Μενού
fotia-mati
Φωτιά στο Μάτι | Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βηρυττό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα.». Κλαίγοντας η Παναγιώτα Μαλαίνου περιέγραψε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου όσα έζησε κατά την φονική πυρκαγιά. Εκείνη την ημέρα που έχασε τη μητέρα της, κι ενώ οι Αρχές γνώριζαν το θάνατο της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες μετά. «Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα». Όπως είπε η μάρτυρας η μητέρα της μαζί με την ανηψιά της όταν είδαν τον καπνό ξεκίνησαν να πάνε σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο.

«Όταν έφτασαν εκεί τα αμάξια ήταν εγκλωβισμένα. Αναγκάστηκαν όλοι να πάνε στην Αργυρά ακτή. Άρχισαν να έρχονται καιόμενα κλαδιά και καύτρες και μπήκαν στη θάλασσα. Η ακτή αυτή είναι σαν σκούπα. Είχε τεράστιο θερμικό φορτίο. Μπήκαν στη θάλασσα. Η οικογένεια Παπαθέου και η ανίψια μου διασώθηκαν από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα παρέσυρε τη μητέρα μου στη Λούτσα. Τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή…Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της. Η οικογένεια μας ζει με αυτή τη σκιά αυτά τα 4 χρόνια. Η Ειρήνη μου τα δυο πρώτα χρόνια άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον» ανέφερε η μάρτυρας ενώ περιέγραψε όσα πέρασε αναζητώντας τη μητέρας της και την ανηψιά της.

«Πήγα στο λιμεναρχείο.Έλεγα τα ονόματα. Την ανιψιά μου τη βρήκαν αμέσως, μου είπαν ότι την έχουν βρει. Όταν έλεγα το όνομα της μητέρας μου πηγαινοεφερναν έναν χαρτί και μου έλεγαν δεν ξέρουμε ψάξτε. Τότε όταν ήμουν στο Λιμεναρχείο δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχει παρασυρθεί τόσο στη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Λούτσα. Πήγα στη Ραφήνα στο αστυνομικό τμήμα, ξαναγύρισα στο Λιμεναρχείο κατά τις 9 μου είπαν ότι ήταν νεκρή» ανέφερε η μάρτυρας.

Πολιτική αγωγή: Είχατε την αίσθηση ότι υπήρχε δεύτερη λίστα με όσους είχαν χαθεί;

Μάρτυρας: Ναι. Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα.»

Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζινα. Και ο πατέρας μου με ΧΑΠ. Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα ερποντας, τον τράβηξα

 «Είδα τον πρώτο νεκρό στις 17.30-18.00. Ήταν κάρβουνο» 

Ο Ευάγγελος Κωστόπουλος έχασε τη μητέρα του. Επιβίωσε ο πατέρας του αλλά με πολλά προβλήματα έως σήμερα όπως είπε στο δικαστήριο. «Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και με πήρε η αδελφή μου. «Τρέχα γρήγορα οι γονείς μας καίγονται!». Άνοιξα την τηλεόραση κι έπαθα σοκ. Πήρα το μηχανάκι και προσπάθησα να φτάσω. Πέρασα και την κορδέλα στη διασταύρωση της Ραφήνας. Θεώρησα ότι ίσως από εκεί θα μπορούσα να περάσω. Οι γονείς μου είχαν ειδικές ανάγκες. Η μητέρα μου ήταν με οξυγόνο, είχε ΧΑΠ. Προσπάθησα να μπω από την πρώτη είσοδο, αλλά σταμάτησα από τις φλόγες. Μετά από πέντε λεπτά γύρω στις 17.30-18.00 η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα». Τελικά κατάφερε να μπει στο Μάτι .

«Στην κατηφόρα προς το κόκκινο λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανακι είχε κοκκαλωσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή οχι. Κοίταζα τα διπλανό σπιτι και είχε μια φλόγα 20 μέτρα. Δυο αμάξια καιγόντουσαν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα αλουμίνια ζάντες. Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα για δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής μου είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον».

Έχοντας βρει νεκρή τη μητέρα του, άρχισε να αναζητά τον πατέρα του. Τον εντόπισε στο πάτωμα του σπιτιού, που καιγόταν. «Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζινα. Και ο πατέρας μου με ΧΑΠ. Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα ερποντας, τον τράβηξα. Το μόνο αμάξι που είχε καεί ήταν το δικό μας. Ευτυχώς είχε τα κλειδιά στην τσέπη του. Ξεκινήσαμε πάλι από τον ίδιο δρόμο. Πήγαμε προς Ραφήνα, ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πήγαμε στο Σωτηρία δεν μας δέχτηκαν και μετά στον Ευαγγελισμό. Τον διασωλήνωσαν αμέσως. Είναι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Θα ήθελε να έχει φύγει. Προσπαθούμε να συνέλθουμε».

Ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης έχασε το γιο του στη φωτιά. Η συζυγος του έφυγε μετά μην αντέχοντας το χαμό του παιδιού της. «Ήμουν στο σπίτι με την αείμνηστη σύζυγο μου όταν μάθαμε για τη φωτιά. Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία. Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφηνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθωνα. Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια».

Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό τη πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς…

Ο μάρτυρας περιέγραψε ότι ο ιατροδικαστής του είπε πως το παιδί του δεν ταλαιπωρήθηκε γιατί είχε προηγουμένως λιποθυμήσει από τον καπνό. «Αυτό υποτίθεται είναι μια παρηγοριά. Η συζυγος μου δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Ύστερα από λίγο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα του ύπνου. Γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Μια ευχή μόνο, να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα».

Ο κ. Παναγιώτης Μανέτας, υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα και έχει υποβληθεί έκτοτε σε πολλά χειρουργεία. Στη φονική πυρκαγιά έχασε τη γυναίκα του. «Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπήρχε μια γυναίκα γνωστή μου στο Ν. Βουτζά και μας φιλοξένησε για λίγο εκεί. Εγώ ότι χρήματα είχα τα ξόδευα για τη γυναίκα μου δεν είχαμε που να μείνουμε. Κάτσαμε αρκετό καιρό στο Νέο Βουτζά μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σκέφτηκα να τη βάλω σε ένα ίδρυμα, δε μπορούσα να τη κάνω καλά. Είχα φτιάξει τα χαρτιά. Ήταν όλα έτοιμα και την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα…

Ξαφνικά ακούμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στη Πεντέλη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω είδα ένα κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε κάτω να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω σαν να με χαιρετάγανε. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 από το σπίτι. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησαν και την κυρία  Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα».

Και συνεχίζει: «Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος;. Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική «φύγε εσύ». Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο. Την τράβηξα με τα χέρια και τη πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί  εκτός υπηρεσίας, που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε 20 με 30 άτομα. Δε  θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό τη πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς…. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι κάτι να σωθούμε.  Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου.  Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία  στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά  δε με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει».

Στη συνέχεια κατέθεσε ο κ. Έκτωρας Διαμαντίδης που έχασε τη μητέρα του. «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. Η μητέρα μου ήταν στην θάλασσα εκείνη την ημέρα και εγώ στο Μαρούσι εργαζόμουν. Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα τη σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτωρα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απών. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού», περιέγραψε ο μάρτυρας για να συνεχίσει: . «Έπαθα κρίση πανικού του ζητούσα να μου τη δώσει να της μιλήσω».

Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου

Στη συνέχεια ο μάρτυρας αναφέρθηκε μαζί με συγγενείς του πήγε στη Νέα Μάκρη χωρίς, όπως κατέθεσε να δουν στη διαδρομή κάποιο περιπολικό ή πυροσβεστικό όχημα ώστε να ενημερώνει τους πολίτες: « Είπαμε να δηλώσουμε τη μητέρα μου αγνοούμενη, τα κινητά της χτυπούσαν ακόμη. ……. Ξεκινήσαμε για το σπίτι δεν υπήρχε κανένας να μας σταματήσει. Σπίτια και αμάξια καιγόντουσαν. Δεν υπήρχε ρεύμα. Την ώρα που φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού μισοκαίγονταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε το φακό προς τη κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου «Γιώργο μη».  

Έχω κενό μνήμης μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω. Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από τη περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με το πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει που είναι η μητέρα μου Κάποια στιγμή μας είπαν «θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν. Ήρθαν στις 7 το πρωί. Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ότι πιο ευχαριστώ. Δεν ήρθε να τη παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δε θα ξεχάσω μια μάνα πανιασμένη να ψάχνε τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέττα λόγω της Motor Oil έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει….»

Στη συνέχεια κατέθεσε ο κ. Γεώργιος Καΐρης, σύζυγος της αδικοχαμένης γυναίκας και πατριός του κ. Διαμαντίδη. Ξεσπώντας κι αυτός πολλές φορές σε λυγμούς περιέγραψε τα όσα βίωσε εκείνη την ημέρα. « Η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται», ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονες μας «να φεύγουμε καιγόμαστε». Είχαν ένα βρέφος 3 μηνών. … Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο  σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».

Στη συνέχεια ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να βρει βοήθεια. Δεν υπήρχε, όμως τίποτα, όπως είπε, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από το Δήμο. «Κατάφεραν να βρω ένα τηλέφωνο και άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα:  «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες.  Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε  να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισε και μου είπε: «Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε».

Ο μάρτυρας συνεχίζοντας αναφέρθηκε στις στιγμές που εντόπισε τη γυναίκα του νεκρή: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει «δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα… Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο.

Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψανδωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν  ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς  «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει «φύγετε;». Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον  έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε.  Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».

Ο μάρτυρας κλείνοντας την κατάθεσή του διάβασε ένα ποιήμα στη μνήμη της συζύγου του λέγοντας πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε τη σορό της, εκείνος τους ζήτησε να ανοίξουν το σάκο για να τη χαιρετήσει. «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…».

 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA