Μενού
mati-fotia
Eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Για μία ακόμα μέρα οι μάρτυρες στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι αναγκάστηκαν να ανασύρουν από τις μνήμες τους όσα φρικτά έζησαν στην κόλαση της φωτιάς. Ανάμεσα σ' αυτούς και η Ελένη Παπαποστόλου, η οποία πάλευε με τους γονείς της για να γλιτώσουν από την φονική πυρκαγιά κι έτρεξαν στη θάλασσα. Εμειναν περίπου 4 ώρες, όμως ο ιερέας πατέρας της δεν τα κατάφερε. Αφησε τη τελευταία του πνοή στο νερό έχοντας πρώτα σηκώσει τα χέρια του στον ουρανό για να ζητήσει συγχώρεση. Η μάρτυρας και η μητέρα της έδεσαν τη σορό με τα σώματά τους ώστε να καταφέρουν να βγουν στο λιμάνι της Ραφήνας.

«Παραθερίζαμε στο Μάτι. Ακούστηκε ότι είμαστε καταπατητές. Για μένα έχει σημασία, σαν να μας προσβάλλουν. Κλείνουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Ο προπάππους μου είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο εκεί με συμβόλαια. Ολα νόμιμα» είπε ξεκινώντας την κατάθεσή της η κυρία Παπαποστόλου η οποία περιέγραψε στη συνέχεια τις προσπάθειες που έκανε μαζί με τους γονείς της να φύγουν από την περιοχή με το αυτοκίνητο, χωρίς όμως να τα καταφέρουν αφού οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι: «Πάρκαρα, αφήσαμε όλα τα προσωπικά μας αντικείμενα. Σκοπός ήταν να βρεθούμε στη παραλία. Είχε πολύ μεγάλο θερμικό φορτίο. Ένα μπαρ ρεστοράν είχε αρχίσει να πιάνει φωτιά. Μόνη μου έννοια ήταν οι γονείς. Ήταν σαν κόλαση.

Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, κατάλαβε. Ενας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα τη κίνηση να του κλείσω τα μάτια.

Βρήκαμε δίοδο και φτάσαμε στη θάλασσα. Πήγαμε και καθίσαμε σε ένα ύφαλο. Ο πατέρας μου ήταν ψύχραιμος, ήταν πάντα ένας βράχος. Λέγαμε δίπλα είναι το λιμάνι της Ραφήνας, δεν πανικοβληθήκαμε. Λέγαμε κάποιος θα έρθει. Οι καπνοί γίνονταν πιο έντονοι. Φωνάζαμε για βοήθεια αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις, λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Μετά τα πάντα σκοτείνιασαν, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Δε ξέραμε πού βρισκόμασταν.  Η θάλασσα αγρίεψε, μεγάλη θαλασσοταραχή. Πάρα πολύς αέρας, πάρα πολλά κύματα. Πάρα πολύς καπνός. Φωνάζαμε βοήθεια, η μάνα μου ήταν με τον πατέρα μου γαντζωμένη. Ήμασταν στο έλεος.

Δεν χωριστήκαμε καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό να παλεύουμε. Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, κατάλαβε. Ενας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα τη κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της είπα να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πώς βρήκε τη δύναμη; Μου είπε "συνέχισε". Δεν θα τον αφήναμε... Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά και πατέρας στη μέση. "Μαμά ένας νεκρός" είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε "παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου". Κρύωνε. Της είπα "αν σε αφήσω θα πνιγώ". Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας. (...).

Φτάσαμε κοντά σε μια βάρκα. Να είναι καλά οι άνθρωποι αυτοί και έτσι μπόρεσαν κάποιοι να σωθούν. Η "Αγία Άννα" το καΐκι μας έσωσε. Εποχιακοί ψαράδες, αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα. Σηκώσανε το πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματά μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό. Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει. Δεν μπορούσε να γίνει η παραλαβή, ο καπετάνιος ήθελε να φύγει κινδύνευαν και άλλοι. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αγροτικό...

Το κράτος πού ήταν δεν ξέρω... Δεν μπόρεσα να αποχαιρετίσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε - έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια το πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; "Δώστε τον μας να τον θάψουμε" τους λέγανε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε. Ο αδελφός μου έδωσε dna. Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν το συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στη κρίση σας».

Είδα τον άντρα μου 85% εξωτερικά και 25% εσωτερικά εγκαύματα

Η Μαρία Τσέκου έχασε τον σύζυγό της. Η ίδια και τα παιδιά τους αποφάσισαν να φύγουν από το Μάτι όμως εκείνος έμεινε πίσω για να βοηθήσει ένα γείτονά του με κινητικά προβλήματα. «Ήμασταν στο σπίτι, είδαμε κάπνα από μακριά.  Αποφασίσαμε να φύγουμε, λόγω της κάπνας με το σύζυγό μου. Να συναντηθούμε στη Ραφήνα. Εγώ με την κόρη μας και πίσω μας έρχονταν ο σύζυγος. (…) Στη διαδρομή τον παίρναμε τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε... Μάθαμε ότι τον πήγαν στον  «Ευαγγελισμό». Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά. Πήγαμε. Τι να σας πω τώρα; Ήταν καμένος. Μάθαμε από μια γειτόνισσα ότι είχε βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά μας και τη γυναίκα του. 20 ημέρες νοσηλεύτηκε. Δε μπορώ αυτή την ημέρα να τη ξεχάσω όσο ζω».

Η κόρη του θύματος Χρυσάνθη Τσέκου ανέφερε: «Μια ζωή θα μας κυριεύει αυτό το "γιατί". Γιατί να μην γίνει μια εκκένωση, γιατί δεν υπήρξε ενημέρωση. Ο γιος του θύματος Γιώργος Τσέκος κατέθεσε πως: «Ο προβληματισμός μου είναι ότι ίδια μέρα ίδιο χρόνο ίδιες συνθήκες με τη Κινέτα και εκεί λειτούργησαν τόσο καλά. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη όντως με τον αέρα. Αλλά σε μια περιοχή δίπλα στην Αθήνα δεν πέρασε κάποιος να ενημερώσει;».

Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Εμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα.

Ο κ. Εμμανουήλ Πατελάρος, έχασε τη μητέρα του στο Μάτι: «Είδα στις ειδήσεις ότι είχε πιάσει φωτιά στη περιοχή. Δεν έδωσα σημασία. Κατά τις 5 και πήρα τη μητέρα μου και μου λέει γεμάτη αγωνία ότι «έχει πολύ καπνό και δε ξέρω τι να κάνω». Της είπα να κατέβει υπόγειο να κλείσει και τα μάτια. Στις 6 ξαναπήρα δεν απαντούσε. Θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν ακούει κάτι σειρήνες, περιπολικά. Όχι μου απάντησε. Ψάχναμε να τη βρούμε. Δώσαμε dna και ταυτοποιήθηκε. Η σορός της είχε βρεθεί απανθρακωμένη δυο δρόμους πιο πέρα».

Τη μητέρα της έχασε και η κυρία Κασσιανή Πολίτου: «Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκεί. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Εμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ωρες μετά βρέθηκε στο «Σισμανόγλειο». Στις 11 το βράδυ το έμαθα. Στις 7 το απόγευμα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πώς έγινε όλο αυτό». Μάλιστα ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στην μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».

Η Ιλόνα Σαρίεβα έχασε επίσης τη μητέρα της ηλικίας 56 ετών. «Είχε πάει στο Κόκκινο λιμανάκι για μπάνιο. Δεν έμενε εκεί. Μια φίλη της είχε εξοχικό εκεί. Πήρε το αμάξι για να φύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το άφησε. Πήγε προς τη θάλασσα. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια» είπε η μάρτυρας.

«Ακόμα δεν είμαι καλά...»

Ο κ. Μιχαήλ Σκαραμαγκάς, έχασε και τους δυο γονείς του: «Βρέθηκα σε ένα πόλεμο. Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δε φταίγανε. Μέχρι και το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης. Βρήκα τον πατέρα μου να σκάβει το χώμα να κάνει λαγούμι να κρυφτεί. 200 μέτρα από τη Μαραθώνος ήταν το σπίτι μας. Δυο ημέρες μετά τους βρήκανε με τη μητέρα μου. Όταν πήγα στο σπίτι να τους βρω είδα μια άλλη γυναίκα να καίγεται. Έπαθα σοκ. Πάνω στη Μαραθώνος δεν υπήρχε κλαδάκι καμένο, γιατί την κλείσανε; Είδα μετά τη γυναίκα να την έχουν σκεπάσει με τα σεντόνια. Ενα ύφασμα δεν είχε καεί και είχε μείνει στην άκρη. Κάτι τέτοια φόραγε και η μάνα μου σκέφτηκα. Κρύψανε πολλά έμαθα, ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα, και όταν τους ανασύρανε μετά μένανε κόκκαλα. Ο πατέρας μου ήταν 2 μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια... Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη εγώ δεν είμαι καλά...».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA