Στη δυστοπική «Δίκη» του Φραντς Κάφκα, ένας τραπεζικός υπάλληλος συλλαμβάνεται ένα πρωί χωρίς να γνωρίζει γιατί κατηγορείται. Ξεκινά έναν αδιέξοδο αγώνα για να αποδείξει την αθωότητά του και παράλληλα προσπαθεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από αυτόν τον εφιάλτη.
Παντού, ωστόσο, συναντάει αξεπέραστες δυσκολίες και αδυνατεί να φτάσει σε οποιοδήποτε λογικό συμπέρασμα. Οι δικαστές παραμένουν αθέατοι, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου δίνουν ασαφείς εξηγήσεις, ενώ όσα διαδραματίζονται στο δικαστήριο είναι εκτός λογικής. Κάθε προσπάθεια να αποδείξει την αθωότητά του πέφτει στο κενό.
Η «Δίκη» γράφτηκε το 1914. Κάποιοι θα έλεγαν πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, θα έφερναν στη μνήμη τους τη νωπή ακόμα (τότε) υπόθεση του Αλφρεντ Ντρέιφους.
Μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία η οποία ήταν η επιτομή της δικαστικής πλάνης. Πιθανότατα μιλάμε για τη σοβαρότερη και κυριότερη ένδειξη του ολοένα και αυξανόμενου αντισημιτισμού στην Ευρώπη του 20ου αιώνα.
Ο Αλφρεντ Ντρέιφους ήταν το απόλυτο θύμα μιας πλεκτάνης που έμεινε στην ιστορία εξαιτίας του «κατηγορώ» που έγραψε ο Εμίλ Ζολά.
Ένα κατασκοπευτικό θρίλερ. Μία δικαστική πλάνη
Παρίσι. Δεκαετία του 1890. Οι σχέσεις μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας ήταν τεταμένες. Στη γερμανική πρεσβεία στο Παρίσι η καθαρίστρια όπως έκανε καθημερινά, άδειαζε τα καλάθια απορριμμάτων από τα γραφεία. Δεν τα πετούσε όμως. Αφού τα έβαζε προσεκτικά σε φακέλους, στη συνέχεια τα έστελνε στις μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας.
Η καθαρίστρια φυσικά και δεν ήταν... καθαρίστρια. Ήταν η μαντάμ Μπαστιάν. Μυστική πράκτορας. Ανάμεσα στα χαρτιά που μάζεψε μια ημέρα ήταν και μια ανυπόγραφη επιστολή που είχε σαν αποδέκτη τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο Σβάρτσκοππεν.
Ήταν μια επιστολή κάποιου πληροφοριοδότη που υποσχόταν στον Σβάρτσκοππεν μια σειρά από «σημειώσεις» που αφορούσαν πλήθος στρατιωτικών ζητημάτων άκρως εμπιστευτικών. Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι είδους στρατιωτικά θέματα αφορούσε αυτή η επιστολή. Και το σημαντικότερο; Κανείς ποτέ δεν έμαθε αν όντως τα όσα ανέφερε η συγκεκριμένη επιστολή ήταν υπαρκτά στρατιωτικά θέματα ή ήταν γραμμένα από κάποιον νέο πληροφοριοδότη ο οποίος ήθελε να εντυπωσιάσει τα αφεντικά του.
Σε κάθε περίπτωση, τα χαρτιά αυτά στάλθηκαν αμέσως στο γαλλικό δίκτυο αντικατασκοπίας, που ονομαζόταν «Υπηρεσία Στατιστικής».
Ο γάλλος υπουργός των Στρατιωτικών, στρατηγός Μερσιέ, ανήγαγε αυτή την επιστολή σε πολύ σοβαρή υπόθεση προδοσίας και διέταξε την άμεση έναρξη των ανακρίσεων και την ταχεία σύλληψη και καταδίκη του προδότη. Έγιναν πολλές έρευνες με σημαντικότερη αυτή στο γραφικό χαρακτήρα του άγνωστου αποστολέα.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1894, συνελήφθη ως ο βασικός ύποπτος ο λοχαγός Αλφρεντ Ντρέιφους ο οποίος ήταν ένας νεαρός αξιωματικός, αποφοίτησε με άριστα από τη Σχολή Πολέμου, ο οποίος δεν είχε δώσει ποτέ την παραμικρή αφορμή για να ακουστεί το οτιδήποτε σχετικό με το όνομά του.
Αμέσως άρχισε η τακτική ανάκρισή του. Ο Ντρέιφους βρέθηκε κατηγορούμενος για προδοσία, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων. Στην πραγματικότητα το μοναδικό στοιχείο που βρέθηκε σε βάρος του ήταν πως ο γραφικός του χαρακτήρας έμοιαζε υπερβολικά με τον γραφικό χαρακτήρα του ανθρώπου που συνέταξε την επιστολή προς τον Σβάρτσκοππεν.
Αρχές Νοεμβρίου του 1894 ο Ντρέιφους οδηγήθηκε ενώπιον του Στρατοδικείου, που συνήλθε στο Παρίσι με τη σε βάρος του κατηγορία της προδοσίας. Μετά από μια δίκη - παρωδία, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Ιανουαρίου 1895, ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε ατιμωτική καθαίρεση και ισόβια κάθειρξη σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Στις 13 Απριλίου 1895 στάλθηκε στο Νησί του Διαβόλου, στον περιβόητο τόπο εξορίας, στη Γαλλική Γουιάνα για να εκτίσει εκεί την ποινή του.
Θεωρητικά σε αυτό το σημείο, η «υπόθεση Ντρέιφους» θα έπρεπε να είχε κλείσει. Μόνο αυτό δεν έγινε, όμως.
Στις αρχές του 1896, ο νέος διευθυντής της «Υπηρεσίας Στατιστικής», αντισυνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ, παρέλαβε από την μαντάμ Μπαστιάν έναν φάκελο που προκάλεσε σοκ στους πάντες. Ο φάκελος περιείχε ευαίσθητες πληροφορίες (σημαντικότερες από αυτές που υπήρχαν στον πρώτο φάκελο) και το κυριότερο; Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σχεδόν ίδιος με του Άλφρεντ Ντρέιφους.
Με δεδομένο, όμως, πως ο Ντρέιφους βρισκόταν σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης στο Νησί του Διαβόλου ήταν πρακτικά αδύνατο να την έχει γράψει αυτός!
Θα ξεκινήσει νέος κύκλος ερευνών και ο πραγματικός προδότης στις τάξεις του γαλλικού στρατού, αυτή τη φορά θα βρεθεί. Επρόκειτο για τον ουγγρικής καταγωγής ταγματάρχη Φέρντιναντ Εστερχάζι ο οποίος είχε γράψει και την πρώτη επιστολή. Πολλοί πίστεψαν πως είχε έρθει η ώρα να γίνει αναψηλάφηση της δίκης του Ντρέιφους που θα οδηγούσε στην αποφυλάκισή του. Κάτι τέτοιο, ωστόσο δεν έγινε.
Ο Εμίλ Ζολά και το περίφημο «κατηγορώ»
Ο αντισυνταγματάρχης Ζωρζ Πικάρ ήταν ο πρώτος που έκανε λόγο για άμεση αποφυλάκιση και αποκατάσταση του Ντρέιφους. «Κέρδισε» μια... δυσμενή μετάθεση στην Τυνησία!
Το ζήτημα, ωστόσο, πλέον, ήταν πως η υπόθεση Ντρέιφους είχε πάρει μια εντελώς άλλη διάσταση. Η Γαλλία είχε χωριστεί στη μέση. Από τη μια όλες οι προοδευτικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι και οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας που στάθηκαν στο πλευρό του άδικα φυλακισμένου Ντρέιφους.
Από την άλλη όλο το κατεστημένο της χώρας που αντιστεκόταν σθεναρά σε κάθε προσπάθεια αποφυλάκισης του αξιωματικού του πυροβολικού που ανάμεσα στα άλλα... «κακά» που είχε ήταν και Εβραίος! Όπως συμβαίνει συνήθως, όποιος δεν ήταν μαζί τους ήταν αυτόματα και εχθρούς του έθνους. Παράλληλα, ο στρατός, όταν διαπίστωσε το λάθος, χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το συγκαλύψει.
Και τότε μπήκε στην εξίσωση ο Εμίλ Ζολά, ο οποίος στις 13 Ιανουαρίου του 1898 δημοσίευσε στην εφημερίδα «L' Aurore» μια ανοιχτή επιστολή προς τον πρόεδρο της χώρας, υπό τον τίτλο «Κατηγορώ». Το τεύχος της εφημερίδας τυπώθηκε σε 300.000 αντίτυπα αντί των 30.000 που ήταν το συνηθισμένο τιράζ (ο αριθμός των αντιτύπων ενός εντύπου) και έγινε ανάρπαστο.
«Κατηγορώ τον αντισυνταγματάρχη Πατύ ντε Κλαμ, γιατί υπήρξε ο σατανικός δράστης της δικαστικής πλάνης...
Κατηγορώ τον στρατηγό Μερσιέ γιατί, το λιγότερο από πνευματική ανεπάρκεια, έγινε συνένοχος του μεγαλύτερου ανομήματος του αιώνα...
Κατηγορώ τον στρατηγό Μπιγιό, γιατί είχε στα χέρια του αναμφισβήτητες αποδείξεις της αθωότητας του Ντρέιφους και τις έπνιξε...
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Μπουαντέφρ και τον στρατηγό Γκονζ, γιατί υπήρξαν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος...
Κατηγορώ τον στρατηγό ντε Πελλιέ και τον ταγματάρχη Ραβαρί, γιατί έκαμαν μια εγκληματική προανάκριση, με την πιο τερατώδη μεροληψία...
Κατηγορώ τους τρεις γραφολόγους Μπελόμ, Βαρινιάρ και Γουάρ, γιατί συντάξανε ψεύτικες εκθέσεις απατεώνων...
Κατηγορώ το υπουργείο Στρατιωτικών και το Επιτελείο, γιατί έκαμαν στις εφημερίδες ιδιαίτερα στην ''Αστραπή'' και στην ''Ηχώ των Παρισίων'', μια βδελυρή και απαράδεκτη εκστρατεία για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη...
Κατηγορώ, τέλος, το πρώτο Στρατοδικείο γιατί παραβίασε το δίκαιο...» έγραφε μεταξύ άλλων ο Ζολά.
Ακολούθησε μια έντονη διαμάχη ανάμεσα στις δυο πλευρές η οποία σε πολλές περιπτώσεις πήρε βίαιη μορφή. Τελικά, η κυβέρνηση της Γαλλίας κατέρρευσε υπό το βάρος των συνεχών αποκαλύψεων.
Το κείμενο του Ζολά αποτέλεσε την κύρια αιτία για την αναψηλάφηση της υπόθεσης, που οδήγησε τελικά στην αθώωση του Ντρέιφους,. Το 1899 το εφετείο παρέπεμψε τον Ντρέιφους στο Πολεμικό Συμβούλιο. Το εφετείο έγινε στην πόλη Ρεν. Εκεί ο Ντρέιφους καταδικάστηκε ξανά αλλά αυτή τη φορά του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά. Αυτό, βέβαια, δεν τον ικανοποίησε και συνέχισε με κάθε ένδικο μέσο που είχε στη διάθεσή του να αναζητά την πλήρη δικαίωση.
Ο Ντρέιφους απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία το 1906 και με ειδικό νόμο που «πέρασε» στο γαλλικό κοινοβούλιο αποκαταστάθηκε πλήρως. Του απονεμήθηκε το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Κατόπιν μικρής θητείας στον στρατό, όπου πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη, αποστρατεύθηκε. Πέθανε, στις 12 Ιουλίου 1935 , στο Παρίσι σε ηλικία 76 ετών.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.