Μενού
maios36
Η μάνα του Τάσου Τούση, θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιου της | Ριζοσπάστης
  • Α-
  • Α+

Μια μάνα θρηνεί πάνω από το νεκρό γιο της. Η σορός του βρίσκεται πάνω σε μια ξηλωμένη πόρτα, που οι σύντροφοί του, την είχαν μετατρέψει σε φορείο προκειμένου να μεταφέρουν το άψυχο σώμα του μακριά από το πεδίο των συγκρούσεων. Η φωτογραφία με αυτή τη σπαρακτική σκηνή, γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες την επόμενη ημέρα. Ο σπουδαίος Γιάννης Ρίτσος την βλέπει, συγκλονίζεται και γράφει τον «Επιτάφιο», ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου. Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που μικρά σου λέω»… Ο ματωμένος Μάης στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας σταθμός στους αγώνες της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

Η απεργία που βάφτηκε στο αίμα

Από τις αρχές του 1936 η κοινωνική κατάσταση στη βόρεια Ελλάδα θύμιζε «μύριζε μπαρούτι». Οι καπνεργάτες ανά τακτά χρονικά διαστήματα ξεσηκώνονται, κατεβαίνουν σε απεργίες και διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και μεγαλύτερα μεροκάματα.

Συνήθως αντιμετωπίζονται με βία από τις δυνάμεις καταστολής. Όσο περνάει ο καιρός, ωστόσο, αντί η όλη ένταση να μειώνεται ακολουθούσε την ακριβώς αντίθετη πορεία. Στις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, που συνιστούσαν το 11,3% της εργατικής τάξης στη βόρεια Ελλάδα, ξεκίνησαν απεργία διαρκείας. Βασικό τους αίτημα ήταν η αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 135 δραχμές, όπως όριζε μία συμφωνία του 1924. Τα αιτήματα των καπνεργατών, ωστόσο, δεν αφορούσαν μόνο στην αύξηση του ημερομισθίου αλλά περιελάμβαναν μεταξύ άλλων το οκτάωρο, την εφαρμογή του νόμου ώστε να απασχολούνται 50% άνδρες – 50% γυναίκες και τη βελτίωση των ασφαλιστικών τους παροχών.

Οι συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν σχεδόν καθημερινές και όλοι έβλεπαν πως η κατάσταση οδεύει πως οριστική ρήξη. Τις πρώτες μέρες εκείνου του Μάη η Θεσσαλονίκη έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Ο διορισμένος πρωθυπουργός και μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, πηγαίνει ο ίδιος στη συμπρωτεύουσα προκειμένου να δει από κοντά την κατάσταση. Η κατάσταση για το κράτος χειροτερεύει καθώς, πλέον, μαζί με τους καπνεργάτες στους δρόμους κατεβαίνουν προκειμένου να διαδηλώσουν εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους και τομείς. Οι καθημερινές διαδηλώσεις λαμβάνουν πλέον χαρακτήρα εξέγερσης. Ο Μεταξάς βλέποντας τα αιματηρά γεγονότα της 8ης Μάη και ενόψει της μεγάλης συγκέντρωσης της επόμενης ημέρας, δίνει εντολή για σκληρή καταστολή. Χωροφυλακή και μονάδες του στρατού είναι έτοιμοι.

Κάθε φορά, οπουδήποτε στον πλανήτη, οποτεδήποτε και αν αυτό έχει συμβεί, που ένοπλα τμήματα του στρατού ή της αστυνομίας βρίσκονται απέναντι από οργισμένους διαδηλωτές η κατάληξη είναι η ίδια. Και επειδή η Θεσσαλονίκη δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, και εκείνη την ημέρα ακολούθησε αιματοκύλισμα. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν ήταν σφοδρές. Τα πυρά αρχικά ήταν στον αέρα. Στη συνέχεια, όμως, στρατιώτες και χωροφύλακες (κυρίως οι δεύτεροι) στόχευαν στο ψαχνό.

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω»

Ένας από τους διαδηλωτές εκείνη την ημέρα, ήταν ο Τάσος Τούσης. Γεννήθηκε στο Ασβεστοχώρι, στους πρόποδες του Χορτιάτη, το 1906, ανήμερα πρωτοχρονιά. Γόνος μια πάμφτωχης και πολυμελούς οικογένειας αναγκάστηκε από πολύ μικρή ηλικία να βγει στο κυνήγι του μεροκάματου προκειμένου να βοηθήσει και αυτός όπως μπορούσε. Έκανε πολλές και διάφορες δουλειές. Η τελευταία του πριν φύγει για να καταταγεί εθελοντής στην Αεροπορία, ήταν σε ένα βαρελάδικο απ’ όπου έπαιρνε 12 δραχμές την ημέρα μεροκάματο. Όταν απολύθηκε από την Αεροπορία έβγαλε δίπλωμα επαγγελματία οδηγού. Αγόρασε ένα σαραβαλιασμένο ford και με προσωπικό κόστος και σκληρή δουλειά προσπάθησε να το κάνει… αυτοκίνητο για να κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Ασβεστοχώρι – Σανατόριο μεταφέροντας κόσμο. Γνωρίζει τη γυναίκα του, την Έλλη που ήταν καπνεργάτρια, η οποία του δίνει όσες οικονομίες είχε προκειμένου να αγοράσει ένα αξιοπρεπές αυτοκίνητο για να κάνει τη δουλειά του. Έτσι, προσπαθούν να χτίσουν το σπιτικό τους.

Έχοντας απόλυτη συναίσθηση του που έπρεπε να είναι εκείνη την ημέρα και του σε ποια πλευρά του δρόμου έπρεπε να σταθεί, ο Τάσος αποφάσισε να συμμετάσχει στην απεργία της 9ης Μάιου. Πριν φύγει για το σημείο της συγκέντρωσης, ωστόσο, πήγε από τη μητέρα του, την κυρία Κατίνα, την καθησύχασε πως δε θα συμμετείχε στις κινητοποιήσεις και πως θα πήγαινε το αυτοκίνητο στο συνεργείο. Στη συνέχεια ο Τάσος πήρε το δρόμο προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου τα επεισόδια είχαν ήδη ξεκινήσει. Μαζί με δυο ακόμα συντρόφους του, εντοπίζουν έναν επαγγελματία οδηγό, απεργοσπάστη και τον κατεβάζουν από το όχημα του. Στη συνέχεια, ενώθηκε με μια μεγάλη ομάδα καπνεργατών η οποία δεν άργησε να συναντηθεί με αστυνομικούς. Ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Όταν η οργή κόπασε ο Τάσος μαζί με κάποιους άλλους μπήκαν σε ένα καφενείο. Μετά από λίγο, ωστόσο, ξέσπασαν νέες συγκρούσεις και οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα προκειμένου να απωθήσουν τους απεργούς. Ο Τάσος Τούσης βγαίνει από το καφενείο προκειμένου να πάρει μέρος στις συγκρούσεις.

Στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο υπό ανέγερση ξενοδοχείο «Μητρόπολις», οι συγκρούσεις γενικεύονται και ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι χωροφύλακες πλέον, σημαδεύουν στο ψαχνό. Μια από τις σφαίρες διαπερνά το κρανίο του Τάσου ο οποίος σωριάζεται νεκρός. Ήταν ο πρώτος από τους 12 ανθρώπους που εκείνη την ημέρα έχασαν τη ζωή τους (σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις οι τραυματίες ήταν περίπου 200).

«Επιτάφιος»

Από εκεί και πέρα ξεκινάει ένας ατελείωτος θρήνος. Οι σκηνές αρχαίας ελληνικής τραγωδίας διαδέχονται η μια την άλλη. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει το μακελειό που είχε συμβεί. Πόνο. Θρήνος. Οργή. Οι σύντροφοί του Τάσου, ξηλώνουν μια πόρτα, τη μετατρέπουν σε φορείο και απομακρύνουν το άψυχο κορμί του Τάσου από το σημείο των συμπλοκών. Στη διάρκεια της διαδρομής, η νεκρική πομπή συνάντησε στο δρόμο τη μητέρα του Τάσου η οποία έψαχνε τις κόρες της.

Όλοι παγώνουν. Η χαροκαμένη μάνα, αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Εκείνη την ώρα ακούγονται νέοι πυροβολισμοί. Οι διαδηλωτές αφήνουν το άψυχο κορμί του Τάσου στο δρόμο και προσπαθούν να καλυφθούν. Η μητέρα του, ωστόσο, μένει εκεί και θρηνεί το παιδί της ανάμεσα στις σφαίρες που σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι της.

Ένας φωτογράφος που βρίσκεται στο σημείο απαθανατίζει το σπαρακτικό στιγμιότυπο (στην ουσία πρόκειται για τρία διαφορετικά καρέ) και την επόμενη ημέρα η φωτογραφία δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη. Μόλις τρεις ημέρες μετά το μακελειό, ο Ριζοσπάστης, δημοσιεύει ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ο οποίος συγκλονισμένος από τη φωτογραφία, κλείνεται σε ένα δωμάτιο και γράφει ένα από τα αριστουργήματα του το οποίο πολλοί συνέκριναν με το «Ω! γλυκύ μου έαρ…», με τον τίτλο «Μοιρολόι» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης».

Στις 8 Ιούνη του 1936 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη ο «Επιτάφιος – Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», με την προσθήκη στα αρχικά ποιήματα και άλλων που στο μεταξύ είχε στείλει ο Ρίτσος στην εφημερίδα. Τα 10.000 αντίτυπα εξαντλούνται σχεδόν αμέσως.

Η δεύτερη έκδοση, ωστόσο, ματαιώνεται με την επιβολή «υπό του κομμουνιστικού κινδύνου» της δικτατορίας του Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936, μία ημέρα πριν από τη γενική απεργία που είχε προκηρυχθεί. Ο «Επιτάφιος» συγκαταλέγεται στον πρώτο κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, κατάσχονται τα τελευταία 250 αντίτυπα και ρίχνονται στην πυρά μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός…

Το 1959 ο Μίκης Θεοδωράκης, λαμβάνει στο Παρίσι ένα πακέτο από τον Γιάννη Ρίτσο. «Μου στέλνει όλα του τα βιβλία. Και στον ''Επιτάφιο'' είχε αυτό: ''το βιβλίο τούτο το έκαψαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός''. Κάθομαι λοιπόν στο τιμόνι και περιμένω (σσ: τη σύζυγό του, που εκείνη την ώρα είχε πάει για ψώνια). Μια βροχή… Βγάζω το βιβλίο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, λες και έπρεπε να γίνει αυτό, χαράζω πεντάγραμμο και αρχίζω να γράφω μουσική. Μελοποιώ και τα είκοσι», περιέγραψε ο ίδιος ο συνθέτης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος το 2009.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA