Μενού
fountas
Γιώργος Φούντας | Finos Film
  • Α-
  • Α+

Ο Γιώργος Φούντας είχε δύο πρόσωπα. Το ένα είναι αυτό που βλέπαμε όλοι στις θρυλικές ταινίες του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου: Σκληρός, κακός, άκαρδος, επικίνδυνος, αδίστακτος. Το άλλο πρόσωπο ήταν αυτό που δε βλέπαμε. Ήταν το κανονικό του πρόσωπο αυτό που είχε στην καθημερινότητά του: Ένας άνθρωπος καλός, έξω καρδιά, που βοηθούσε όσους το είχαν ανάγκη, που είχε για όλους έναν καλό λόγο, που φρόντιζε τους δικούς του ανθρώπους. Και αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο παράσημο για τον Γιώργο Φούντα. Ήταν ο τρόπος του για να δείξει πως είναι ένας πραγματικός μάγκας.

«Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι...»

Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 13 Φεβρουαρίου του 1924, γεννήθηκε στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας ο γιος του Ευθύμιου Φούντα και της Αγγελικής Καδδά. Ο Γιώργος. Η οικογένεια είχε άλλα πέντε παιδιά. Τον Παναγιώτη, τη Μαργαρίτα, την Ευφροσύνη, τη Λουκία και τον Σωτήρη. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και γρήγορα η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Αθήνα προκειμένου να αναζητήσει ένα καλύτερο αύριο.

Στην πρωτεύουσα ο Ευθύμιος Φούντας (ο κυρ Θύμιος) άνοιξε ένα γαλατάδικο στου Ψυρρή. Βοηθός του ήταν ο μικρός Γιώργος ο οποίος με το ποδήλατό του πήγαινε τις παραγγελίες που δεχόταν ο πατέρας τους. Όλοι είχαν να λένε για εκείνον τον πιτσιρικά που δε σταματούσε ποτέ να δουλεύει και ήταν συνέχεια με το χαμόγελο στα χείλη.

Όταν η δουλειά τελείωνε ο μικρός Γιώργος, το έριχνε στην μπάλα. Μεγάλη μπαλαδόφατσα. Ξεχώριζε για το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο. Με τα γράμματα δεν το έχει και τόσο. Πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο μπας και καταφέρει να το τελειώσει. Τελικά, με τα χίλια ζόρια καταφέρνει να το τελειώσει αλλά στο μεταξύ έχει ξεχωρίσει για τις αθλητικές του ικανότητες. Θα φτάσει να παίξει μπάλα στην ΑΕΚ αν και ο ίδιος ήταν φανατικός Παναθηναϊκός.

Την ίδια εποχή, ωστόσο, είχε αρχίσει και αναπτυσσόταν μέσα του ένα άλλο... «μικρόβιο». Αυτό της υποκριτικής! Κάθε φορά που άκουγε πως κάπου υπήρχαν δοκιμαστικά έτρεχε αμέσως για να πάρει μέρος, ψάχνοντας τη δική του ευκαιρία. Τελικά, η δική του ευκαιρία του δόθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Το 1943 θα πάρει μέρος στα δοκιμαστικά για την ταινία «Χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Θα πάρει έναν μικρό ρόλο αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η εμπειρία αυτή τον έκανε να θέλει ακόμα περισσότερο να γίνει ηθοποιός και κάπως έτσι μπήκε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Δάσκαλος του Γιώργου Φούντα ήταν ένα ιερό τέρας του χώρου, ο Αιμίλιος Βεάκης.

Στη συνέχεια παίρνει κάποιος μικρούς ρόλους στο θέατρο περιμένοντας να έρθει η δική του ώρα. Και δεν άργησε να έρθει. Το 1951 θα συναντηθεί με τον πατριάρχη του κινηματογράφου Φίνο και από εκεί και πέρα όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Η πορεία του Γιώργου Φούντα μέσα στην επόμενη τετραετία είναι εντυπωσιακή: Παίζει στη «Νεκρή Πολιτεία» με την Ειρήνη Παππά (ταινία που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ των Καννών), το «Πικρό ψωμί» του Γρηγόρη Γρηγορίου και πρωταγωνιστεί στη «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου. Η ταινία που εκτόξευσε τις μετοχές του και άλλαξε επίπεδο στην καριέρα του ήταν η θρυλική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, το 1955! Η ατάκα «Στέλλα, φύγε κρατάω μαχαίρι» παραμένει ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς του παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου.

Κατά τα διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κακογιάννης τον καλεί στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη για να δει τη χημεία τους: «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι», είχε πει ο σκηνοθέτης. Η ίδια η Μελίνα Μερκούρη έγραψε στην αυτοβιογραφία της ότι ήταν «εντυπωσιασμένη από το παίξιμο του συμπρωταγωνιστή» της, που ήταν «καλύτερο από το δικό μου»! Η ταινία κερδίζει τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξένης ταινίας και, πλέον, ο Γιώργος Φούντας είναι ένας σταρ στο εσωτερικό και ένα ανερχόμενο αστέρι για τους ανθρώπους του κινηματογράφου στο εξωτερικό.

Και εκεί να σταματούσε η καριέρα του Γιώργου Φούντα εκείνος θα είχε εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στους καλύτερους.

Πέντε χρόνια μετά από εκείνη την τεράστια επιτυχία, ωστόσο, ο Γιώργος Φούντας κάνει ακόμα μια. Το 1960 θα συναντηθεί ξανά με τη Μερκούρη, αυτή τη φορά στο «Ποτέ την Κυριακή». Τρία χρόνια αργότερα θα φτάσει μια ανάσα από το Όσκαρ ξένης ταινίας με τα εμβληματικά «Κόκκινα Φανάρια». Το Όσκαρ θα χαθεί στο «παρά τσάκ» από το «8 ½» του Φελίνι αλλά ο Φούντας, είναι πλέον, ένας ηθοποιός που κάνει αίσθηση και στο εξωτερικό.

Όταν αρνήθηκε να φορέσει το κοστούμι το Τζέιμς Μποντ

Αρχές του 1967 βρίσκονται σε εξέλιξη τα γυρίσματα της έκτης ταινίας του Τζέιμς Μποντ (Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος). Όλο το επιτελείο βρίσκεται στην Ιαπωνία για τα πρώτα γυρίσματα. Εκεί βρίσκεται και ο Σον Κόνερι ο οποίος θα υποδυθεί για έκτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια τον γοητευτικό Βρετανό μυστικό πράκτορα.

Ή τέλος πάντως όλοι νόμιζαν πως θα τον υποδυθεί. Ο Σον Κόνερι, δηλώνει κουρασμένος και κορεσμένος από τον συγκεκριμένο ρόλο, βρίσκει συνέχεια λάθη και ανακολουθίες, τσακώνεται με τους δυο παραγωγούς της ταινίας και τελικά αποφασίζει (προφανώς για να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα) να ανεβάσει το κασέ του. Σύμφωνα με... κουτσομπολιά της εποχής ο Σον Κόνερι ζήτησε 1 εκατομμύριο λίρες για να παίξει για μια ακόμα φορά τον Τζέιμς Μποντ. Οι παραγωγοί του πρότειναν 250.000 λίρες λιγότερα και κάπως έτσι, εντελώς φυσιολογικά ήρθε το διαζύγιο ανάμεσα στις δυο πλευρές.

Οι φανατικοί οπαδοί του Τζέιμς Μποντ παθαίνουν σοκ και περιμένον να δουν ποιος θα είναι ο επόμενος. Οι άνθρωποι της παραγωγής ψάχνουν μανιασμένα ανάμεσα σε δεκάδες αρρενωπούς, άγριους και όμορφους ηθοποιούς. Καταλήγουν σε μια λίστα που, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, αριθμούσε περίπου 10 ηθοποιούς με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ανάμεσα στα ονόματα υπάρχει και αυτό του Γιώργου Φούντα! Οι παραγωγοί του «Τζέιμς Μποντ» τον είδαν στη «Στέλλα» και αποφάσισαν να έρθουν σε επαφή μαζί του. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν εύκολο και έτσι επικοινώνησαν με τον Φίνο ο οποίος και ανέλαβε το «ψήσιμο» του Φούντα.

Το πρώτο σοκ ήρθε όταν ο Γιώργος Φούντας αρνήθηκε να «πετάξει» στο Λονδίνο για την οντισιόν επειδή φοβόταν τα αεροπλάνα! Ο Φίνος κάνει ότι περνάει από το χέρι του προκειμένου να τον μεταπείσει και τα καταφέρνει. Ο Γιώργος Φούντας μπαίνει στο αεροπλάνο, φτάνει στο Λονδίνο και παίρνει μέρος στη μεγάλη οντισιόν. Το ταλέντο είναι τέτοιο που κερδίζει αμέσως τους παραγωγούς της ταινίας.

Υπάρχει όμως μια διχογνωμία. Κάποιοι θέλουν για τον ρόλο τον σκληρό, αρρενωπό και Μεσογειακό Γιώργο Φούντα και κάποιοι άλλοι θέλουν τον Τζορτζ Ρόμπερτ Λέιζενμπι τον Αυστραλό ηθοποιό που ήταν πρώην μοντέλο. Η τελική μάχη για τον ρόλο θα δινόταν ανάμεσα στους δυο. Ο Γιώργος Φούντας, ωστόσο, τους βγάζει από τη δύσκολη θέση. Δεν ένιωθε καθόλου καλά με την όλη διαδικασία, τους λέει πως δεν πρόκειται να μάθει τόσο καλά αγγλικά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τους ευχαριστεί για την ευκαιρία που του έδωσαν, φοράει το καπελάκι του και μπαίνει στο αεροπλάνο της επιστροφής στην Αθήνα, αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό.

«Την καριέρα μου την κατέκτησα, δε με κατέκτησε! Ήθελα να νιώθω ελεύθερος, να ζω τη ζωή μου στον τόπο μου. Και όχι δε μετανιώνω. Αυτό αγάπησε ο κόσμος σε μένα, αυτό που ήμουν» είχε πει ο ίδιος χρόνια αργότερα.

Το 1966 και το 1967 ο Φούντας θα τιμηθεί με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στις ταινίες «Με τη Λάμψη στα Μάτια» και «Πυρετός στην Άσφαλτο», αντίστοιχα.

Ο Γιώργος Φούντας ήταν τόσο μεγάλος σταρ εκείνη την περίοδο που μπορούσε με μεγάλη άνεση να πουλήσει και λίγο.... τρελίτσα, όπως εκείνο το καλοκαίρι του 1967, λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας, όταν  σε κάποια μεταμεσονύκτια γυρίσματα της ταινίας «Πυρετός στην άσφαλτο», όπου υποδυόταν έναν αρχιφύλακα της Άμεσης Δράσης, συνάντησε την αυτοκινητοπομπή του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ο βασιλιάς βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο και πλησίασε το σημείο των γυρισμάτων προκειμένου να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για την ταινία και τη δουλειά ηθοποιών και τεχνικών. Τότε ο Φούντας τον πλησίασε και του άπλωσε το χέρι του, του έκανε μια δυνατή χειραψία και του είπε: «Γεια σου, Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;»

Οι δυο τους συζήτησαν για αρκετή ώρα και όταν ο Κωνσταντίνος έφυγε ο σοκαρισμένος σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος πλησίασε τον Φούντα και τον ρώτησε: «Αλήθεια, βρε Γιώργο, είσαστε γνωστοί με τον βασιλιά»; «Όχι, πρώτη φορά τον είδα από κοντά», του απάντησε εκείνος. «Και πώς τον είπες Κώτσο;», αναρωτήθηκε ο (ακόμα πιο έκπληκτος από πριν) Δημόπουλος. «Πώς να τον πω; Εμείς στο χωριό τους Κωνσταντίνους, Κώτσους τους φωνάζουμε» του απάντησε ο Γιώργος Φούντας!

Την επταετία της χούντας θα αποδείξει για ακόμα μια φορά πόσο μάγκας ήταν καθώς αποφασίζει συνειδητά να απέχει. Κάνει μόνο πέντε ταινίες (συνολικά στην καριέρα έκανε πάνω από 60) και αυτό για βιοποριστικούς λόγους. Λίγο πριν την πτώση της χούντας έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση στη σειρά «Κατοχή». Τη διετία 1975-1976 έκανε την καλύτερη παρουσία του στη μικρή οθόνη στη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Τελευταία του δουλειά του Φούντα στην τηλεόραση ήταν το 1993 στη σειρά «Γόβα στιλέτο».

Ο Γιώργος Φούντας παντρεύτηκε δύο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν μοδίστρα, η Ελένη Επισκόπου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η δεύτερη φορά ήταν με τη Χρυσούλα Ζώκα, μία από τις σπουδαιότερες χορεύτριες του ελληνικού θεάτρου. Μαζί έζησαν πάνω από μισό αιώνα και απέκτησαν έναν γιο. Ο Γιώργος Φούντας πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 2010, έχοντας ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του νικημένος από το Αλτσχάιμερ.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA