Αλ Τσαντίρι Νιούζ, Δέκα Μικροί Μήτσοι, τόνοι θεατρικών παραστάσεων και ενδιαφέροντα περάσματα από το σινεμά: ο Λάκης Λαζόπουλος παραμένει (ευτυχώς) πολύ ανήσυχος. Κάθως έχει βάλει μπρος το νέο του τηλεοπτικό εγχείρημα, ο αγαπημένος δημιουργός προετοιμάζεται για ένα ακόμα «Τσαντίρι» και όχι μόνο.
Μιλήσαμε για ένα σωρό πράγματα, από την πάντα αιχμηρή σάτιρα του, ως τις απαρχές της δημιουργίας των «Μήτσων», ως το πέρασμα του από το σινεμά. Φυσικά δεν άφησε να πέσουν κάτω όλες εκείνες οι στιγμές που η σάτιρά του ενόχλησε ακραία πολιτικά/κοινωνικά μορφώματα και επίδοξους προβοκάτορες.
Από τον Παντελή Βούλγαρη στο Αλ Τσαντίρι
Αν υποθέσουμε ότι ο Λάκης Λαζόπουλος του 2025, συναντά εκεί έξω τον Λάκη του 1982, που γράφει το πρώτο του σενάριο, τους "Απόμαχους", δίπλα στον Παντελή Βούλγαρη. Τι του λέει; Έχει να του δώσει κάποια συμβουλή;
«Τα μέρη που κυκλοφορούσα το ’82 δεν έχουν αλλάξει πολύ από τα μέρη που πηγαίνω το ’25. Μάλλον, τα μέρη έμειναν και οι γειτονιές παραμορφώθηκαν! Ο Λάκης του ’25 δεν έχει την ίδια αγωνία του ’82 όταν πρωτοάκουγε τις φράσεις του ή κάποια κείμενα ή κάποιους διαλόγους που είχε γράψει για τους Απόμαχους του Παντελή Βούλγαρη. Είχε μία τεράστια χαρά. Αυτή η χαρά δεν είναι ίδια με τα χρόνια. Είναι ευχαρίστηση; Είναι ικανοποίηση; Δεν είναι πάντως η ίδια χαρά.
Θα έλεγα στον Λάκη του 1982 "λοιπόν να ξέρεις, ακόμα και η χαρά κουράζεται, όταν κινείσαι πάντα στα πλαίσια των αρχικών ονείρων σου. Θα χρειάζεσαι πάντα ένα καινούργιο όνειρο. Προχώρα όσο ακόμα μπορείς, πες τα πράγματα καθαρά με το όνομα τους, ό,τι και να συμβεί εσύ πρέπει να έχεις πει την αλήθεια ή τουλάχιστον την αλήθεια που εσύ πιστεύεις.
Γιατί η αλήθεια έχει πάρα πολλούς καθρέφτες στην Ελλάδα και πολλές φορές οι άνθρωποι μπερδεύονται με τους καθρέφτες τους, ότι τους λένε την αλήθεια. Άσε που και οι καθρέφτες έχουν αυτονομηθεί και λένε τα ψέματα που σου μοιάζουν εσένα για αλήθεια. Προσοχή ο κόσμος είναι ψεύτικος! Μην αγγίζετε».
Διαβάστε Επίσης: Δώρα Αναγνωστοπούλου: «Το γυαλί δεν είναι εθιστικό, η είδηση είναι εθιστική»
Το «Τσαντίρι» γεννήθηκε πριν 20 χρόνια και ακόμα συζητιέται και κάνει υψηλές τηλεθεάσεις, ακόμα γεννά έναν αναγκαίο σχολιασμό για τις ζωές που ζούμε. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
«Νιώθω ευχαριστημένος που ακολουθώ έναν δρόμο που κινείται ανάμεσα στη χαρά και στη σκέψη. Δεν ήθελα ποτέ στη ζωή μου να αφήσω κάτι σαν σκέψη πίσω στους ανθρώπους χωρίς να έχει χαρά.
Μ’ αρέσει που περπατάω στον δρόμο και από μακριά βλέπω να μου χαμογελάνε, που σημαίνει ότι αμέσως λειτουργεί η μνήμη τους στη θύμηση κάτι ευχάριστου. Μ’ αρέσει που νιώθουν ότι αυτή η εκπομπή ήταν κάτι σαν πυξίδα, σαν θερμόμετρο της κοινωνίας και μπορεί κάποια στιγμή να νευρίασαν που το θερμόμετρο τους έδειξε 40 ή 41, αλλά καταλαβαίνουνε με τα χρόνια ότι το ίδιο αυτό θερμόμετρο είναι απαραίτητο για να τους δείξει και πότε έχει πέσει ο πυρετός».
«Νομίζω ότι ο λόγος που συζητιέται το "Τσαντίρι" είναι γιατί μιλάει στο υποσυνείδητο του Έλληνα. Σπάνια απευθύνθηκα στο συνειδητό. Το συνειδητό οργίζεται, θυμώνει, αλλάζει, αλλά το υποσυνείδητο είναι η βάση της επεξεργασίας των σκέψεων μας. Είναι ο σκληρός μας δίσκος».
Έχω παρευρεθεί σε επεισόδιο όπου δώσατε χρόνο σε νέους κωμικούς, που ανεβάζουν βίντεο στο TikTok. Είναι αυτό το μέλλον της κωμωδίας;
«Πιστεύω ότι η μικρότερη οθόνη θα κερδίσει τη μικρή οθόνη. Γιατί η μικρή οθόνη, το κινητό, παράλληλα με αυτό που βλέπεις σε συνδέει και με τον κόσμο. Κι επειδή όσο περνάει ο καιρός τόσο γινόμαστε μοναχικοί, απομονωμένοι και πιο αποξενωμένοι, το κινητό θα είναι ο δρόμος που θα λειτουργεί και το θέαμα. Είτε είναι για μία ταινία είτε για οτιδήποτε.
Η μικρότερη οθόνη θα κερδίσει όλες τις οθόνες. Έτσι όπως μικραίνει, φτωχαίνει η ζωή, έτσι θα μικραίνει και η οθόνη του κόσμου που βλέπουμε. Όσο δεν μπορείς να ακουμπήσεις τον κόσμο τόσο αυτός θα γίνεται μικρότερος για σένα.
Μ’ αυτή την έννοια το μέλλον της κωμωδίας, ναι, θα βρίσκεται σε επίπεδο τουλάχιστον οθόνης, σε πιο μικρές οθόνες. Μέσα στα γυαλιά μας. Σε κάτι ολοένα και μικρότερο. Γιατί με την δυνατότητα που έχεις, με την παλάμη του χεριού σου να ακουμπήσεις και να έχεις επαφή με όλο τον κόσμο, το αίσθημα αυτό σε συγκλονίζει.
Φαντάζομαι ότι οι πρώτοι που θα είχαν τρελαθεί με αυτή την εξέλιξη θα ήταν οι Έλληνες φιλόσοφοι της αρχαιότητας, γιατί θα νιώθανε ότι η αφή του ανθρώπου κατέληξε να χαϊδεύει οθόνες αντί άνθρωπους.Βεβαίως δεν θα λείψει ποτέ το ζωντανό show. Το ζωντανό δεν θα χάσει ποτέ την δύναμη του και την δυναμική του».
Από τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Τάσο Παλατζίδη μέχρι την Ελένη Μενεγάκη: Οι γκεστ συμμετοχές στο Τσαντίρι είναι πάντα απρόβλεπτες. Ποιόν δεν θα καλούσατε στο Τσαντίρι και γιατί;
«Δεν ξέρω ποιον δεν θα καλούσα. Δεν θα ήθελα να καλέσω κάποιον πολιτικό, δεν θέλω να μιλήσω με κάποιον πολιτικό για πολιτική. Γιατί ο πολιτικός αυτό που σκέφτεται, σκέφτεται να το επιβάλλει, οπότε απ’ την ώρα που σκέφτεται να το επιβάλλει κιόλας έχει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη.
Δηλαδή δεν θέλω να μιλήσω για το πώς θα φυτέψω κάτι στο έδαφος με έναν που έχει μυαλό εκσκαφέα, που θέλει να σκάψει το χώμα ενώ εγώ θέλω να το καλλιεργήσω, οπότε θα ήθελα να μιλάω με ανθρώπους που θέλουν να καλλιεργήσουν το μυαλό όχι με ανθρώπους που θέλουν να μπαζώσουν και να ξεμπαζώσουν. Δεν θα καλούσα ανθρώπους που έχουν ακροδεξιές απόψεις.
Μπορώ να χαιρετήσω, μπορώ να μιλήσω, μπορώ να πω ένα γεια στα πλαίσια της ευγένειας, αυτής της κακώς εννοούμενης ευγένειας, που φέρνει αμηχανία μιας στιγμής ή μπορεί κάποια στιγμή να σε φέρνει η ανάγκη να βρεθείς σε ένα δυστύχημα, οπότε θα βοηθούσα τον οποιονδήποτε και θα ήθελα να με στηρίξει ο οποιοσδήποτε, αλλά δεν θα ήθελα να τον καλέσω μετά να πούμε και τις απόψεις μας! Ακόμα και η βοήθεια έχει συγκεκριμένες διαστάσεις.
Δεν θέλω τις απόψεις του ακροδεξιού. Για να συζητήσεις με κάποιον πρέπει να σε ενδιαφέρει καταρχήν να μάθεις κάτι. Τι να μάθω από έναν φασίστα; Δικαιολογίες πως να μισώ τον κόσμο;».
Το κοινό στο Τσαντίρι γελάει, φωνάζει, συμμετέχει. Πόσο απρόβλεπτο είναι; Πείτε μας μια ιστορία από το κοινό του Τσαντιριού που δεν έγραψε ποτέ η κάμερα.
«Το κοινό του Αλ τσαντίρι δεν είναι απρόβλεπτο. Περιμένει με χαρά, θέλει να περάσει καλά, του αρέσει αυτή η βραδιά. Και σε μένα αρέσει. Το live είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που βλέπουν στην τηλεόραση. Απρόβλεπτα είναι όσα γίνονται πριν ή μετά από αυτό.
Απρόβλεπτα είναι διάφορα σκηνικά τα οποία στήνονται με αρκετά επιδέξιους τρόπους, πολλές φορές, ώστε να με τρομάξουν, να με φοβίσουν, θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ίσως και την λέξη τρομοκρατήσουν και απλώς έχω, με τα χρόνια, εκπαιδευτεί στο πώς να τα αποφεύγω, στο πώς να τα περιμένω, πώς να τα αποκρούω.
Θυμάμαι μια φορά που μου είχε έρθει μία ομάδα εθνικιστική και απαιτούσε να μπει, να διακόψει το πρόγραμμα και να μιλήσουνε. Ήταν την περίοδο των Αγανακτισμένων όπου είχαν δοθεί οι αντίστοιχες οδηγίες ώστε η πλατεία να γεμίσει και με ακροδεξιούς και σιγά-σιγά να χωρίσουν την πλατεία, να αναγκαστούν οι προοδευτικοί να αποχωρήσουνε λίγοι-λίγοι.
Τα συνεργεία τηλεόρασης πήραν θέση εκεί που είχαν τις εντολές, κοντά στους ακροδεξιούς και όλη αυτή η ιστορία πιστεύω ότι έγινε με προθέσεις και με σχεδιασμό που πέτυχε.
Ξέρουν να χωρίζουν πλατείες αυτές οι ομάδες! Τα νιώθεις τα στόματα όταν αλλάζουν μορφή. Το βλέπουμε και στην ιστορία των Τεμπών! Ήρθε λοιπόν αυτή η ομάδα να βγει, είπα ότι δεν μπορεί κανείς να βγει ακάλεστος, και τους είπα να περιμένουνε για να τους δω ο ίδιος και να συνεννοηθώ αν θα μπορούσαν να έρθουν.
Εκεί που συζητούσαμε, είχαν ανοίξει μια ελληνική σημαία, πάρα πολλά μέτρα, πολύ βαριά, σαν κάτι βαριές κουρτίνες που έχουν κάτι πλουσιόσπιτα στην Εκάλη και κάποια στιγμή τους λέω: εσείς πιστεύετε ότι επειδή κουβαλάτε μια πολύ μεγάλη και βαριά σημαία είστε και πολύ πατριώτες;
Διαβάστε Επίσης: Φίλιππος Πλιάτσικας: «Δύο τύποι από το Μενίδι, με τα μαύρα τους τα χάλια, μάζεψαν 100.000 κόσμο
Γιατί η ελληνική σημαία είναι ένα πανί ελεύθερο που κυματίζει και δείχνει την σχέση του με τον αέρα. Αυτή η βαριά κουρτίνα που βάλατε και την σέρνετε τι σημαία είναι αυτή που δεν μπορεί να κυματίσει περήφανη!. Μου λέει, «εμείς έτσι την νιώθουμε την πατρίδα!».
Λέω, 'αν εσείς νιώθετε έτσι την πατρίδα, να σας πλακώνει, εγώ δεν την νιώθω καθόλου έτσι. Αναπτύξαμε τέλος πάντων ένα διάλογο και κάποια στιγμή είναι μια κυρία που περιμένει κι αυτή να μιλήσει. Νομίζω ότι είναι κι αυτή από την ομάδα αλλά μου λέει, εγώ σας θέλω για κάτι άλλο. Δεν ξέρω αν πρέπει να το θέσω».
«Λέω, πέστε το τώρα κι εσείς. Λέει, κοιτάξτε να δείτε, εγώ είμαι από τον Πειραιά και αν μπορείτε να με βοηθήσετε να πάρω ένα σπίτι γιατί το σπίτι που έμενα με την μάνα μου το έκαψα γιατί κάπνιζα και μου έπεσε το τσιγάρο και κάηκε το σπίτι.
Τώρα δεν θέλω να μείνω με την μάνα μου κι επειδή ξέρω ότι κάτι τέτοιο θα το καταλάβετε πάρα πολύ καλά, ήρθα να σας πως ότι δεν θέλω να μείνω με την μάνα μου πια. Αυτή η γυναίκα ήταν γύρω στα 60-65 χρονών. Ξαφνικά το θέμα στράφηκε στην άγνωστη γυναίκα!»
Οι Δέκα Μικροί Μήτσοι και ο Γιώργος Λάνθιμος
Η γενιά μου, οι γεννημένοι από το `81 ως το 90, σας γνώρισε με τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους», μια τηλεοπτική σάτιρα που δεν έχει ξεπεραστεί. Πώς «πλάθονται» οι Μήτσοι, τι σας εμπνέει ώστε να τους φέρετε στη ζωή. Περιγράψτε μας αυτό το δημιουργικό ταξίδι.
«Οι Μήτσοι πλάθονται οι μισοί μέσα στο μυαλό μου, οι άλλοι μισοί από ανθρώπους που συναντάω στον δρόμο και είναι ένα περίεργο πράγμα αλλά όταν συναντάω έναν άνθρωπο, μια προσωπικότητα ή έναν χαρακτήρα που μου αρέσει, δεν ξέρω με ποιόν μαγικό τρόπο γίνεται αυτό, αλλά ο ρόλος, ο χαρακτήρας περνάει μέσα στο υποσυνείδητο μου και με μεταμορφώνει.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον ρόλο σαν μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να προσεγγίσει έναν άλλο χαρακτήρα, όμως εγώ, πολλές φορές, έχω νιώσει ότι για μένα καμιά φορά ο ρόλος μπορεί να είναι μια ταχύτατη πνευματική επέμβαση μέσα μου, η οποία με μεταμορφώνει σε δευτερόλεπτα.
Πολλές φορές αυτό το έχω αποδώσει στο αίσθημα που είχα μικρός, της ασημαντότητας και που πίστευα ότι μόνο υπάρχοντας μέσα σε άλλους ανθρώπους θα μπορούσα να γίνω σημαντικός.
Δηλαδή με έναν ρόλο θα μπορούσα να γίνω πιο σημαντικός από αυτό που η μοίρα, ο θεός, η τύχη το όρισε για μένα. Έτσι πλάστηκαν αυτοί οι χαρακτήρες μέχρι που έπαθα, το έχω ξαναπεί, ένα σωματικό αλτσχάιμερ και δεν μπορούσα να αναγνωρίσω εγώ ο ίδιος ποια μορφή είχε το σώμα μου.
Δεν μπορούσα να καταλάβω που είναι τα άκρα μου, που είναι η μέση μου, που είναι το κεφάλι μου, ένα περίεργο πράγμα, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς και κάπου εκεί αποφάσισα ότι δεν θα μπορούσα να συνεχίσω. Έτσι κι αλλιώς ήταν η εποχή του Σημίτη, είχε ήδη ο Σημίτης ξεπαστρέψει την Μαλβίνα από το MEGA και διέβλεπα στο βλέμμα τους εκείνη την περίοδο ότι ήθελαν να μου δώσουν μία άδεια με αποδοχές και διάφορά τέτοια.
Απλώς μου το λέγαν με έναν πολύ καλύτερο τρόπο, ο Σημίτης είχε δώσει εντολή να μην είμαι στο κανάλι και από την ώρα που ένιωσα έτσι ξεκίνησα να συζητάω να βρω μια άλλη περίπτωση.Θυμάμαι το σατιρικό σκετς "Όλα τα κάνεις Αμέρικα, όλα τα θέλεις Αμέρικα" με τον "Ανθρωπάκο" Μήτσο να τραγουδάει, λίγο μετά το πολεμικό επεισόδιο στα Ίμια. Αλλά και το χιτ, "Παπαθεμελή- Παπαθεμελή" την εποχή του αυστηρού ωραρίου στα νυχτερινά κέντρα».
Ποιο σκετς των Μήτσων αγαπάτε πιο πολύ (αν μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιο) και ποιο σας δυσκόλεψε περισσότερο (είτε λόγω μετέπειτα αντιδράσεων, είτε λόγω άλλων απρόβλεπτων εμποδίων)
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον ήρωα γιατί ήρθε κάποια στιγμή που όλοι οι ήρωες αποκτήσαν μια δημοσιότητα περισσότερη με κάτι που συνέβαινε, ένα γεγονός, όπως το «Παπαθεμελή- Παπαθεμελή απόψε ένας ναύτης το κορμί σου αμελεί» εκτοξεύτηκε η τραγουδίστρια για το λόγο ότι έπιασε μια χορδή της εποχής.
Οι "10 Μικροί Μήτσοι" ήτανε μια κιθάρα, ήτανε όλες οι χορδές, οι πιο πολλές χορδές που παράγουν την ελληνική μελωδία. Ήταν η μελωδία της δυστυχίας παιγμένη μ’ έναν κωμικό τρόπο.
Ήταν σαν να σπάγαμε τους τοίχους, ο ένας του σπιτιού του άλλου και μπορούσαμε να δούμε ανά πάσα στιγμή για το ίδιο θέμα τι σκέφτεται ένας άνθρωπος που είναι έτσι ή αλλιώς και πως όλο αυτό μπορεί να κάνει μία γραμμή στον ουρανό».
Ποιος από τους Μήτσους είναι πιο κοντά σε εσάς, στο Λάκη Λαζόπουλο.
«Μπορώ να σας πω ποιος δεν είναι κοντά σε μένα. Πιο μακριά από μένα είναι ο Σκαραβαίος, γιατί και σαν κίνηση και σαν φιγούρα και σαν πρόσωπο είναι πολύ μακριά μου. Κατάφερα όμως να είναι αυτός που με διασκεδάζει περισσότερο, γιατί την ώρα που έπαιζα έλεγα φράσεις τις οποίες δεν τις είχα σκεφτεί ποτέ, ούτε είχα φανταστεί ότι θα τις λέω, δεν υπήρχαν με κανέναν τρόπο μέσα στο λεξικό μου
Δηλαδή αν καθόμουνα, πριν να γράψω το κείμενο, δεν θα μπορούσα με τίποτα να σκεφτώ την λέξη που έλεγα την ώρα που έπαιζα. Δεν ήταν μία προσθήκη ήταν ένας άλλος χαρακτήρας. Την ώρα που έπαιζα έκλεβα από κάπου αλλού τα λόγια, δεν ήταν δικά μου, δεν ήταν του μυαλού μου, δεν ξέρω τι ήτανε. Ο Σκαραβαίος, ο μούτσος τον έλεγα εγώ τον ταξιτζή».«Πέρα από την τηλεοπτική επιτυχία, έχετε δοκιμαστεί και στο σινεμά, με ταινίες όπως «Φοβού τους Έλληνες», El Greco και «Ο Καλύτερος Μου Φίλος» αλλά και σε τηλεταινίες, όπως το «Κορίτσι με τις Βαλίτσες». Πώς αποτιμάτε τη διαδρομή σας στο σινεμά;»
«Στο σινεμά νομίζω δεν πέτυχα καλή εποχή. Δεν ήταν καλή εποχή του κινηματογράφου. Μέσα από το «Ο Καλύτερος Μου Φίλος» εμπιστεύτηκα τον Λάνθιμο στην πρώτη του ταινία που την σκηνοθέτησε, ουσιαστικά αυτός έκανε την ταινία. Εγώ μιλούσα με τους ηθοποιούς.
Τα πλάνα, η σκέψη, το γύρισμα ήταν καθαρά δικά του! Χαίρομαι πάντα για τον Γιώργο εκεί που έχει φτάσει μ’ ένα άηχο θόρυβο που κάνουν οι μεγάλοι δημιουργοί. Και ασφαλώς δικαιούται το γύρισμα την Ακρόπολη. Η Μενδώνη υπηρετεί τον Μητσοτάκη! Ο Λάνθιμος υπηρετεί τον παγκόσμιο πολιτισμό!
Και με τον Νίκο Νικολαΐδη («Το Κορίτσι με τις Βαλίτσες») δούλεψα πάρα πολύ καλά, θα μπορούσα να δουλέψω στον κινηματογράφο. Αλλά δεν θεωρώ ότι έχω κάνει αυτό που λέμε καριέρα στον κινηματογράφο. Αυτά που έπαιξα ήταν θετικά, σωστά.
Και τώρα που θέλω να κάνω μια τηλεοπτική σειρά θα δώσω περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου να ασχοληθώ με την κινηματογράφηση, που είναι κάτι που δεν μπορώ να πω ότι με τρέλαινε όσο ήμουν νεώτερος, ήθελα να είμαι σε παραστάσεις στο θέατρο, στο Λυκαβηττό, στην Ευρώπη περιοδεία, στην Αμερική, παντού αλλά σε σκηνή».
Νιώθετε πιο κοντά στο σινεμά, στην τηλεόραση ή στο θέατρο;
«Νιώθω πιο κοντά στο θέατρο, αγαπάω πάρα πολύ την τηλεόραση και την επικοινωνία που μπορεί να έχεις με τον κόσμο. Θα ‘θελα να παίξω σινεμά αλλά θα ‘θελα να παίξω ένα σινεμά που να έχει κάποιες προσδοκίες τουλάχιστον για μένα. Δεν ένιωσα ποτέ, απ’ αυτά που μου προτείνανε ότι κάτι μεγάλο θα γίνει».
Ο Γούντι Άλεν έχει πει, «η ζωή δεν μιμείται την τέχνη, μιμείται την κακή τηλεόραση». Τι σας ενοχλεί πιο πολύ σήμερα, μια αβίωτη ζωή, ή μια κακή τηλεόραση;
«Όχι, με ενοχλεί μια αβίωτη ζωή. Μπορώ να αντέξω μια κακή τηλεόραση. Ακόμα και μια κακή τηλεόραση σου δίνει τον τρόπο να μιλάς και να εκτονώνεσαι. Η αβίωτη ζωή είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο πράγμα και οι καταστάσεις που έχω ζήσει, αυτές που δεν ξέρει ο κόσμος, αυτές των απειλών, της τρομοκρατίας, των εκβιασμών κι όλου αυτού που γίνεται πίσω, κάθε φορά πριν βγω στην οθόνη, κάποιος θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει αβίωτες.
Αλλά εγώ με την αίσθηση ότι αυτό που θα κάνω μπορεί να φέρει χαρά στον κόσμο μπορώ να το ξεπερνάωΔηλαδή λέω να γράψω ένα βιβλίο που να δώσω μια μικρή γεύση αν και στην εποχή αυτή που ζούμε δεν ξέρω ούτε καν αν υπάρχουν βιβλιοπώλες που δεν ελέγχονται απ’ αυτή την κυβέρνηση. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως!»
Και μην ξεχνάτε ότι η αβίωτη ζωή δεν έχει κοντρόλ δίπλα να την αλλάξεις!»
Πείτε μας κάτι που σας έκανε να γελάσετε πρόσφατα.
«Είμαι σε ένα αεροπλάνο, τώρα πρόσφατα, και μια γυναίκα έχει φύγει από το κομμωτήριο, πάρα πολύ όμορφη και της έχουν ξεχάσει ένα ρόλεϋ πίσω. Αυτή έχει δει τον εαυτό της στον καθρέφτη, είναι πάρα πολύ χαρούμενη, συμπεριφέρεται σαν να την κοιτάνε, που την κοιτάνε γιατί είναι ωραία χτενισμένη, ωραία φτιαγμένη.
Εγώ κάθομαι πίσω της οπότε βλέπω το ρόλεϋ που της έχουν ξεχάσει στα μαλλιά της, ήταν δυο ρόλεϋ για την ακρίβεια, και που κανένας δεν τολμάει να της το πει και έχει πιάσει ένα νευρικό γέλιο τους από πίσω γιατί τραντάζει το αεροπλάνο, και πώς να το πω, δεν ήθελα να διακόψω το μυστικό αυτό γέλιο του αεροπλάνου, όπου ο καθένας ήξερε γιατί γέλαγε, αλλά και κανείς δεν το έλεγε στον άλλον
Πάντα γελάω μ’ αυτή την μικρή λεπτομέρεια που αποδυναμώνει το σοβαρό.
Θεωρώ ότι η κωμωδία είναι απλώς μια τραγωδία που απέτυχε.Δηλαδή ξέρω ότι η Μήδεια είναι πάρα πολύ δραματικό και τραγικό όταν σκοτώνει τα παιδιά της αλλά ξέρω ότι αν η Μήδεια είχε εκείνη την ώρα ένα τσουλούφι που έμπαινε μπροστά στα μάτια της και κουνιόταν περίεργα το τσουλούφι αυτό δεν θα μπορούσε το κοινό να νιώσει την τραγικότητα. Αρκεί μία πολύ μικρή λεπτομέρεια για να διαλύσει ότι είναι τραγικό.
Εκτός από ότι είναι πραγματικά τραγικό. Μένει και είναι θεμέλιος λίθος.
Ας πούμε η τραγωδία των Τεμπών, η δολοφονία των παιδιών αυτών, αυτό το συνεχιζόμενο αίσχος κι αυτή η προσπάθεια εξαγοράς ενός λαού με είκοσι ευρώ την ημέρα, για κανα δυο μήνες, δεν ξέρω αν έχουν περάσει τέτοια εποχή αυτοεξευτελισμού οι Έλληνες.
Δεν ήξερα πως δημιουργείται η αμνησία.Είχα μείνει στα τριάντα Αργύρια! Είχα μείνει στον Ιούδα!»
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.