές επιδιώξεις.
Η αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου ξεκινά από την επόμενη μέρα της εισόδου του τανκ στο ίδρυμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η άνοδος της Χρυσής Αυγής έφερε στο προσκήνιο μια ακροδεξιά κριτική, η οποία παρέμενε περιθωριακή για χρόνια, αναφορικά με τον «μύθο» του Πολυτεχνείου, τους νεκρούς κλπ. Από την άλλη πλευρά και στα χρόνια της οικονομικής κρίσης είδαμε μια αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου συνδεδεμένη με την κριτική της Μεταπολίτευσης, είτε αυτό αφορούσε την απόλυτα αστήρικτη άποψη ότι η φοιτητική εξέγερση έφερε την Κυπριακή τραγωδία, είτε συνδεόταν με την άνοδο του φοιτητικού κινήματος και τον ρόλο του τα επόμενα χρόνια. ΄Όπως κάθε μείζον γεγονός έτσι και το Πολυτεχνείο θα δέχεται πάντα αμφισβητήσεις και κριτικές. Το πρόβλημα είναι όταν αυτές οι κριτικές υιοθετούνται ή διατυπώνονται από μέλη λ.χ. της κυβέρνησης, όταν αποκτούν δηλαδή μια βαρύτητα δυσανάλογη με την όποια αποδεικτική τους αξία.
Μια τελευταία παρατήρηση. Η έννοια της αμφισβήτησης εδώ δεν αφορά την ιστορική μελέτη, εννοώ την ανάγκη να θέτουμε συνεχώς ερωτήματα αμφισβητώντας αυτά που ξέρουμε και αναζητώντας νέα στοιχεία και οπτικές. Αλίμονο αν δεν λειτουργούσαμε έτσι. Είναι ένα αυτό όμως και άλλο μια καθολική και κακόβουλη αμφισβήτηση του χαρακτήρα και της σημασίας της εξέγερσης.
- Σε γενικές γραμμές υπάρχει η αίσθηση πως έχουν όλα ειπωθεί για την εξέγερση. Υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν φωτιστεί κατά την ιστορική καταγραφή;
Οι ιστορικοί δεν θεωρούμε ποτέ ότι μπορεί να έχουν ειπωθεί όλα. Γιατί δεν είναι μόνο τα γεγονότα, είναι κι ο τρόπος που τα κοιτάς, τα ερωτήματα που κάθε φορά θέτεις. Πάντως σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρον ότι μας λείπει ακόμη, παρά τις τόσες μαρτυρίες, θυμίζω και τη συναγωγή μαρτυριών του Ιάσονα Χανδρινού μια ιστορία της εξέγερσης, εννοώ μια προσπάθεια για μια συνολική ιστορική μελέτη, πέρα από τις αυτοβιογραφικές καταθέσεις.
Η μελέτη του Λεωνίδα Καλιβρεττάκη για το Πολυτεχνείο «απ’ έξω» φώτισε τη δυναμική του Πολυτεχνείου ως λαϊκής εξέγερσης, αλλά μας λείπει κατά τη γνώμη μου μια αντίστοιχη συνθετική μελέτη για το τι έγινε μέσα. Επίσης, μας λείπουν μελέτες για βασικές συνισταμένες της εξέγερσης, λ.χ. για τις αντιστασιακές οργανώσεις που συμμετείχαν. Μίλησα προηγουμένως για τα ερωτήματα. Με εξαίρεση τη μελέτη του Κωστή Κορνέτη, μας λείπουν ακόμη μελέτες που θα επιχειρήσουν να δουν το Πολυτεχνείο με μια διεθνική ματιά, εντάσσοντάς το στο διεθνές κλίμα αμφισβήτησης της εποχής. Η μελέτη της εξέγερσης απαιτεί μια πολύ μεγαλύτερη ανάλυση του πολιτισμικού κεφαλαίου των φοιτητών και φοιτητριών που συμμετείχαν.
- Η 17η Νοεμβρίου είναι συνυφασμένη και με πορείες που έμειναν στην ιστορία. Είτε γιατί ήταν πολυπληθείς, είτε γιατί βάφτηκαν με αίμα, από το ‘74 έως σήμερα όλες σηματοδοτούν κάτι. Με ποιο τρόπο, ο λαός, επί 51 συναπτά έτη, τιμά την εξέγερση του Πολυτεχνείου;
Για να κατανοήσουμε τη σημασία της πορείας και κυρίως τη διαχρονικότητά της, θα πρέπει να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του εορτασμού της επετείου. Αποτελεί μια γιορτή από «τα κάτω», μια γιορτή που συγκροτήθηκε από την επόμενη ήδη χρονιά της εξέγερσης, μια γιορτή που εξαρχής είχε το στοιχείο της λαϊκής συμμετοχής σε αντίθεση λ.χ. με την επίσημη γιορτή της «αποκατάστασης» της δημοκρατίας, η οποία καθιερώθηκε να γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου, στην επέτειο της παράδοσης της εξουσίας από τους δικτάτορες στου πολιτικούς.
Συνδεδεμένη με μια γιορτή από τα κάτω, η πορεία αποτελεί ένα από τα στοιχεία εκείνα του εορτασμού που έλκει την προέλευσή του από τις μέρες του Νοεμβρίου 1973, ένα είδος αναβίωσης στο τελετουργικό της ημέρας. Μαζί με τη σημαία, τα συνθήματα, τα τραγούδια, τα πανό, τα κείμενα που πλαισιώνουν τις εκδηλώσεις συγκροτούν την εικόνα ενός εορτασμού που το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η διαμαρτυρία και η αμφισβήτηση, όπως και τότε. Η πορεία αποτελεί την ύψιστη χειρονομία αντίστασης ενός ολόκληρου κόσμου, μια χειρονομία η οποία έχει ως στόχο να τιμήσει το παρελθόν, στην πραγματικότητα, όμως συνομιλεί με το παρόν, επηρεάζεται καθοριστικά από αυτό, ενσωματώνει τα αιτήματά του στο δικό της στοχολόγιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πορεία του 2023, στη συμβολική επέτειο των 50 χρόνων, κυριάρχησαν τα συνθήματα κατά του πολέμου στη Γάζα. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου γίνεται έτσι σύμβολο εξεγερσιακής διαδικασίας, αποτελεί νομιμοποιητικό στοιχείο για κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της εξουσίας, εντός αλλά και πέρα από το φοιτητικό κίνημα.
- Τι γνωρίζουμε για την κοινωνική σύνθεση όσων βρέθηκαν από έξω από το ίδρυμα, πώς βλέπουμε σήμερα την στάση τους;
Μετά την πρόσφατη σχετικά έκδοση του βιβλίου του Λεωνίδα Καλιβρεττάκη, νομίζω ότι έχουμε πια μια πολύ πιο καθαρή εικόνα για το τι συνέβη έξω από το ίδρυμα. Για μέρες, ακόμη και μετά την είσοδο του τανκ στο ίδρυμα, χιλιάδες άνθρωποι πλησίασαν το Πολυτεχνείο για να συμπαρασταθούν και να διαμαρτυρηθούν. Αυτούς ήθελε να εμποδίσει το καθεστώς, αυτούς προσπάθησε να αποτρέψει φοβούμενο μια λαϊκή εξέγερση.
Το Πολυτεχνείο ήταν κυκλωμένο, ο φόβος ήταν αυτό το ανεξέλεγκτο πλήθος, για αυτό οι ελεύθεροι σκοπευτές και ο Στρατός στους δρόμους, για αυτό οι δολοφονίες στους γύρω δρόμους και όχι μέσα στο ίδρυμα. Ηταν άντρες, ήταν γυναίκες, ήταν πολλοί νέοι άνθρωποι, αλλά και άνθρωποι της καθημερινότητας που ήθελαν να συμπαρασταθούν στα «παιδιά», ακούγοντας τις εκκλήσεις τους από τον ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε μέσα από το Πολυτεχνείο. Η νοεμβριανή εξέγερση ήταν μια τομή για τη στάση του πληθυσμού απέναντι στο καθεστώς, το αίμα των θυμάτων άνοιξε μια βαθιά τάφρο ανάμεσα στη χούντα και στην ελληνική κοινωνία.
- Θα θέλαμε και την προσωπική σας μαρτυρία, αν το επιθυμείτε. Ζήσατε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως παιδί. Πώς αυτό καθόρισε τον τρόπο σκέψη σας στη συνέχεια, ενώ ήσασταν φοιτητής ας πούμε προτού ασχοληθείτε ερευνητικά με το αντικείμενο της ιστορίας;
Έζησα το Πολυτεχνείο ως ο μικρότερος αδελφός, εννοώ μέσα από τις αφηγήσεις και την συγκίνηση των μεγαλύτερων αδελφών και των φίλων τους. Δεν θυμάμαι τα ίδια τα γεγονότα, αλλά τον απόηχό τους μαζί στη συνέχεια με την εισβολή στην Κύπρο, την Μεταπολίτευση κλπ. Για μένα, όπως νομίζω και για τη δική μου γενιά γενικότερα, οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην εξέγερση ήταν οι απόλυτοι ήρωες και το Πολυτεχνείο ένα μυθικό γεγονός. Μέσα από αυτό πολιτικοποιηθήκαμε, πηδώντας τα κάγκελα του σχολείου, μαθητές του Γυμνασίου, για να κατέβουμε με τα πόδια από την Ηλιούπολη και να καταθέσουμε στεφάνι στην πεσμένη πόρτα.
- Και η συμμετοχή στις πορείες;
Η συμμετοχή στις πορείες ήταν ένα είδος πολιτικής ενηλικίωσης, μια στιγμή συνειδητοποίησης. Τώρα που με ρωτάτε σκέφτομαι ότι κι εγώ και χιλιάδες άλλοι ήμασταν τυχεροί και τυχερές που είχαμε το Πολυτεχνείο ως σύμβολο, σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας. Κι όσο κι αν τα χρόνια έχουν ξεθωριάσει και τόνοι κριτικής αλλά και απογοήτευσης έχουν προστεθεί, σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση αυτή την άγρια χαρά να προχωράμε μαζί με χιλιάδες άλλους φωνάζοντας συνθήματα που μας ένωναν με τους δικούς μας ήρωες, μας έδειχναν το δρόμο.
- Όπως ο ίδιος είπατε στα εγκαίνια της διοργάνωσης «Η Δημοκρατία στον δρόμο. Έκθεση αφίσας 1967-1981», οι αφίσες είναι ένα ευτελές υλικό που όμως έχει τη μοναδική ευαισθησία της άμεσης σύνδεσης με την κάθε ιστορική στιγμή και τις κοινωνικές αγωνίες και διεκδικήσεις. Πώς η εικόνα μπορεί να είναι ένα διάβημα διάσωσης της μνήμης;
Η έκθεση που διοργανώνουν τα ΑΣΚΙ με την Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης της Εθνικής Πινακοθήκης αναδεικνύει όντως αυτό το ευτελές και εφήμερο υλικό. Θέλω να επιμείνω στις αφίσες του αντιδικτατορικού κινήματος. Εχω σταθεί πολλές φορές μπροστά τους αναλογιζόμενος όχι μόνο την ιστορική σημασία τους αλλά τον τρόπο που η τέχνη μπορεί να ανοίγει ορίζοντες, να μιλάει για το σήμερα.
Αφήστε με να σας μιλήσω για μια αφίσα που αγαπώ πολύ. Είναι μια αφίσα που αφορά το θάνατο δυο νέων ανθρώπων, του Γιώργου Τσικουρή και της Μαρίας Έλενα Αντζελόνι. Δυο νέοι άνθρωποι, ο ένας Κύπριος και η άλλη Ιταλίδα, ήλθαν από την Ιταλία για να βάλουν μια βόμβα στην αμερικάνικη πρεσβεία. Σκεφτείτε το λίγο: διακινδύνευσαν την ελευθερία τους, κινδύνευσαν για να έλθουν σε μια χώρα και να πολεμήσουν το κακό. Μια ημέρα πριν την τοποθέτηση, δοκιμάζοντάς την η βόμβα έσκασε και οι δυο νέοι διαμελίστηκαν. Πέρασαν τα χρόνια, η μνήμη τους ξεθώριασε, η δυναμική αντίσταση μπλέχτηκε στο δημόσιο και στον κρατικό λόγο με την τρομοκρατία, ποιος τους θυμάται σήμερα; Κι όμως όταν βλέπω πάντα αυτή την εικόνα, αυτή τη χάρτινη εικόνα που σώθηκε μέσα από τη δημοσίευσή της στο εξωτερικό, σκέφτομαι μια φράση του Σπύρου Ασδραχά, ενός μεγάλου ιστορικού και ενός σπουδαίου δασκάλου για πολλούς από εμάς: ότι η δουλειά του ιστορικού είναι να μαζεύει στάλα στάλα το λαδάκι που χρειάζεται για να μένει αναμμένο το καντήλι εκείνων που δεν μπορούν να μιλήσουν, όσων κινδυνεύουν να ξεχαστούν. Έτσι τις βλέπω αυτές τις αφίσες, αυτές τις εικόνες: στάλες που έρχονται να γεμίσουν το μικρό λερό και πολυχρησιμοποιημένο μπουκαλάκι της ιστορικής μας μνήμης.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.