Μενού
Αντώνης Τζαβάρας
  • Α-
  • Α+

Πριν διαβάσω το βιβλίο, σκέφτηκα ότι το «Καλοκαίρι» είναι ένας πολύ αφαιρετικός τίτλος. Ένας τίτλος που δεν σου δίνει κανένα στοιχείο, πέρα από το πολύ προφανές, για το τι πρόκειται να διαβάσεις. Δεν γνωρίζω ποια είναι η αίσθηση που αφήνει στον μέσο αναγνώστη. Αυτό που γνωρίζω είναι πως από τις πρώτες σελίδες συνειδητοποίησα πως ο συγκεκριμένος τίτλος είναι ο πλέον κατάλληλος για τα έξι, αρκετά μεγάλα σε έκταση, διηγήματα του πρώτου βιβλίου του Αντώνη Τζαβάρα.

Όχι γιατί οι ιστορίες διεξάγονται όντως καλοκαίρι, αλλά γιατί όπως θα μου έλεγε ο ίδιος ο συγγραφέας αργότερα «το ελληνικό καλοκαίρι έχει την ιδιότητα να διαστέλλει τα συναισθήματα όπως τα αντικείμενα». Και αυτό συνέβη καθώς διάβαζα το βιβλίο: η ζέστη, το φως, η ανάγκη να γυρίσω την επόμενη σελίδα διαστάλθηκαν. Θα έλεγα πως διαστάλθηκε και ο χρόνος, όπως συμβαίνει πλέον και από μια πιο πεζή σκοπιά, μιας και το ελληνικό καλοκαίρι ελέω κλιματικής αλλαγής δεν αφορά πια μόνο τον Ιούνη, τον Ιούλη και τον Αύγουστο, αφού ξεκινά το Πάσχα και φτάνει μέχρι τα μέσα Οκτώβρη.

Όπως και να έχει, αν και πλέον έχει μπει -τουλάχιστον ημερολογιακά- το φθινόπωρο, το «Καλοκαίρι» είναι το κατάλληλο βιβλίο «για να αναπωλήσουμε το καλοκαίρι που πέρασε και να φαντασιωθούμε τα επόμενα».  

Παρακάτω θα βρείτε τον διάλογό μου με τον συγγραφέα, ο οποίος αυτή την περίοδο πέρα από την ενασχόλησή του με την προώθηση του πρώτου του βιβλίου από τις Εκδόσεις Συρτάρι, εργάζεται ως δημοσιογράφος σε sites και ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 όπου κάνει podcasts για τον πολιτισμό για το ERTecho, την ψηφιακή πλατφόρμα φιλοξενίας ηχητικού περιεχομένου της ΕΡΤ. 

Πώς γράφεις; Ποια είναι η συγγραφική σου ρουτίνα; 

Το «Καλοκαίρι» είναι το πρώτο μου βιβλίο, οπότε θα ήταν υπερβολή (ίσως και γραφικότητα) να πω ότι γράφοντάς το πρόλαβα να αναπτύξω συγγραφική ρουτίνα. 

Αυτό που συνέβη και ήταν αρχικά αναγκαστικό αλλά στην πορεία εξελίχθηκε σε επιλογή, ήταν ότι οι ιστορίες αυτές γράφτηκαν κυρίως κατά τις βραδινές και νυχτερινές ώρες. Οι μέρες ήταν κλεισμένες με τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και με τα κείμενα που γράφω επαγγελματικά, για να βιοπορίζομαι, οπότε άρχισα να δουλεύω βράδυ, γιατί μόνο τότε μπορούσα να συγκεντρωθώ και να βυθιστώ στην ατμόσφαιρα και τον χωροχρόνο της κάθε ιστορίας.

Όσο οι ιστορίες προχωρούσαν, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν κάποια υπόγεια ρεύματα που τις συνέδεαν μεταξύ τους και ότι θα μπορούσαν να εκδοθούν ως ένα ενιαίο έργο, οπότε κράτησα και το νυχτερινό γράψιμο ως μια ακόμα -αόρατη έστω- τεχνική παράμετρο που συνδέει τα διηγήματα του βιβλίου. 

Υπήρχε από την αρχή η ιδέα να γράψεις ιστορίες για το καλοκαίρι; Τι σε κινητοποίησε;

Από την πρώτη στιγμή είχα στο μυαλό μου το ελληνικό καλοκαίρι, με όλο το φαντασιακό και συμβολικό φορτίο που κουβαλάει, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο (από πολλές απόψεις είναι το εθνικό μας προϊόν, αυτό πουλάμε στους τουρίστες). Και με όλη του την ανυπόφορη ζέστη, τον αδυσώπητο ήλιο, τον ψυχαναγκασμό των διακοπών όπου πρέπει οπωσδήποτε να περάσεις τέλεια, να κάνεις σεξ, να ερωτευτείς, να ανακαλύψεις παρθένα μέρη ή να φας σε ταβέρνες που δεν τις ξέρουν οι άλλοι και δεν ξέρουν τι χάνουν που δεν τις ξέρουν. 

Νομίζω ότι ειδικά το ελληνικό καλοκαίρι έχει την ιδιότητα να διαστέλλει τα συναισθήματα όπως τα αντικείμενα. Αν είσαι καλά, θα σε απογειώσει. Αν δεν είσαι καλά, μπορεί να σε διαλύσει. Και οι ήρωές μου δεν είναι καλά. Βρίσκονται σε αδιέξοδα και σε οριακά σημεία και το καλοκαίρι δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια. Τους φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητά τους, η οποία γίνεται αφόρητη κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του. 

Πόσο εύκολη ήταν η μετάβαση από τη δημοσιογραφική στη λογοτεχνική γραφή; 

Η μετάβαση ήταν πολύ εύκολη, γιατί όταν άρχισα να γράφω αυτές τις ιστορίες είχα πραγματική ανάγκη να επανασυνδεθώ με το γράψιμο στην πιο στοιχειώδη του μορφή, ως μέσο προσωπικής έκφρασης και εκτόνωσης. Μου είχε λείψει να γράφω χωρίς προθεσμίες, χωρίς στοχεύσεις, περιορισμούς σε λέξεις κλπ. Στην πορεία, όμως, ζορίστηκα πολύ. Είναι ένα γράψιμο που απαιτεί πολλή προσωπική εμπλοκή και μια άλλου είδους έκθεση. 

Στο βιβλίο σου περιγράφεις πολύ γλαφυρά αρκετές σεξουαλικές σκηνές, γεγονός που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως από τα περισσότερα ελληνικά διηγήματα απουσιάζει αν όχι εντελώς το σεξ, τουλάχιστον η γλαφυρή περιγραφή του. Η σεξουαλική πραγματικότητα του βιβλίου αποτελεί τη δική σου απεικόνιση της πραγματικότητας; Υπερέβαλες προκειμένου με αυτό τον τρόπο να κάνεις κάποια δήλωση; Ή απλώς οι Έλληνες συγγραφείς και αναγνώστες είμαστε ακόμα αρκετά συντηρητικοί; 

Νομίζω ότι στις μέρες μας ισχύουν ταυτόχρονα δύο κάπως αντιφατικές συνθήκες. Από τη μία, είναι βέβαιο ότι γινόμαστε όλο και πιο συντηρητικοί. Υπάρχουν και πεδία, όπως πχ το δικαίωμα στην άμβλωση, όπου οι δυτικές κοινωνίες έχουν κάνει ξεκάθαρη στροφή στον πουριτανισμό.

Από την άλλη, το σεξ στην εποχή μας είναι εντελώς απομυθοποιημένο. Ειδικά για τα πιτσιρίκια και τους πολύ νέους ανθρώπους, είναι κάτι που γίνεται πολύ νωρίς, σε πολλές εκδοχές και χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Αυτά τα δύο στοιχεία και η λαίλαπα της πολιτικής ορθότητας νομίζω ότι -πολύ ήσυχα, αλλά αποτελεσματικά- απώθησαν το σεξ από την κεντρική σκηνή των ενδιαφερόντων μας, ως κάτι περίπου δαιμονοποιημένο, περίπου αυτονόητο, περίπου μηχανικό και αδιάφορο και περίπου επικίνδυνο. 

Στο «Καλοκαίρι», το σεξουαλικό στοιχείο υπάρχει στις πέντε από τις έξι ιστορίες, αλλά δεν είναι το βασικό θέμα του βιβλίου. Είναι κομμάτι της ζωής των ηρώων ή μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν και στις περισσότερες περιπτώσεις ταυτίζεται με τη φαντασίωση. Αναφέρεται είτε ως ανάμνηση, είτε ως προσδοκία είτε ως αγωνία.

Στο «Σατυρικό» ο ήρωας της ιστορίας μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα της ελληνικής μυθολογίας που είναι ταυτισμένο με την σεξουαλικότητα και τις σαρκικές απολαύσεις, οπότε εκεί, ναι, το σεξ είναι το κεντρικό μοτίβο. Και το ότι παρουσιάζεται σε τέτοια υπερβολή (μυθικών διαστάσεων κυριολεκτικά), είναι κάτι που έγινε συνειδητά από πλευράς μου, σε αντιδιαστολή ίσως, και ως σχόλιο για την απομάγευση της σεξουαλικότητας που βιώνουμε στην εποχή μας.

Τέλος, σε πιο πεζές εξομολογήσεις, ας μην ξεχνάμε ότι οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται το καλοκαίρι, το οποίο είναι έτσι κι αλλιώς η πιο σάρκινη και σωματική εποχή του χρόνου. Το καλοκαίρι φοράμε μαγιό και περπατάμε ξυπόλητοι, ζεσταινόμαστε και ιδρώνουμε, εκθέτουμε το σώμα μας περισσότερο και παντού γύρω μας κυκλοφορούν εκτεθειμένα σώματα. 

Σε ένα από τα διηγήματά σου ένας εκ των πρωταγωνιστών είναι ο Πίτερ Πάρκερ, ενώ έντονη είναι η παρουσία των κόμιξ και σε άλλα σου κείμενα εκτός βιβλίου. Ποια είναι η σχέση σου με τα κόμιξ και πόσο σε έχουν επηρεάσει; 

Αγαπώ πάρα πολύ τα κόμικς και νομίζω ότι έχουν επηρεάσει πολύ ουσιαστικά την αισθητική μου και τον τρόπο που σκέφτομαι. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά το πρώτο κόμικ που κατάφερα και διάβασα (μια ιστορία με τον θείο Σκρουτζ, τον Ντόναλντ και τα ανιψάκια) και δεν θα ξεχάσω ποτέ την εκστατική χαρά που ένιωσα μ’ αυτήν μου την κατάκτηση - ήταν σαν να ανακάλυψα ξανά τη γλώσσα ή, τέλος πάντων, μια νέα γλώσσα που σε μένα μίλησε αμέσως και με άγγιξε βαθιά.

Μου αρέσουν σχεδόν όλα τα είδη κόμικς, φυσικά και οι σούπερ ήρωες, αλλά υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί στους οποίους επιστρέφω διαρκώς και τα έργα τους είναι για μένα σημεία αναφοράς. Ο Ούγκο Πρατ και ο Άλαν Μουρ, που στη δική μου ιεράρχηση στέκονται δίπλα στους πολύ σπουδαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ο Ενκί Μπιλάλ γιατί μια δική του ηρωίδα ήταν το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα.  

Σε ποιο νησί θα ήθελες να μείνεις και χειμώνα και γιατί; 

Τα τελευταία χρόνια έχω αναπτύξει μια οργανική σχέση με την Τήνο, οπότε σίγουρα εκεί - και όχι μόνο για έναν χειμώνα. Αν μου το επέτρεπαν τα οικονομικά μου, η δουλειά κλπ, θα μετακόμιζα στο νησί. 

Το «γιατί» δεν είναι εύκολο να αναλυθεί. Η πιο ειλικρινής απάντηση που μπορώ να δώσω είναι ότι η Τήνος με κάλεσε και όταν σε καλούν οι Κυκλάδες δεν γίνεται να μην ανταποκριθείς στο κάλεσμα. Αλλά και στα πιο πρακτικά, στην Τήνο μου αρέσουν σχεδόν τα πάντα: το τοπίο, η διάθεση και η κουλτούρα των ανθρώπων, οι ρυθμοί της, η συμβιωτική σχέση της με την Ιστορία, η ιστορία της per se, που τη βλέπεις να ξεδιπλώνεται σε στρώσεις σχεδόν σε κάθε σου βήμα στο νησί.

Φτιάξε μου μια λίστα με 5 λόγους για να διαβάσει κάποιος το «Καλοκαίρι» μέσα στο φθινόπωρο. 

Ωχ! Δύσκολη ερώτηση, απ’ αυτές που με κάνουν να νιώθω κάπως άβολα. Θα το παλέψω, όμως. 

1. Για να αναπολήσει λίγο το καλοκαίρι που πέρασε και να φαντασιωθεί επόμενα καλοκαίρια. 
2. Γιατί έτσι κι αλλιώς το φθινόπωρο είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου για διάβασμα (και για σινεμά). 
3. Γιατί οι ήρωες στις περισσότερες ιστορίες βιώνουν θλίψη και ματαίωση προχωρημένου φθινοπώρου. Είναι σαν Τετάρτες του Νοέμβρη πεταμένες σε μια παραλία τον Δεκαπενταύγουστο. 
4. Γιατί όχι; 
5. Γιατί τελικά η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός αναγνώστη και του βιβλίου που διαβάζει, θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια μικρή, ιδιωτική και αυτόνομη αλλά ολοκληρωμένη εποχή. Το πιστεύω βαθιά αυτό: μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες της λογοτεχνίας είναι ότι σε βγάζει για λίγο από την καθημερινότητά σου -τον τόπο και τον χρόνο σου- και σε βάζει στα επινοημένα τοπία και σύμπαντα των βιβλίων. 

Ποιος συγγραφέας θα ήθελες να γράψει μια διθυραμβική κριτική για το έργο σου και ποιος έναν λίβελο;

Ο τελευταίος συγγραφέας που θα ήθελα πραγματικά να διαβάσει το «Καλοκαίρι» και να του αρέσει, ήταν ο Πολ Όστερ αλλά δεν πρόλαβε / πρόλαβα, πέθανε δύο μήνες πριν εκδοθεί το βιβλίο μου. Τον έχω διαβάσει τόσο πολύ και με έχει αγγίξει τόσο πολύ, που τον έχω λίγο σαν αόρατο θείο μου. Θα ήθελα να ήταν περήφανος για μένα, όσο μπούρδα κι αν ακούγεται αυτό. Λίβελο, ασυζητητί ο Ουελμπέκ. Είναι τόσο βιτριολικός, κυνικός κι εύστοχος που πιστεύω ότι θα έγραφε ένα αριστουργηματικό ξέσκισμα.   

Τι σε δίδαξε για τη συγγραφική διαδικασία και για τον χώρο του βιβλίου η πορεία μέχρι την έκδοση της πρώτης σου συλλογής διηγημάτων;

Για μένα, το γράψιμο και η έκδοση του βιβλίου ήταν δύο διαφορετικές περιπέτειες. Για τη συγγραφή, ισχύει αυτό που ανέφερα και παραπάνω. Είναι μια έκθεση πέμπτου βαθμού, τελικού σταδίου. Δεν συγκρίνεται με ό,τι έχω αισθανθεί δημοσιεύοντας κείμενα σε περιοδικά, εφημερίδες και sites ή ευρισκόμενος πίσω από ένα μικρόφωνο. 

Για την περιπέτεια της έκδοσης θα μπορούσα να γράψω ένα ξεχωριστό βιβλίο. Είναι κι αυτή μια έκθεση, άλλου τύπου, που εμένα με ζόρισε πολύ. Όταν αναζητάς εκδότη (ειδικά ως πρωτοεμφανιζόμενος), βρίσκεσαι στην άβολη θέση (για μένα τουλάχιστον άβολη), να πρέπει εκτός από το κείμενο να «πουλήσεις» κάπως και τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που σίγουρα δεν μου αρέσει και ξέρω ότι δεν μπορώ να το κάνω καλά. Οπότε, οφείλω να δηλώσω τυχερός και να ευχαριστήσω και πάλι δημοσίως τον Πάνο Αντωνόπουλο και τις Εκδόσεις Συρτάρι, που προσέγγισαν το κείμενό μου με ευαισθησία, το φρόντισαν με επαγγελματισμό και αγάπη και με δέχτηκαν με τις εμμονές, τις ανεπάρκειες και τις ανασφάλειές μου. 

Ποιος είναι ο επόμενος συγγραφικός σου στόχος; 

Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου και σίγουρα δεν υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο. Κρατάω σημειώσεις (όχι πολύ εντατικά) για δύο πρότζεκτ αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους και -ιδανικά- θα ήθελα να τα υλοποιήσω και τα δύο. Δεν είναι διηγήματα, οπότε ας πούμε ότι ο επόμενος στόχος είναι να καταφέρω να ολοκληρώσω κάτι σε μεγαλύτερη φόρμα. Ένα μυθιστόρημα ή ένα graphic novel. 
 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA