Θεωρούνται συνώνυμα του φόβου, του ξαφνιάσματος, που ανεβάζει την αδρεναλίνη και προκαλεί ανεξέλεγκτη σωματική αντίδραση. Εξ ου και το όνομά τους: jump scare, μικρές κινηματογραφικές εκπλήξεις τρόμου, που σε κάνουν να πετάγεσαι από την καρέκλα.
Παλιά, σχεδόν όσο το ίδιο το σινεμά τρόμου, άλλοτε απολαυστικά τρομακτικά κι άλλοτε απανωτά κι αχρείαστα, τα jump scare απευθύνονται στον πιο πρωτόγονο εαυτό μας. Ακριβώς τη στιγμή, που μέσα στο σκοτάδι μιας κινηματογραφικής αίθουσας, έχεις ξεχάσει τον κόσμο γύρω σου, ένας ξαφνικός δυνατός ήχος, μια μουσική κορύφωση και μια απρόσμενη εικόνα κάνουν την καρδιά σου να χτυπά πιο γρήγορα.
Το ξέρεις πως δεν απειλείσαι, αλλά τι σημασία έχει; Αν αγαπάς τις ταινίες τρόμου, δεν υπάρχει τίποτα πιο απολαυστικό από ένα κλασικό jump scare, που σε «ακολουθεί» και μετά τους τίτλους τέλους.
Το πρώτο jump scare της ιστορίας
Η παρουσία τους στο σινεμά χρονολογείται από την εμφάνιση των πρώτων ασπρόμαυρων ταινιών τρόμου, όμως η εκτέλεσή τους άλλαξε ριζικά στο πέρασμα των δεκαετιών.
Τα πρώτα χρόνια, όταν ο φόβος του θεατή χτιζόταν σταδιακά από την ιστορία και την υποβλητική ατμόσφαιρα, εμφανίζονταν αραιά, διακριτικά, αλλά αποτελεσματικά. Ήδη από τον «Φρανκενστάιν» του 1931 κι από το «Φάντασμα της Όπερας» του 1925, βλέπουμε τις πρώτες προσπάθειες στο είδος, όμως αυτό που θεωρείται το πρώτο κλασικό -με βάση και τα σημερινά δεδομένα- jump scare εμφανίζεται στην ταινία «Cat people» του 1942.
Η πρωταγωνίστρια περπατάει σε ένα σκοτεινό κι έρημο δρομάκι, όταν καταλαβαίνει πως κάποιος την ακολουθεί. Πανικοβάλλεται, αρχίζει να τρέχει, κι ακριβώς τη στιγμή που η αγωνία έχει κορυφωθεί, ένας δυνατός ήχος κόβει την ανάσα κι ένα -αθώο- λεωφορείο σταματάει απότομα μπροστά της.
Η σκηνή θεωρείται πρόγονος όλων των σύγχρονων jump scare, ενώ διαμόρφωσε μια κατηγορία, που αργότερα ονομάστηκε «Λεωφορείο Λιούτον» από το όνομα του παραγωγού της ταινίας, Βαλ Λιούτον. Πρόκειται για το jump scare που ναι μεν τρομάζει τους θεατές, όμως ουσιαστικά τους ξεγελάει, διότι δεν αντιστοιχεί σε απειλή, αλλά σε κάτι απολύτως αθώο, όπως π.χ. μια γάτα, που πετάγεται από τα σκουπίδια.
Από τον Χίτσκοκ στον Πολάνσκι
Όσο κι αν σήμερα θεωρείται εμβληματική, η σκηνή του λεωφορείου στο Cat People, δεν έγινε τάση στην εποχή της. Αραιές παρέμειναν οι εμφανίσεις των jump scare στον κινηματογράφο του ‘50, φτάνοντας όμως στη δεκαετία του ‘60 ο τρόμος συνδέθηκε αμετάκλητα με τον δεξιοτέχνη του σασπένς, Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ο Χίτσκοκ τελειοποίησε την τεχνική του jump scare, οδηγώντας τη στην πιο σύγχρονη εκδοχή της. Παράλληλα, χάρισε στο σινεμά εμβληματικές σκηνές όπως η δολοφονία στο μπάνιο στο «Ψυχώ» (1960). Για πρώτη φορά, η μουσική συνδέθηκε απόλυτα με τον τρόμο και το σοκ της σκηνής, που κατά την πρώτη προβολή της έκανε τους θεατές να ουρλιάζουν μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τα βήματα του Χίτσκοκ προσπάθησαν να ακολουθήσουν πολλοί κινηματογραφιστές, ενώ τα jump scare άρχισαν να κάνουν εντονότερη την εμφάνισή τους. Το διασημότερο, όμως, κλασικό jump scare της εποχής εντοπίζεται στην ταινία «Αποστροφή» του Ρομάν Πολάνσκι το 1965, όταν η Κατρίν Ντενέβ ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας για να διαλέξει φόρεμα.
Η σκηνή ουσιαστικά συστήνει στο κοινό και στους κινηματογραφιστές την τεχνική της αποκάλυψης μέσα στον καθρέφτη, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως τις επόμενες δεκαετίες σε διάσημες ταινίες τρόμου, αλλά βεβαίως και στις παρωδίες τους.
Το χέρι στην Κάρι
Στα ‘70s, τα jump scare εξελίσσονται σε απαραίτητο «εργαλείο» των κινηματογραφιστών ταινιών τρόμου, είτε πρόκειται για τον «Εξορκιστή» του 1973, είτε για τα «Σαγόνια του Καρχαρία» (1975) του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Όμως, η σκηνή, που ανοίγει μια νέα εποχή στο είδος του jump scare εμφανίζεται στην «Κάρι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1976). Ύστερα από ένα λουτρό αίματος, όλα έχουν ηρεμήσει, η πρωταγωνίστρια ζει κι αφήνει λουλούδια στον τάφο της Κάρι, οι τίτλοι τέλους είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν κι οι θεατές λογικά μαζεύουν τα πράγματα τους, όταν... ένα ματωμένο χέρι βγαίνει μέσα από τον τάφο!
Το φινάλε της Κάρι, ουσιαστικά εξέλιξε τα jump scare σε μια mainstream κινηματογραφική τεχνική, που αξιοποιήθηκε την επόμενη δεκαετία από πολλούς σκηνοθέτες, ενώ κάτι αντίστοιχο με το τέλος της Κάρι, επαναλήφθηκε το 1980 στο -κατά τα φαινόμενα- γαλήνιο φινάλε μιας άλλης πολύ διάσημης ταινίας, του «Παρασκευή και 13».
Η κατάχρηση και μετατροπή σε φτηνό τρικ
Οι πολύ δημοφιλείς ταινίες της εποχής (που εξελίχθηκαν σε σειρές κινηματογραφικών παραγωγών) όπως «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (1974), «Χαλογουίν» (1978), «Παρασκευή και 13» (1980), «Εφιάλτης στον Δρόμο με τις Λεύκες» (1984), «Η Κούκλα του Σατανά» (1988) και βέβαια το «Scream» (1993) εδραίωσαν τη θέση των jump scare στην ποπ κουλτούρα, τα εξέλιξαν και τα ανέπτυξαν σε διάφορες φόρμες.
Η πολύ συχνή χρήση τους όμως, ειδικά σε φιλμ όπως «Η Έβδομη Πύλη της Κολάσεως» (1981) και «Evil Dead II» (1987), που θεωρούνται ότι περιλαμβάνουν τα περισσότερα jump scare της δεκαετίας τους (έχουν καταμετρηθεί 27 σε κάθε μια) άρχισε να δημιουργεί ένα στερεότυπο ανούσιο έως ενοχλητικό.
Η αλλαγή χιλιετίας βρήκε τα jump scare σε μεγάλη φόρμα, με ταινίες, όπως οι συνέχειες του «Scream», τα «Ξέρω τι Έκανες Πέρσι το Καλοκαίρι» και «Βλέπω τον Θάνατό Σου» (όπου συνήθως μια ομάδα εφήβων κινδυνεύει από συχνά μασκοφόρους δολοφόνους), να οδηγούν την τεχνική του «τρομάγματος που σε πετάει από την καρέκλα» στα ύψη.
Οι κινηματογραφιστές της εποχής χρησιμοποίησαν με μαεστρία κάθε είδους τρικ, που θα έπιανε το κοινό απροετοίμαστο, θα το έκανε να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Άλλοτε πετυχημένα, όπως στο cult πια «Scream» κι άλλοτε βιαστικά, στο πνεύμα του γενικού fast and furious των καιρών.
Πλην όμως, η γοητεία των παλιών εποχών, όπου ο τρόμος κλιμακώνεται σταδιακά στην ατμόσφαιρα και φτάνει ένα -αλλά καλό- jump scare για να σφίγγεται η καρδιά σου κάθε φορά που ανοίγεις ντουλάπα με καθρέφτη, είχε πλέον υποχωρήσει.
Για πολλά χρόνια και από πολλούς, σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως μια διασκεδαστική έκπληξη τρόμου, αλλά ως ένα ασφαλές εργαλείο επαναλαμβανόμενης πρόκλησης σοκ σε ταινίες που ήθελαν να τρομάξουν τους θεατές χωρίς να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια (με το ρεκόρ να ανήκει στην ταινία «Οι φωνές των νεκρών 2» του 2013, στην οποία έχουν καταμετρηθεί 32!). Τα jump scare κρίθηκαν και κατακρίθηκαν ως ένα φτηνό κόλπο που τελικά δεν διασκεδάζει, αλλά περισσότερο ενοχλεί.
Η νέα εποχή των jump scare
Η κατάχρηση τους έπληξε τη φήμη τους, όχι όμως και την ύπαρξη τους. Από το 2010 μέχρι σήμερα, ταινίες τρόμου που αγαπήθηκαν από το κοινό όπως «Η Διαδοχή» (2018), «Η Μάγισσα» (2015), «Τρέξε!» (2017) κρίθηκαν θετικά, γιατί απέφυγαν την κατάχρηση jump scare, όμως η αλήθεια είναι πως τα αξιοποίησαν με πολλούς τρόπους. Τους έδωσαν μεγαλύτερο αφηγηματικό βάρος, ξεφεύγοντας από το απλό παιχνίδι με τον θεατή για το πότε θα «σκάσει» το επόμενο. Στη «Διαδοχή», για παράδειγμα, τα jump scare είναι αρκετά κι αποτελεσματικά, ικανά να σε στοιχειώνουν για καιρό μετά τους τίτλους τέλους.
Πολλά άλλα παραδείγματα βρίσκουμε στο έργο του Τζέιμς Γουάν, μάστερ του σύγχρονου τρόμου και σκηνοθέτη ταινιών όπως τα «Σε Βλέπω», «Το Κάλεσμα», «Άναμπελ» και «Παγιδευμένη Ψυχή», ο οποίος έχει δημιουργήσει κάποια από τα πιο αξέχαστα jump scare της ιστορίας, επαναφέροντας στο είδος τη χαμένη αίγλη του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια νέα ώθηση τους έχει δώσει ο Μάικ Φλάναγκαν, με τις σειρές τρόμου που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια στο Netflix. Από τον Οκτώβριο του 2022, μάλιστα, έχει κατακτήσει και το ρεκόρ των περισσότερων jump scare (21) σε ένα επεισόδιο, με το «The Midnight Club».
Η ιστορία φανερώνει ότι -και- στην περίπτωση των jump scare, η επιτυχία κρύβεται στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα. Όχι στο σοκ για το σοκ, ναι στη στιγμή, που γράφεται στη μνήμη. Κι αν χρησιμοποιηθούν με φειδώ και φαντασία, μπορούν να δημιουργήσουν εμβληματικές στιγμές κινηματογραφικής τέχνης με απήχηση διαρκείας.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.