Ο Χρήστος Κεντήρας ήταν ένας φανοποιός που ζούσε στην Τακτικούπολη Τροιζηνίας, ένα μικρό χωριό απέναντι από τον Πόρο. Διατηρούσε ένα φανοποιείο στην είσοδο του οποίου είχε κρεμάσει μία ταμπέλα που έγραφε «Ο Παράξενος».
Πράγματι, ο Κεντήρας ήταν ένας παράξενος και δύσκολος άνθρωπος και αυτό μπορεί μέχρι τις 4 Νοεμβρίου του 2000 να το ήξεραν μόνο οι δικοί του άνθρωποι και οι συγχωριανοί του από εκείνη την ημέρα και έπειτα, ωστόσο, το έμαθε και η υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο Κεντήρας έγινε πρωταγωνιστής σε μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις στα αστυνομικά χρονικά της χώρας.
Πρώτα δολοφόνησε την 77χρονη πεθερά του και στη συνέχεια τον άνθρωπο που θεωρούσε εραστή της γυναίκας του.
Έπειτα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και πήγε προς την Κόρινθο. Στην Επίδαυρο το πυρπόλησε και με την απειλή του όπλου επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο που επέβαιναν 33 τουρίστες από την Ιαπωνία και ο Έλληνας ξεναγός τους.
Τα όσα ακολούθησαν θυμίζουν κάτι από χολιγουντιανή ταινία δράσης με ένα – μάλλον – αναμενόμενο τέλος.
Ο «παράξενος» Χρήστος Κεντήρας που σκόρπισε τον θάνατο
Ο Χρήστος Κεντήρας ήταν ένας 48χρονος φανοποιός. Είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στη Νίκαια. Έφυγε από τον Πειραιά όταν νεαρός ακόμα γνώρισε και ερωτεύτηκε τη σύζυγό του. Μαζί μετακόμισαν στην Τακτικούπολη Τροιζηνίας, ένα μικρό χωριό, απέναντι από τον Πόρο.
Η σχέση των δύο ανθρώπων ήταν εύκολη για πολύ λίγο. Για ελάχιστον χρονικό διάστημα. Μέχρι και που γεννήθηκε ο γιος της οικογένειας.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα φάνηκε (ακόμα πιο ξεκάθαρα) το πόσο παράξενος και δύσκολος άνθρωπος ήταν ο Κεντήρας. Ζήλευε παθολογικά τη σύζυγό του και κάθε τόσο τις «φόρτωνε» σχέσεις με... διάφορους εραστές.
Όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο περισσότερο καταπιεστικός και τοξικός γινόταν, τόσο πιο έντονα και βίαια ήταν τα ξεσπάσματά του.
Μέχρι που η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Την τελευταία φορά που κατηγόρησε τη γυναίκα του πως είχε εραστή εκείνη πήρε το παιδί και έφυγε μακριά του. Ο Κεντήρας έλεγε πως η σύζυγός του έχει εραστή, πως η μάνα της την καλύπτει και για τον λόγο αυτό έβαλε ντέντεκτιβ προκειμένου να την παρακολουθεί για να την «ξεμπροστιάσει».
Όταν η γυναίκα του έφυγε, ωστόσο, η κατάσταση του Κεντήρα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Αργότερα οι κάτοικοι του χωριού έλεγαν πως ήταν εμφανές πως αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχικά προβλήματα. Βέβαια, κανείς δε μίλησε πριν γίνει το μακελειό αλλά αυτή είναι μία άλλη θλιβερή ιστορία.
Μία ημέρα σαν σήμερα, λοιπόν, νωρίς το πρωί της 4ης Νοεμβρίου του 2000 ο Κεντήρας πήρε την κυνηγετική του καραμπίνα και πήγε στο σπίτι της πεθεράς του. Εκείνη, ανυποψίαστη (ίσως και επειδή ήταν μόλις 7 το πρωί) του άνοιξε.
Το εκείνος, σήκωσε την καραμπίνα του και τη δολοφόνησε πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσεις. Ο πεθερός του που ήταν επίσης μέσα στο σπίτι πρόλαβε και κρύφτηκε την τελευταία στιγμή.
Στη συνέχεια ο Κεντήρας επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του (ένα λευκό «Άλφα Ρομέο» χωρίς πινακίδες) και πήγε στον Γαλατά, μία μικρή πόλη που βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση.
Εκεί έμενε ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν ο εραστής της γυναίκας του. Πήγε στο σπίτι του και σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που δολοφόνησε την πεθερά του, σκότωσε και εκείνον!
Αμέσως μετά το διπλό φονικό, μπήκε ξανά στο όχημά του και έφυγε με κατεύθυνση την Κόριθνο. Στη διαδρομή και ενώ βρισκόταν κοντά στη Μονή Αγνούντος στην Επίδαυρο, σταμάτησε και πυρπόλησε το αυτοκίνητό, του προκειμένου να δυσκολέψει τις αρχές στον εντοπισμό και τη σύλληψή του.
Η λεωφορειοπειρατεία και ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος
Τη στιγμή που ο Κεντήρας περιέλουζε το αυτοκίνητό του με βενζίνη και το παρέδιδε στις φλόγες, περνούσε από το σημείο ένα τουριστικό λεωφορείο μέσα στο οποίο εκτός από τον οδηγό και έναν ακόμα Έλληνα που είχε τον ρόλο του ξεναγού υπήρχαν και 33 Ιάπωνες τουρίστες!
Ο Κεντήρας μπήκε στη μέση του δρόμου και με την απειλή του όπλου ανάγκασε τον οδηγό να σταματήσει. Στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε αυτό και, πάντα με την απειλή της καραμπίνας, είπε στον οδηγό να κατευθυνθεί στην Αθήνα.
Ο τρομοκρατημένος οδηγός, με δεδομένο πως είχε και την ευθύνη τόσων ανθρώπων, ακολούθησε πιστά τις εντολές που του έδινε ο Κεντήρας.
Το θέμα, ωστόσο, είναι πως άλλοι οδηγοί που είχαν δει το όλο σκηνικό είχαν ενημερώσει την Ελληνική Αστυνομία. Οι μνήμες, άλλωστε, από την πρώτη λεωφορειοπειρατεία που έγινε ποτέ στην Ελλάδα ήταν ακόμα νωπές. Μόλις ενάμιση χρόνο πριν ο 25χρονος Αλβανός Φλαμούρ Πίσλι είχε καταλάβει ένα άλλο λεωφορείο με την κατάληξη εκείνης της περιπέτειας να είναι τραγική.
Σύντομα, λοιπόν, και πριν το λεωφορείο φτάσει στον Ισθμό είχε περικυκλωθεί από περιπολικά. Πριν φτάσει στα διόδια της Ελευσίνας, ο Κεντήρας είδε πως οι αστυνομικοί του έχουν στήσει εκεί μπλόκο και του έδωσε εντολή να κάνει αναστροφή και να επιστρέψει προς την Κόρινθο.
Στο μεταξύ ο ειδικός διαπραγματευτής που βρισκόταν μέσα σε ένα από τα περιπολικά που ακολουθούσαν το λεωφορείο προσπαθούσε διαρκώς να επικοινωνήσει με τον Κεντήρα αλλά εκείνος δεν ήθελε να τον ακούσει.
Το μόνο που ζητούσε επίμονα ήταν να δώσει μία συνέντευξη στον δημοσιογράφο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο προκειμένου να «αποκαταστήσει την τιμή του» όπως έλεγε γιατί «όλοι στο χωριό τον θεωρούσαν κερατά»!
Όταν το λεωφορείο βρισκόταν ξανά πίσω στην Επίδαυρο ο Κεντήρας μίλησε με τον Τριανταφυλλόπουλο. Ο δημοσιογράφος δέχθηκε να πάρει τη συνέντευξη και επικοινώνησε με τους αστυνομικούς που είχαν αναλάβει την υπόθεση προκειμένου να τους ενημερώσει.
Εκείνοι θεώρησαν πως έπρεπε να επιτρέψουν την εμπλοκή του δημοσιογράφου. Αποφασίστηκε το λεωφορείο να μπει τελικά στην Αθήνα, να φτάσει μέχρι να γραφεία του Alpha και εκεί ο Κεντήρας να απελευθερώσει τους ομήρους και στη συνέχεια να δώσει τη συνέντευξη που ήθελε. Και έτσι έγινε προς γενική ανακούφιση.
«Οι τουρίστες στην αρχή ήταν φοβισμένοι, αλλά μετά σιγά σιγά άρχισαν να χαλαρώνουν. Ήταν άψογοι, δεν κουνήθηκαν από τις θέσεις τους. Όταν μάλιστα σταματήσαμε έξω από το κανάλι και ο δράστης μου έδωσε την καραμπίνα, γύρισε προς τους επιβάτες και υποκλίθηκε. Εκείνοι με τη σειρά τους άρχισαν να τον χειροκροτούν». Έτσι περιέγραψε αργότερα τις τελευταίες στιγμές της περιπέτειάς τους ο οδηγός, Γεώργιος Τσάκωνας.
Όταν ολοκληρώθηκε η συνέντευξη, ο Κεντήρας παραδόθηκε και οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής.
Την επόμενη ημέρα το πρωί ο 48χρονος φανοποιός με τη συνοδεία αστυνομικών ανέβηκε στον έβδομο όροφο του αστυνομικού μεγάρου της λεωφόρους Αλεξάνδρας. Λίγο πριν τον συνοδεύσουν και για την φωτογράφηση, ακούστηκε να λέει: «Άντε, να τελειώνουμε».
Παρά το γεγονός ότι ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος είχε ενημερώσεις τους αστυνομικούς ότι ο Κεντήρας του είχε πει ότι θέλει να αυτοκτονήσει, σε μία στιγμή αδράνειας των τεσσάρων (!) συνοδών αστυνομικών (δύο αξιωματικών και δύο δόκιμων), ο Κεντήρας διέφυγε της προσοχής του, έτρεξε προς ένα παράθυρο, πήδηξε πάνω σε αυτό, με το βάρος του σώματός του το έσπασε, έπεσε στο κενό και βρήκε ακαριαίο θάνατο σε μία μικρή ταράτσα που βρίσκεται στον τρίτο όροφο της ΓΑΔΑ.
Όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Κεντήρα, τα κανάλια έσπευσαν να πάρουν δηλώσεις από τους Ιάπωνες τουρίστες – ομήρους. Ένας από που μιλούσε ελληνικά, είπε στις κάμερες. «Δύο από τους συνεπιβάτες μου μού είπαν ότι λυπήθηκαν. Δεν ήταν τόσο κακός ο άνθρωπος. Κατεβαίνοντας μας είπε: ''σας ταλαιπώρησα, συγγνώμη'' και έφυγε».
- «Στην τιμή μου, δεν το έκανα - Ο Φανούρης περνούσε και πυροβολούσε»: Βροχή μαρτυριών για τα Βορίζια
- Απασφαλίζουν οι αστυνομικοί της Κρήτης κατά Χρυσοχοΐδη: «Δεν είμαστε πειραματόζωα, θέλουμε σεβασμό»
- Ο Μικρούτσικος «δίκασε» Σίλα Σεραφείμ: «Από το '90 αποτυχημένος, σταμάτησαν να τον καλούν»
- Γιάννης Γαλάτης: Πουλάει πολυκατοικία για να βοηθήσει 22 οικογένειες
Ακολουθήστε το Reader στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις και τα νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.