Τα Χριστούγεννα είναι συνυφασμένα με τον μύθο του Σκρουτζ, την κλασική Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Καρόλου Ντίκενς. Περίπου 180 χρόνια μετά τη συγγραφή της, συνεχίζει να επιστρέφει σε κάθε δυνατή μορφή (από εικονογραφημένο παραμύθι μέχρι καρτούν, κουκλοθέατρο ή μιούζικαλ), όχι απλώς απαραίτητη, αλλά ταυτισμένη με το μήνυμα των Χριστουγέννων.
Η επιρροή και η σταθερά ανατροφοδοτούμενη απήχηση της ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, πρώτα απ’ όλα του ίδιου του δημιουργού της, Κάρολου Ντίκενς, ο οποίος την εξέδωσε στις 19 Δεκεμβρίου του 1843, με την -ταπεινή- ελπίδα να καταφέρει να λύσει κάποια από τα σοβαρά οικονομικά του προβλήματα.
Οι προσδοκίες του Ντίκενς και η πικρή διάψευση
Ο Ντίκενς ξεκίνησε να γράφει τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (A Christmas Carol) τον Οκτώβριο του 1843 κι ήταν αποφασισμένος να την τελειώσει εγκαίρως, ώστε να εκδοθεί πριν από τα Χριστούγεννα. Οι λόγοι της βιασύνης δεν ήταν μόνο η έμπνευση αλλά και ο βιοπορισμός.
Η συγγραφική καριέρα του βρισκόταν σε κάμψη, καθώς το τελευταίο του έργο, Η ζωή και οι περιπέτειες του Μάρτιν Τσάζελγουιτ, δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία και οι εκδότες του σκόπευαν να μειώσουν το μισθό του από τις 200 στις 150 λίρες το μήνα. Εξέλιξη δυσβάσταχτη για τα ήδη επιβαρυμένα οικονομικά της οικογένειας Ντίκενς, που περίμενε τότε το πέμπτο παιδί.
Ο Βρετανός συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει εντατικά, υπολογίζοντας πως μια καλή Χριστουγεννιάτικη ιστορία, σε μια εποχή στην οποία έθιμα όπως το στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή στην Αγγλία, θα μπορούσε να του αποφέρει μέχρι και έσοδα 1.000 λιρών! Όμως έκανε λάθος. Οι λίρες θα ήταν πολύ λιγότερες, αλλά τα κέρδη για τον ίδιο και για τον κόσμο, πολλά περισσότερα.
Παρά το ότι η πρώτη έκδοση των 6.000 αντιτύπων ξεπούλησε μέσα σε μια εβδομάδα, λόγω της ακριβής, πολύχρωμης παραγωγής αλλά και της εσπευσμένης κυκλοφορίας, τα κέρδη του συγγραφέα προς μεγάλη απογοήτευση του, περιορίστηκαν στις 250 λίρες. Ακόμα βέβαια δεν είχε δει τίποτα. Το ταξίδι του Σκρουτζ μόλις ξεκινούσε.
Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του έργου του
Η Χριστουγεννιάτικη ιστορία δεν είναι το μοναδικό έργο που εμπνεύστηκε ο Ντίκενς από τα Χριστούγεννα, είναι όμως το μόνο που παραμένει ζωντανό κι ακμαίο. Σύντομα μετά την έκδοση του, με ή χωρίς την άδεια του συγγραφέα, οι πρώτες (από τις αμέτρητες που έπονταν) εκδοχές του Σκρουτζ ανέβηκαν επί σκηνής κι οι πρώτες μεταφορές στο σινεμά ξεκίνησαν από τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου -για να φτάσουν στα Μάπετς, στον Μπιλ Μάρεϊ και στα καρτούν.
Ο Ντίκενς τότε δεν έβγαζε κανένα κέρδος από τις μεταφορές του βιβλίου, εκτός κι αν τις έκανε ο ίδιος, καθώς με τις πληθωρικές δημόσιες αναγνώσεις του επί πληρωμή, έγινε ουσιαστικά ο πρώτος σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του έργου του. Υπολογίζεται πως από το 1853 μέχρι το 1870 έκανε πάνω από 127 δημόσιες αναγνώσεις - παρουσιάσεις της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας σε Ευρώπη και Αμερική -όπου το κοινό τον υποδεχόταν, με τιμές αντίστοιχες “ροκ σταρ”, όπως περίπου έναν αιώνα μετά θα υποδέχονταν τους Μπιτλς.
Η απήχησή τους ήταν τόσο έντονη, που το 1867 επιχειρηματίας στη Βοστώνη, αφού παρακολούθησε την ανάγνωση του Ντίκενς την παραμονή των Χριστουγέννων, αποφάσισε να κλείσει το εργοστάσιο του για όλη την εορταστική εβδομάδα και να στείλει δώρο σε όλους τους εργαζόμενους από μια γαλοπούλα...
Το φυλλάδιο - έκκληση για το παιδί του φτωχού
Όσο για την έμπνευση του κορυφαίου Βρετανού συγγραφέα πίσω από την ιστορία του Σκρουτζ, οι ρίζες της εντοπίζονται καταρχάς σε ένα βασικό κίνητρο που διέπει το έργο του Ντίκενς, δηλαδή στην ανάγκη του να εκπροσωπήσει τους αδύναμους, καταγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο η βικτοριανή κοινωνία αντιμετώπιζε τα μη προνομιούχα μέλη της.
Ο Ντίκενς είχε βιώσει ο ίδιος ως παιδί τις συνθήκες απόλυτης εκμετάλλευσης στις οποίες εργάζονταν ανήλικοι στο βικτοριανό Λονδίνο, κι ένιωθε κοντά στους οικονομικά ανήμπορους κι απελπισμένους, ιδίως των μικρότερων ηλικιών. Στις αρχές του 1843 είχε διαβάσει μια κοινοβουλευτική έκθεση με θέμα τους νέους στο εργατικό δυναμικό, που περιέγραφε τα δυσβάσταχτα ωράρια, τους εξευτελιστικούς μισθούς και τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας τους κι είχε εκδηλώσει την ιδέα να κυκλοφορήσει ένα φυλλάδιο με τίτλο “Έκκληση στο λαό της Αγγλίας εκ μέρους του παιδιού του φτωχού ανθρώπου”.
Η ιδέα εγκαταλείφθηκε, γιατί όπως ανέφερε σε γράμμα τον Μάρτιο του 1843, επεξεργαζόταν άλλα σχέδια, που θα μπορούσαν να έχουν πολύ πιο ισχυρά αποτελέσματα από ένα φυλλάδιο. Ένα από αυτά ήταν μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία, που ακόμα δεν είχε πάρει “σάρκα και οστά” ούτε καν στη φαντασία του.
Διαμορφώθηκε σε ιστορία στις αρχές Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από επίσκεψη του σε σχολείο για άπορα παιδιά στο Μάντσεστερ, η οποία τον παρακίνησε να αφηγηθεί τις δυσκολίες της καθημερινότητας των φτωχών και την ανάγκη υποστήριξης τους από τους προνομιούχους μέσα από ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι.
Το αληθινό πρόσωπο του Σκρουτζ
Το πρότυπο του χαρακτήρα του τσιγγούνη και πλεονέκτη Σκρουτζ, εμφανίζεται συχνά στο έργο του Ντίκενς, χωρίς μάλιστα να έχει τη δεύτερη ευκαιρία που κατέκτησε με την ειλικρινή μετάνοια του ο Σκρουτζ (στο “Ζοφερό οίκο” για παράδειγμα, το τέλος του Κρουκ, ενός δύστροπου, μοναχικού, τσιγγούνη ηλικιωμένου, που θυμίζει Σκρυτζ, είναι φριχτό όσο και ευφάνταστο: αυτοανάφλεξη…).
Για το όνομα του Σκρουτζ, ο Ντίκενς εμπνεύστηκε από μια επίσκεψη του στο νεκροταφείο και μια λάθος ανάγνωση ταφόπετρας, που έγραφε επάνω το όνομα Εμπενίζερ Λένοξ Σκρότζι κι από κάτω την ιδιότητα του “meal man” (που χρησιμοποιούνταν για τους εμπόρους σίτου και δημητριακών), που ο Ντίκενς διάβασε ως mean man = κακός άνθρωπος, αφήνοντας τη γόνιμη φαντασία του να οργιάσει...
Για την ιστορία, έρευνα του Βρετανού Πίτερ Κλαρκ έχει δείξει ότι ο Σκρότζι ήταν ένας εύθυμος, ευκατάστατος έμπορος, που απέκτησε και τίτλο ευγενείας από το παλάτι.
Ο Σκρότζι γέννησε την ιδέα και το όνομα του Σκρουτζ, όμως κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ο Ντίκενς εμπνεύστηκε τα βασικά χαρακτήρα του ήρωα του από τον πολιτικό και γόνο πλούσιας οικογένειας, Τζον Ελβς. Ο Βρετανός συγγραφέας είχε διαβάσει τη βιογραφία του Ελβς, που είχε γίνει best seller και τον περιέγραφε, ως έναν άνθρωπο που αρνιόταν οικειοθελώς τις στοιχειώδεις ανέσεις (ποτέ δεν άναβε φωτιά, ζούσε στο σκοτάδι, ντυνόταν με κουρελιασμένα ρούχα, έτρωγε μουχλιασμένα φαγητά), παρά το ότι είχε κληρονομήσει και με τη σειρά του κληροδότησε στους νόθους γιους του μια περιουσία δεκάδων εκατομμυρίων λιρών.
Ωστόσο, έχουν καταγραφεί μαρτυρίες, που καταρρίπτουν το σκληρό προφίλ του Ελβς, παρουσιάζοντας τον ως έναν άνθρωπο λιτοδίαιτο, που όμως πάντα δάνειζε χρήματα σε όσους είχαν ανάγκη, αρνούμενος να τα ζητήσει πίσω κι ενίσχυε συστηματικά πολυάριθμους κοινωνικούς σκοπούς και έργα κοινής ωφελείας στο Λονδίνο.
Αλλά ακόμα κι αν οι φήμες που γέννησαν το αρχέτυπο του άκαρδου τσιγγούνη δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, έκανε το θαύμα του. Μετανόησε εγκαίρως, για να μετατραπεί στον απόλυτο εκφραστή του μηνύματος των Χριστουγέννων, που ξεπερνά πρόσωπα, πολιτισμούς, τόπους κι αιώνες για να παραμείνει ένα ακατανίκητο σύμβολο ελπίδας στην αιωνιότητα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.