Από τετραετία σε τετραετία, η προεδρική καρέκλα στις εκλογές των ΗΠΑ κρίνεται σε μονοψήφια ποσοστά, επί δεκαετίες, κυρίως λόγω της σύστασης των ψηφοφόρων που μεταναστεύουν στη βάση της χρησιμοθηρικής κάλπης.
Μία πικρή υπενθύμιση του πόσο κοντινά είναι σε περιεχόμενο τα προγράμματα Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων.
Φέτος παρατηρείται μία ενδιαφέρουσα δυναμική στην προσέγγιση της εκλογικής βάσης, που βαραίνει δυσανάλογα τη Δημοκρατική εκστρατεία.
Με την ανάδυση του Παλαιστινιακού στην επικαιρότητα, και το Free Palestine να ακούγεται μέχρι και ως «απολιτίκ» σλόγκαν στις ΗΠΑ, η μεριά της Κάμαλα Χάρις έχει να αντιμετωπίσει μία αναπόδραστη αλήθεια:
Η διακυβέρνηση Μπάιντεν διέβλεψε τη μαζικότερη, σε απόλυτους αριθμούς, γενοκτονική καμπάνια κατά των Παλαιστινίων από το 1947 και τη Νάκμπα, αθροιστικά μεγαλύτερη από τα αντίποινα που ακολούθησαν την πρώτη και δεύτερη Ιντιφάντα.
Η Κάμαλα Χάρις είχε μία ανισόρροπη μάχη να δώσει εξ' αρχής, ούσα υπόλογη στα πολυεθνικά λόμπι, να διατηρήσει μία φιλελεύθερη (με την κυριολεκτική έννοια) βιτρίνα, ταυτόχρονα συνεχίζοντας τη χρηματοδότηση των κατά μικρό ποσοστό αμυντικών, κατά συντριπτικό ποσοστό επιθετικών, εξόδων του Ισραήλ.
Όπως και στο εκλογικό θρίλερ του 2020, όταν μεγάλο μέρος της Δημοκρατικής φόρας βασίστηκε στους εκλογείς του «μικρότερου κακού», έτσι και σήμερα οι φίλαθλοί τους θέλουν να γνωρίζουμε πόσο περισσότερο κακό θα έκανε μία διακυβέρνηση Τραμπ, όχι απλά για τη δεδομένη κατάλυση κοινωνικών κεκτημένων, αλλά για μία στα χαρτιά ακόμα, επίταση της κρίσης στην Παλαιστίνη.
Από την άλλη, μεγάλος αριθμός «αγανακτισμένων» αριστερών προστίθενται στα ψηφοδέλτια των Πρασίνων και της θρυμματισμένης Σοσιαλιστικής Αριστεράς, σε μία ηθική αλλά πολιτικά αμελητέα «άρνηση».
Και σε αυτό πρέπει να σταθούμε πεισματικά, ότι μείζων λόγος που η Κάμαλα Χάρις κινδυνεύει να χάσει στις λεπτομέρειες, είναι τα «χάδια» στην κυβέρνηση του Τελ Αβίβ, απέχοντας από μία ευθεία καταδίκη. Η λογική του μικρότερου κακού έχει απογυμνωθεί, για ένα μικρό αλλά ενδεχομένως αποφασιστικό μέρος της εκλογικής βάσης.
Προ δεκαπενθήμερου στον τοίχο του Twitter, πέρασε από μπροστά μου για λίγο μία άσημη, τυχαία κυρία που μιλούσε θυμωμένα στην κάμερα του κινητού της, μέσα από το σεντάν της, για να πετάξει ένα ρητό που αντηχεί στους αιώνες.
«Τα μικρότερα κακά του σήμερα είναι τα εγκλήματα πολέμου του χθες».
Το 1993, ο πρόεδρος Κλίντον φιλοξένησε την υπογραφή των συμφώνων του Όσλο, παρουσία του Γιασέρ Αραφάτ και του τότε Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν.
Ο Ρεπουμπλικάνος προκάτοχός του, ο Τζορτζ Χ.Γ. Μπους (ο πρεσβύτερος), εξάσκησε το 1991, το «ακροαριστερό» σήμερα μέτρο της παρακράτησης των καθιερωμένων δανείων προς το Ισραήλ, έως ότου το σιωνιστικό καθεστώς παρείχε ικανές εγγυήσεις για τερματισμό ενεργών συγκρούσεων, και χρήσης των πόρων για αμυντικούς σκοπούς.
Σήμερα, μία τέτοια κίνηση θα θεωρείτο από το State Dept. κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος του σιωνιστικού μορφώματος στην «αυτοάμυνα», μέσω του άνω των 3 δισεκ. δολαρίων «πακέτου» που απολαμβάνει κάθε χρόνο.
Από τότε που αμφότερες κυβερνήσεις έκαναν το ελάχιστο δυνατό για να μείνουν οι προσχηματικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, έχουμε δει, χρόνο με τον χρόνο, μόνο κλιμάκωση στις τερατωδίες.
Χρόνο με τον χρόνο, κι άλλες εγγυήσεις ότι αυτό που θεωρείται εκάστοτε ηθική επιλογή, θα αποτρέψει άλλα έκτροπα.
Αυτό που συμβαίνει, είναι ότι τα έκτροπα που δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν σήμερα, υποθηκεύτηκαν στο αύριο.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.