Μενού
  • Α-
  • Α+

Η μελοποίηση του «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Ο σπουδαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης που έφυγε από τη ζωή το πρωί της Πέμπτης, 2 Σεπτεμβρίου, άρχισε και σχεδόν ολοκλήρωσε το «Άξιον Εστί» το 1960 και η πρώτη του εκτέλεση έγινε το 1964. Το ποίημα γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη και κυκλοφόρησε το 1959. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναφερθεί στη στιγμή που ο Οδυσσέας Ελύτης τον πλησίασε, μία συνάντηση που σήμανε την αρχή της μοναδικής αυτής συνεργασίας. Ο ίδιος είχε μοιραστεί στιγμές από τη ζωή του και οι σημειώσεις του ίδιου για τα έργα που συνέθεσε μάς ταξιδεύουν.

Διαβάστε ακόμη: Μίκης Θεοδωράκης: Το τελευταίο βίντεο λίγες ημέρες προτού πεθάνει

Όπως παρατίθενται στο mikistheodorakis.gr, από όσα έγραψε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, αποκάλυψε πώς γεννήθηκε το «Άξιον Εστί». «Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο Παλλάς, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον Επιτάφιο, πρόσθεσε: Τελείωσα το Άξιον Εστί, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει… Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα».

«Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω (...). Στίχοι όπως το Ένα το Χελιδόνι, Της αγάπης Αίματα, Ανοίγω το Στόμα μου, Ναοί στο σχήμα τ'Ουρανού… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική».

«Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα: Το ένα ήραν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη».

«Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε…». «Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθηστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου… Ήταν κυρίως, θα΄λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιό θα ήταν το επόμενο έργο μου».

«Όταν από δικής μου πλευράς όλα ήταν έτοιμα -περί το τέλος του 1963- μίλησα στην Εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την Εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο (...). Έτσι, σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η Εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ έγινε το πιο εμπορικό από όλα μου τα έργα. Όχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA