Μενού
καρουσακης
Κώστας Καρουσάκης | Youtube
  • Α-
  • Α+

Πέθανε σήμερα Κυριακή (15/9) ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής, Κώστας Καρουσάκης, ο οποίος άφησε τη δική του σφραγίδα στην ελληνική μουσική με πολλά τραγούδια του να γίνονται μεγάλες επιτυχίες τις προηγούμενες δεκαετίες.

Μεταξύ αυτών ήταν το «Βάλε μου να πιω», «Μη μου τη χαλάς τη νύχτα», «Ισοβίτης», «Έγκλημα Καρδιάς», «Αυτή η Γυναίκα θα 'ναι το φινάλε μου», «Εραστής», «Μη Μου Μιλάτε», «Εγώ για το Χατίρι σου».

Ο Κώστας Καρουσάκης μεσουράνησε στην αθηναϊκή νύχτα από τις αρχές των '70s μέχρι και τα '90s. Τραγουδούσε στη «Νεράιδα της Κυψέλης» μέχρι το 1974 που άνοιξε το δικό του νυχτερινό κέντρο στις Τζιτζιφιές. 

Ωστόσο, μια βραδιά στη «Νεράιδα της Κυψέλης» τον χειμώνα του 1973 έμελλε να μείνει στα χρονικά αφού μια παραγγελιά ήταν η αφορμή για ένα από τα μεγαλύτερα φονικά που έχουν γίνει ποτέ σε νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοεμτζή.  

Πώς έγινε το φονικό 

Ξημέρωνε η δεύτερη Κυριακή της αποκριάς του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής είχε βγει μερικές ημέρες νωρίτερα από φυλακή της Θεσσαλονίκης όπου είχε εκτίσει την ποινή του για μικροκλοπές. Ήθελε να διασκεδάσει και έτσι είπε στον μικρότερο αδερφό του, τον Δήμο, και την υπόλοιπη παρέα του να βγουν έξω.

Η παρέα πήγε σε διάφορα μαγαζιά. Πήγαν και σε μια ντισκοτέκ. Κατέληξαν στη «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη. Το κλίμα ήταν βαρύ. Ο Νίκος είχε τσακωθεί άσχημα με τη φίλη του, Σοφία Χαράτζη. Η παρέα είναι τρεις άνδρες (ο Νίκος, ο Δημοσθένης και ένας κοινός τους φίλος ο Θωμάς Καραμάνης) και τρεις γυναίκες (ανάμεσά τους και η Σοφία).

Λίγο μετά τις 4 το πρωί ο Νίκος ζητάει από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για «πάρτη» του. Ο μικρός πάει στην ορχήστρα και ζητάει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Καρουσάκης που τραγουδούσε εκείνη την ώρα αρνείται ευγενικά λέγοντας πως αφενός δε γνωρίζει το τραγούδι και αφετέρου επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο δε θα δεχόταν παραγγελιές. Ο Δήμος κατεβαίνει από την πίστα απειλώντας πως «θα τα σπάσουν όλα».

Στη συνέχεια το μικρόφωνο παίρνει ο Τάκης Αθανασιάδης στον οποίο πάει ο Δήμος και του ζητάει τις «Βεργούλες» ή ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι: «Την Ζούλα μ’ ανεκάλυψαν». Τότε και προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Δημήτρης Σχίζας, δίνει εντολή να εκτελεστεί η παραγγελιά και καλεί τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.

Μια παρέα αστυνομικών, ωστόσο, αρνείται και συνεχίζει να χορεύει. Κανείς δεν πάει κόντρα σε αστυνομικούς εκείνη την εποχή. Όταν ο Δήμος αρχίζει να χορεύει, οι αστυνομικοί τον εμποδίζουν και του λένε διάφορα. Κάποια στιγμή τον σπρώχνουν, εκείνος πέφτει και κόβει τα χέρια του στα σπασμένα πιάτα. Το μυαλό του Νίκου Κοεμτζή θολώνει. Σηκώνεται, ανοίγει τη φαλτσέτα του, φωνάζει με όση δύναμη έχει «παραγγελιά ρε» και τρέχει στην πίστα «θερίζοντας» όποιον βρίσκει μπροστά του.

Από εκείνο το μακελειό έχασαν τη ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών. Παράλληλα, υπάρχουν και επτά τραυματίες μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Κοεμτζή, Θωμάς Καραμάνης.

Λίγα 24ωρά μετά το μακελειό ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Δεν παραδόθηκε, αλλά έβγαλε το μαχαίρι του και απειλούσε τους αστυνομικούς πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει αυτός. Τελικά, ένας από τους ένστολους, ο αστυνομικός Κίμων Σωτηρόπουλος, τον πυροβολεί στο πόδι και λίγες στιγμές αργότερα ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται. 

Η δίκη του Κοεμτζή ολοκληρώθηκε τρεις ημέρες πριν το ξέσπασμα της μεγάλης εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Επί σχεδόν τρία χρόνια, ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Γλύτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε, υπό όρους, στις 31 Μαρτίου 1996 και ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας.

«Φώναζε: ''Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω''»

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος ο Κώστας Καρουσάκης είχε περιγράψει όλα όσα είχαν γίνει τη μοιραία εκείνη νύχτα της 25ης Φεβρουαρίου.

«Αυτή η νύχτα δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σάββατο βράδυ, στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα. Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματός μου, όταν κατέφθασε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Έκατσαν μπροστά αλλά γωνία, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια.

Κάποια στιγμή ο αδελφός του Κοεμτζή μού ζητάει να τραγουδήσω τις "Βεργούλες" του Βαμβακάρη. Εγώ αρχικά έκανα το κορόιδο. Στο μεταξύ, βλέπω τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες.

Ο Κοεμτζής επέμενε: ''Παίξε τις Βεργούλες να χορέψει ο αδελφός μου''. ''Δεν το ξέρω το τραγούδι'', τού απαντώ εγώ για να τον αποφύγω. Επειδή, όμως είδα την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη, που δουλεύαμε μαζί, να το πει. Φυσικά, δεν ήταν καθόλου εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ανέβηκε να χορέψει ο αδελφός του Κοεμτζή και μαζί χόρευαν κι άλλοι.

Άκουσα τις φωνές, κοίταξα να δω τι συμβαίνει και τον είδα να έχει βγάλει ένα μαχαίρι και να καρφώνει κόσμο. Στην πίστα το αίμα έτρεχε ποτάμι. Βγαίνοντας εγώ προς τα έξω, με σπρώχνει ένας φίλος μου στην άκρη, για να με προστατέψει επειδή ο Κοεμτζής φώναζε: ''Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω''».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA