Μενού
food
  • Α-
  • Α+

Αυτό είναι το συμπέρασμα έρευνας του Harvard Business Review, που προτείνει διάφορες στρατηγικές με τις οποίες οι εταιρείες μπορούν να «μετρήσουν» πόσο βιώσιμες είναι, βελτιώνοντας την περιβαλλοντική ιχνηλασιμότητα, δηλαδή την ικανότητα παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός προϊόντος κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Η έρευνα του HBR πραγματοποιήθηκε μεταξύ 101 εταιρειών διαφόρων μεγεθών σε μια σειρά υποτομείς του κλάδου τροφίμων και ποτών στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η έρευνα διαπίστωσε ότι το 79% των εταιρειών τροφίμων στη χώρα έχουν αντιμετωπίσει την πρόκληση της μέτρησης και του reporting της περιβαλλοντικής τους απόδοσης σε διάφορα μέρη της εφοδιαστικής αλυσίδας, από τους καλλιεργητές και τους παραγωγούς μέχρι τους χονδρεμπόρους και λιανοπωλητές, αλλά και τους τελικούς καταναλωτές.

Για παράδειγμα, οι εταιρείες δυσκολεύονται να λάβουν δεδομένα σχετικά με τις εκπομπές άνθρακα που σχετίζονται με υλικά ή την μεταφορά και διανομή ή επεξεργασία προϊόντων διατροφής. Για όσους πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις περιβαλλοντικών δεδομένων διαφορετικών ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων πελατών όπως λιανοπωλητές, εστιατόρια, άλλους κατασκευαστές τροφίμων και επενδυτές, καθώς και ρυθμιστικές αρχές και φορείς καθορισμού προτύπων, η σύγκρουση μεταξύ των αντικρουόμενων στοιχείων που προκύπτει είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Οι Βρετανοί μεταποιητές στη βιομηχανία των πουλερικών δήλωσαν στα πλαίσια της έρευνας ότι ξοδεύουν μεταξύ 100 και 345 ανθρωποημέρες το χρόνο εισάγοντας παρόμοια περιβαλλοντικά δεδομένα σε διαφορετικές μορφές μέσω ψηφιακών πλατφορμών ή email για διαφορετικούς ενδιαφερόμενους.

Επισημαίνεται ακόμα, πως η ιχνηλασιμότητα μπορεί να βελτιώσει τόσο τη διαφάνεια όσο και την αποτελεσματικότητα του περιβαλλοντικού reporting παρακολουθώντας τον αντίκτυπο ενός προϊόντος διατροφής σε όλη την διαδικασία παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής και αυτοματοποιώντας την ανταλλαγή περιβαλλοντικών δεδομένων μεταξύ εταιρειών που χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες. Αυτό μπορεί με τη σειρά του να βοηθήσει τις εταιρείες τροφίμων να μειώσουν το κόστος τους, αυξάνοντας παράλληλα τα οφέλη από τη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης.

Με βάση μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση του περιβαλλοντολογικού reporting, το HBR συνιστά τέσσερις στρατηγικές που μπορούν να υιοθετήσουν οι εταιρείες για να αυξήσουν την περιβαλλοντική ιχνηλασιμότητα και ως εκ τούτου την επιχειρηματική αξία της υψηλής περιβαλλοντικής απόδοσης.

Τυποποίηση

Οι ερευνητές του Harvard επισημαίνουν πως η τυποποίηση των περιβαλλοντικών μετρήσεων επιτρέπει στις εταιρείες τροφίμων να μετρούν με ακρίβεια την απόδοσή τους. Καθώς όμως υπάρχουν πολλά διαφορετικά περιβαλλοντικά πρότυπα και διαφορετικές εταιρείες επιλέγουν διαφορετικά πρότυπα, είναι δύσκολο να συγκριθούν περιβαλλοντικές επιδόσεις σε όλες τις εταιρείες τροφίμων. Ωστόσο έχουν αναπτυχθεί τυποποιημένες περιβαλλοντικές μετρήσεις με εναρμονισμένες παραδοχές, αρχές και πλαίσια για την αυστηρή μέτρηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των εταιρειών τροφίμων όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, τους ρύπους, την χρήση νερού, αποδοτικότητα υλικών και απόβλητα. Οι βρετανικές αρμόδιες αρχές διερευνούν νέες στρατηγικές για να χρησιμοποιήσουν αυτές τις μετρήσεις για να παρέχουν ένα αξιόπιστο σχέδιο για τις εταιρείες τροφίμων έτσι ώστε να επιδείξουν υψηλές περιβαλλοντικές επιδόσεις, όπως αυτές που περιγράφονται στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.

Αυτοματοποίηση

Η αυτοματοποίηση της ανταλλαγής περιβαλλοντικών δεδομένων μεταξύ διαφορετικών εταιρειών τροφίμων θα βοηθούσε επίσης, εκτιμούν οι ερευνητές.

Με βάση τυποποιημένες περιβαλλοντικές μετρήσεις, τα δεδομένα μπορούν στη συνέχεια να αναπαρασταθούν σε μια ενοποιημένη γλώσσα περιγραφής δεδομένων, όπως η XML. Το παραπάνω επιτρέπει στις εταιρείες τροφίμων να εισάγουν δεδομένα μόνο μία φορά και να μοιράζονται αυτά τα δεδομένα αυτόματα μέσω ψηφιακών πλατφορμών.

Με ένα διαφορετικό τρόπο από την προσέγγιση της χειροκίνητης ανταλλαγής δεδομένων, η αυτοματοποίηση της μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις τροφίμων να μειώσουν τον χρόνο και το κόστος για την κοινή χρήση δεδομένων. Όταν μια εταιρεία τροφίμων μοιράζεται τα δεδομένα της με ένα τυποποιημένο σχήμα XML, τα δεδομένα θα μεταφραστούν σε μια μορφή που μπορεί εύκολα να αναδομηθεί χρησιμοποιώντας το ίδιο σχήμα XML.

Έτσι, ένα σύνολο δεδομένων σε μορφή XML μπορεί να καλύψει τις διάφορες ανάγκες διαφορετικών ενδιαφερομένων. Καθώς αυτός ο τρόπος κοινής χρήσης δεδομένων δεν απαιτεί μια κεντρική πλατφόρμα δεδομένων για τη φιλοξενία τους, οι εταιρείες τροφίμων θα έχουν επίσης μεγαλύτερο έλεγχο της ιδιοκτησίας και της εμπιστευτικότητας των δεδομένων τους.

Συστημικές αλλαγές

Η HBR συστήνει στις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τα υπάρχοντα δίκτυα συστημάτων τροφίμων για να μπορέσουν να αλληλοβοηθηθούν στην αξιοποίηση της επιχειρηματικής αξίας από την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

Οι έμποροι λιανικής και οι μεγάλοι παραγωγοί τροφίμων συχνά λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις αναζητώντας περιβαλλοντικά δεδομένα και οδηγώντας τελικά σε ασυνεπείς μορφές, οι οποίες με τη σειρά τους αποθαρρύνουν τους προμηθευτές τους να μοιράζονται data. Oι ερευνητές τονίζουν πως εάν οι εταιρείες τροφίμων ακολουθούσαν μια συλλογική προσέγγιση και υιοθετούσαν μια τυποποιημένη μορφή για τα περιβαλλοντικά reports, θα αυξανόταν η αποτελεσματικότητα και θα μειωνόταν το κόστος, ενώ θα βελτιωνόταν η ποιότητα των δεδομένων.

Κατά αυτό τον τρόπο, σημειώνεται, πως θα μπορούσαν να προκληθούν συστημικές αλλαγές κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας και να ενθαρρυνθούν όλοι οι προμηθευτές ως προς το reporting του περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους, καθώς οι καθυστερήσεις θα επέφεραν τον κίνδυνο απώλειας πελατών.

Εν τέλει, η έρευνα αναφέρει πως το διαφανές περιβαλλοντικό reporting θα δημιουργήσει αυστηρά βιομηχανικά πρότυπα για να διευκολύνει τη διάδοση καλών περιβαλλοντικών πρακτικών.

Ενσωμάτωση ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης

Επισημαίνεται ακόμα πως οι εταιρείες μπορούν να ενσωματώσουν την τεχνητή νοημοσύνη στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για να αξιοποιήσουν τις επιχειρηματικές ευκαιρίες της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Στο βιβλίο τους Prediction Machines: The Simple Economics of Artificial Intelligence, οι Ajay Agrawal, Joshua Gans και Avi Goldfarb επισημαίνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο πρόβλεψης για να υποστηρίζει τις εταιρείες να λαμβάνουν αποφάσεις, αντί να λαμβάνουν αποφάσεις για αυτές. Για παράδειγμα, η βρετανική εταιρεία λιανικής Ocado χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για να προβλέψει τη ζήτηση των πελατών ενημερώνοντας έτσι τις αποφάσεις προμηθειών και οδηγώντας στη μείωση της σπατάλης τροφίμων. Οι αγρότες μπορούν να λάβουν καλύτερες αποφάσεις για την προστασία των καλλιεργειών τους χρησιμοποιώντας προβλέψεις τεχνητής νοημοσύνης για τα μοτίβα ανάπτυξης που βασίζονται σε δεδομένα αισθητήρων και οπτικά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο με drones. Η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί επίσης σε ευέλικτους αυτοματισμούς: Με την αυξανόμενη έλλειψη εργατών γης στη Μεγάλη Βρετανία, το πρώτο ρομπότ συλλογής βατόμουρων στον κόσμο μπορεί τώρα να μαζέψει πάνω από 25.000 καρπούς την ημέρα — 66% περισσότερα από ό,τι μπορεί ένας μέσος εργαζόμενος.

Συμπερασματικά, οι ερευνητές του Harvard εκτιμούν ότι οι βιώσιμες εταιρείες κατάφεραν να ενσωματώσουν τόσο το όφελος όσο και το κόστος της προστασίας του περιβάλλοντος στους υπολογισμούς της επιχειρηματικής τους αξίας. Εφαρμόζοντας αυτές τις στρατηγικές διαφάνειας, οι εταιρείες τροφίμων μπορούν να αυξήσουν την περιβαλλοντική τους ιχνηλασιμότητα και να γίνουν πιο βιώσιμες, ωφελώντας τελικά την αξία τους, συμβάλλοντας παράλληλα σε έναν πιο υγιή πλανήτη.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.