Μια διαμάχη που ξεκίνησε από το «Πιστεύω» αλλά και η αέναη μάχη για εξουσία οδήγησε τη χριστιανική εκκλησία στο λεγόμενο Μέγα Σχίσμα. Στα χρόνια που ακολούθησαν ανάμεσα σε Ορθόδοξη και Καθολική Εκκλησία ειπώθηκαν... «βαριές» κουβέντες που απλά επιβεβαίωναν το τεράστιο χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Από το Μέγα Σχίσμα του 1054 όπου η μέχρι τότε αδιαίρετη Χριστιανική Εκκλησία «κόπηκε» σε δύο κομμάτια, Ορθόδοξη και Καθολική, έπρεπε να φτάσουμε στο 1965, δηλαδή μετά από 911 χρόνια, για να υπάρξει η πρώτη ουσιαστική κίνηση προσέγγισης των δυο Εκκλησιών.
Αυτή έγινε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Δεκεμβρίου του 1965, και ήταν η περίφημη άρση του αλληλοαφορισμού στην οποία προχώρησαν ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Μπορεί, πλέον, στις ημέρες μας οι δύο καθολικοί και ορθόδοξοι να έχουν έρθει πιο κοντά και το μίσος του παρελθόντος να έχει σβήσει, ωστόσο, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος να γίνει μέχρι την «αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών». Αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο...
«Του εκ του πατρός εκπορευόμενον...»
Η παραπάνω φράση από το «Πιστεύω», η οποία αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα, είναι αυτή που προκάλεσε το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε ανατολική και δυτική εκκλησία. Προκειται για το περίφημο «Filioque».
Το επίμαχο σημείο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελεί το παρακάτω:
«…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…».
Η Δυτική Εκκλησία (λέγεται πως έγινε για πρώτη φορά κάπου στην Ισπανία προκειμένου να καταπολεμηθεί η αίρεση του αρειανισμού) προσέθεσε τη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο ως:
«…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …».
Οι Ορθόδοξοι αποκρούουν την προσθήκη του Filioque για δύο λόγους. Τη θεωρούν θεολογικό λάθος και υποστηρίζουν ότι η όποια αλλαγή στο Σύμβολο της Πίστεως θα πρέπει να γίνει μόνο με τη σύγκληση Οικουμενικής Σύνοδος.
Αλλά, βέβαια, ένα τέτοιο κοσμοϊστορικό γεγονός όπως το Μέγα Σχίσμα δε θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί από μια φράση όσο σημαντική και αν είναι αυτή για την πίστη εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτό ήταν η αφορμή. Οι αιτίες είναι άλλες με σημαντικότερη από αυτές την... εξουσία! Ο Πάπας απαιτούσε να έχει αυτός την πρωτοκαθεδρία (το περίφημο Πρωτείο) απέναντι στους τέσσερις πατριάρχες (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και βέβαια να ασκεί εξουσία πάνω τους. Αντίθετα, η τετράδα των Πατριαρχών υποστήριζαν πως η πρωτοκαθεδρία αυτή είναι μόνο τιμητική και καθόλου ουσιαστική και έχει ισχύ μόνο πάντως στους χριστιανούς της Δύσης.
Η οριστική ρήξη ανάμεσα στις δυο εκκλησίες που φτάνει μέχρι και τις ημέρες μας, ξεκίνησε από τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο ο οποίος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα Λέοντα Θ' με την οποία καταδικάζει τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας.
Ο Πάπας δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια και πήγε την κόντρα στο επόμενο στάδιο. Με τον καρδινάλιο Ουμβέρτο στέλνει στην Κωνσταντινούπολη επιστολές προς τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη με τις οποίες αμφισβητεί τον τίτλο του Μιχαήλ και απαιτεί να περάσουν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (Αλβανίας).
Το θέμα είναι πως λίγες ημέρες αργότερα ο Πάπας πέθανε και ο Ουμβέρτος έγινε... παπικότερος του Πάπα και τράβηξε το σχοινί στα άκρα καθώς στην πραγματικότητα ήταν ο πρώτος που υποστήριξε τόσο ανοιχτά το παπικό πρωτείο.
Στις 16 Ιουλίου 1054, στην απογευματινή Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη θα έρθει το Μέγα Σχίσμα. Ο Ουμβέρτος κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα τον αφορισμό του Πατριάρχη Μιχάηλ και αναθεμάτισε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθώς περνούσαν από τη δυτική πύλη της Βασιλεύουσας, ο καρδινάλιος ακούστηκε να λέει «Ο Θεός ας δει και ας κρίνει».
Στις 24 Ιουλίου ήρθε η απάντηση της Ανατολής. Ο Πατριάρχης συγκάλεσε Σύνοδο όπου αναθεμάτισε και αφόρισε τους συντάκτες των επιστολών αλλά και όσους την ακολουθούν, ουσιαστικά δηλαδή ολόκληρη τη δυτική εκκλησία! Το τυπικό σφράγισμα του Σχίσματος ήρθε το 1204 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.
Η περίφημη άρση του αλληλοαφορισμού
Από το Σχίσμα του 1054 μέχρι και σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να έρθουν κοντά οι δυο εκκλησίες. Έχουν γίνει πολλά βήματα, ωστόσο, απομένουν να γίνουν πολλά ακόμα μέχρι την «αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών».
Η τελευταία συνάντηση ανάμεσα σε ηγέτες των δύο χριστιανικών εκκλησιών είχε γίνει στη Φλωρεντία το 1439 μεταξύ του Πάπα Ευγενίου Δ΄ και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄, αλλά δεν βρέθηκε τρόπος συνεννόησης, με αποτέλεσμα να παγιωθεί ο διχασμός των δύο Εκκλησιών.
Όλα άλλαξαν, ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1964 όταν, για πρώτη φορά μετά από 525 χρόνια, οι προκαθήμενοι των δυο Εκκλησιών συναντήθηκαν ξανά και, μάλιστα, σε θερμό κλίμα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, Αθηναγόρας και Παύλος Στ’ καταγράφηκαν στην ιστορία ως «μεγάλοι οραματιστές της συμφιλίωσης».
Η συνάντηση έγινε στο Όρος των Ελαιών, στα Ιεροσόλυμα μέσα σε θερμότατο κλίμα. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε την επομένη ημέρα, η προσέγγιση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών χαρακτηρίστηκε ως εκδήλωση αμοιβαίας αδελφοσύνης και γεγονός μεγάλης σημασίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει «το σημείο και το προανάκρουσμα των μελλόντων γενέσθαι προς δόξαν Θεού και φωτισμόν συμπάσης ανθρωπότητος».
«Καρπός» εκείνης της πρώτης συνάντησης αλλά κυρίως της όλης προσέγγισης που υπήρξε ανάμεσα στις δυο πλευρές τους μήνες που ακολούθησαν, υπήρξε η περιβόητη άρση του αλληλοαφορισμού.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 7 Δεκεμβρίου του 1965 ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ανακάλεσαν τους αφορισμούς και των δυο πλευρών.
Το επίσημο ανακοινωθέν που εκδόθηκε τότε, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’, με την Ιερή τους Σύνοδο, πεπεισμένοι ότι εκφράζουν την κοινή επιθυμία δικαιοσύνης και το ομόθυμο αίσθημα αγάπης των πιστών τους, και ενθυμούμενοι την εντολή του Κυρίου, ο οποίος είπε: «Αν προσφέρεις το δώρο σου πάνω στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί το δώρο σου, μπροστά στο θυσιαστήριο, και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Μθ. ε΄, 23-24), ομόφωνα δηλώνουν:
Αποδοκιμάζουν τους προσβλητικούς λόγους, τις αβάσιμες κατηγορίες και τις αξιοκατάκριτες χειρονομίες, τα οποία και από τις δύο πλευρές χαρακτήρισαν ή συνόδευσαν τα θλιβερά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Αποδοκιμάζουν επίσης και αφαιρούν από τη μνήμη και από το περιβάλλον της Εκκλησίας τα ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ που επακολούθησαν, η ανάμνηση των οποίων επενεργεί μέχρι σήμερα ως εμπόδιο στην προσέγγιση της αγάπης και παραδίνουν αυτά τα ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ στον ξεχασμό.
Εκφράζουν, τέλος, τη θλίψη τους για τα λυπηρά προηγούμενα και τα μεταγενέστερα γεγονότα, τα οποία, κάτω από την επίδραση διαφόρων παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους είναι και η αμοιβαία έλλειψη κατανόησης και εμπιστοσύνης, οδήγησαν τελικά στην πλήρη διάσπαση της εκκλησιαστικής κοινωνίας».
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως η αντίδραση της Ελλαδικής Εκκλησίας κάθε άλλο παρά... ψύχραιμη ήταν αφού κατέστησε σαφές πως ήταν αντίθετη με την άρση του αλληλοφορισμού. «Με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία», δήλωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος λίγες ημέρες πριν πραγματοποιηθεί η ιστορική εκείνη συνάντηση μεταξύ Παύλου ΣΤ' και Αθηναγόρα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.