Μενού
Influencer
Influencer | Shutterstock
  • Α-
  • Α+

Κάθε φορά που οι λέξεις «influencer» και «content creator» ηχούν γύρω μου, νιώθω μια εσωτερική ανάφλεξη. Είναι μια άμεση, σχεδόν ενστικτώδης αποστροφή που με διαπερνά, ένα φλέγμα που ανεβαίνει όχι από κάποια προσωπική εμπάθεια προς τα πρόσωπα που φέρουν αυτές τις ταμπέλες, αλλά από κάτι πολύ βαθύτερο και πιο συστημικό.

Στην αρχή, πίστευα πως ίσως ήταν απλώς μια ιδιοτροπία, μια αντίδραση σε κάτι καινούργιο που δεν κατανοούσα πλήρως ή μια απλή άρνηση του σύγχρονου. Όμως, όσο περισσότερο παρατηρούσα το φαινόμενο, τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν: το πρόβλημα δεν είναι οι ίδιοι οι «πρωταγωνιστές» του ψηφιακού στερεώματος, οι οποίοι συχνά είναι απλώς προϊόντα ενός συστήματος.

Το πρόβλημα είναι η ίδια η κουλτούρα που τους δημιούργησε, τους ανέθρεψε και τους συντηρεί – ένα σύνολο αξιών, προσδοκιών και συμπεριφορών που έχουν διαβρώσει την έννοια της δημιουργίας, της αυθεντικότητας και της επικοινωνίας.

Και, φυσικά, μέρος του προβλήματος είναι το κοινό, οι «δέκτες» αυτής της αδιάκοπης ροής «περιεχομένου», οι οποίοι, με την αδιάκριτη αποδοχή και επιβράβευσή τους, μετατρέπουν το ψηφιακό τοπίο σε έναν καθρέφτη των σύγχρονων παθογενειών και επιφανειακών μας αναζητήσεων. Αυτή η κουλτούρα, με τους «ιερείς» και τους «πιστούς» της, αξίζει μια ανάλυση που ξεπερνά τα πρόσωπα και βουτάει στην ουσία του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί.

Όταν η ουσία χάνεται στο «περιεχόμενο»

Η σύγχρονη ψηφιακή εποχή, αντί να αναδείξει τη γνώση και την τέχνη, μοιάζει να έχει δημιουργήσει ένα παράξενο υβρίδιο: την κουλτούρα του «περιεχομένου». Είναι μια κουλτούρα που διαφέρει ριζικά από τη δημιουργία όπως την ξέραμε. Δεν είναι η εσωτερική ανάγκη για έκφραση, η βαθιά μελέτη ενός αντικειμένου ή η προσπάθεια να προσφέρεις κάτι ουσιαστικό.

Αντιθέτως, είναι μια αδιάκοπη παραγωγή υλικού, με μοναδικό σκοπό τη συνεχή ροή, την προσέλκυση του βλέμματος και την αιχμαλώτιση της προσοχής – έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.

Η έννοια του «περιεχομένου» ως αυτοσκοπού έχει απαξιώσει την ίδια την αξία της ουσίας. Όλα γίνονται «content»: ένα βίντεο, μια φωτογραφία, ένα tweet, ένα «story». Η ποιότητα υποχωρεί μπροστά στην ποσότητα, το βάθος στην επιφάνεια, η γνώση στην ευκολία.

Δεν έχει σημασία αν κάτι είναι αληθινά πρωτότυπο ή βαθυστόχαστο, αρκεί να είναι «engaging», να κρατάει τον αλγόριθμο ευχαριστημένο και τα νούμερα ψηλά.

Αυτό οδηγεί σε μια ασφυκτική πίεση για συνεχή «παραγωγή», όπου η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε ένα εργοστάσιο ατελείωτων πλάνων και στιγμιότυπων, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για πραγματική σκέψη, περισυλλογή ή αυθεντική εμπειρία. Η δημιουργικότητα παγιδεύεται στα τετραγωνάκια της οθόνης, και η έμπνευση αντικαθίσταται από την ανάγκη για το επόμενο «viral» κλικ.

Μέσα σε αυτή την κουλτούρα, τα όρια μεταξύ προσωπικής ζωής και δημόσιας εικόνας έχουν θολώσει ανεπανόρθωτα. Η αυθεντικότητα, μια λέξη τόσο καταχρηστικά χρησιμοποιημένη, έχει μετατραπεί σε ένα καλοστημένο marketing. Κάθε πτυχή της καθημερινότητας –από το πρωινό ξύπνημα και το φαγητό, μέχρι τις διακοπές και τις πιο προσωπικές στιγμές– γίνεται αναλώσιμο υλικό προς κατανάλωση.

Η ιδιωτικότητα εκχωρείται εθελοντικά στο βωμό της προβολής και του κέρδους, και η ανθρώπινη εμπειρία μεταλλάσσεται σε μια αδιάκοπη διαφήμιση. Τα πάντα πωλούνται: ένα προϊόν, μια υπηρεσία, μια ιδέα, ακόμα και μια συναισθηματική κατάσταση. Αυτή η ασταμάτητη εμπορευματοποίηση διαβρώνει την αυθεντικότητα των σχέσεων και των στιγμών, μετατρέποντας το είναι σε φαίνεσθαι, με μοναδικό κριτήριο την απήχηση και την οικονομική απόδοση.

Στην καρδιά αυτής της κουλτούρας χτυπάει ο παλμός ενός επικίνδυνου μύθου: αυτός της εύκολης, αβίαστης επιτυχίας. Μέσα από τα φίλτρα και τις προσεκτικά επιλεγμένες στιγμές, προβάλλεται ένα μη ρεαλιστικό lifestyle: διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, ατελείωτες αγορές, μια ζωή χωρίς εμφανείς κόπους ή δυσκολίες.

Η «ευτυχία» συνδέεται άμεσα με την κατανάλωση, την επίδειξη υλικών αγαθών και, κυρίως, με τον αριθμό των followers και των likes.
Δημιουργείται έτσι η ψευδαίσθηση ότι η επιτυχία είναι ένα εύκολα προσβάσιμο αγαθό για όλους, αρκεί να ακολουθήσεις κάποιους κανόνες «περιεχομένου». Αυτό όχι μόνο στρεβλώνει την πραγματική έννοια της σκληρής δουλειάς, της γνώσης και της εξειδίκευσης, αλλά δημιουργεί και
μια γενιά απογοητευμένων ανθρώπων που αναζητούν την άμεση αναγνώριση και το εύκολο κέρδος, αντί να επενδύουν στην ουσιαστική προσπάθεια και εξέλιξη.

Το κοινό ως «δέκτης»: Η συμμετοχή στη σιωπηλή αποδοχή

Αν η κουλτούρα της επιφάνειας είναι η μια όψη του νομίσματος, η άλλη, εξίσου προβληματική, είναι η στάση του κοινού: των «δεκτών» που όχι μόνο καταναλώνουν αυτό το «περιεχόμενο», αλλά το επιβραβεύουν και εν τέλει το διαμορφώνουν. Αυτή η δυναμική είναι που συμπληρώνει
τον κύκλο της ψευδαίσθησης, μετατρέποντας το ψηφιακό οικοσύστημα σε ένα χώρο όπου η κριτική σκέψη θολώνει και η αυθεντικότητα γίνεται σπάνιο είδος.

Το σύγχρονο κοινό, βομβαρδισμένο από έναν ατελείωτο χείμαρρο πληροφορίας, φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια στάση παθητικής κατανάλωσης. Αντί να αναζητά, να ερευνά, να φιλτράρει και να αμφισβητεί, προτιμά την εύκολη και άμεση πρόσβαση σε ό,τι του προσφέρεται. Το «περιεχόμενο» καταναλώνεται γρήγορα, χωρίς εμβάθυνση, χωρίς να αφήνει χώρο για κριτική ανάλυση ή προβληματισμό.

Αυτό οδηγεί στην επιβράβευση του απλούστερου, του πιο εντυπωσιακού, του πιο «ελαφρού» έναντι του ουσιαστικού, του σύνθετου και του απαιτητικού. Η κριτική σκέψη ατονεί, καθώς η αναζήτηση της αλήθειας αντικαθίσταται από την αναζήτηση της στιγμιαίας ψυχαγωγίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι μετρήσεις της απήχησης –τα likes, τα shares, τα comments, οι followers– αναδεικνύονται σε απόλυτα κριτήρια αξίας. Αυτό δημιουργεί έναν εθιστικό κύκλο: οι «δημιουργοί» παράγουν για να λάβουν επιβεβαίωση μέσω των αριθμών, και το κοινό συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία προσφέροντας την επιβεβαίωση, συχνά επειδή και το ίδιο αναζητά την αίσθηση του ανήκειν ή της συμμετοχής.

Η ανάγκη για συνεχή ερεθίσματα και άμεση ικανοποίηση γίνεται κυρίαρχη, οδηγώντας σε μια αδιάκοπη αναζήτηση για το επόμενο «hit», την επόμενη τάση, την επόμενη στιγμή που θα επιβεβαιώσει την ψηφιακή τους ύπαρξη. Αυτή η εξάρτηση υπονομεύει την εσωτερική αξία και την αυθεντική δημιουργία, μετατοπίζοντας την εστίαση από
το «τι λέω» στο «πόσοι το είδαν».

Η παθητική αποδοχή και η εξάρτηση από την επιβεβαίωση έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ψηφιακών «φυλών» γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα ή θέματα. Άνθρωποι συσπειρώνονται γύρω από «influencers» που εκφράζουν τις δικές τους απόψεις (ή διαμορφώνουν νέες), συχνά χωρίς ουσιαστική βάση γνώσης ή χώρο για διάλογο και αντίλογο.

Η «κοινή γνώμη» διαμορφώνεται όχι μέσα από κριτική ανάλυση ή πολύπλευρη ενημέρωση, αλλά μέσα από τις «αλήθειες» που προβάλλονται από τους ψηφιακούς «γκουρού». Αυτό δημιουργεί μια επικίνδυνη δυναμική, καθώς η επιρροή αυτών των προσώπων μπορεί να αγγίξει ευαίσθητους τομείς όπως η υγεία, η πολιτική και η κοινωνική συμπεριφορά, με απρόβλεπτες και συχνά αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία στο σύνολό της.

Οι βαθύτερες συνέπειες και το μελλοντικό ερώτημα

Η κουλτούρα των «influencers» και των «content creators», σε συνδυασμό με την παθητική αποδοχή του κοινού, δεν είναι ένα αθώο ψηφιακό φαινόμενο. Οι επιπτώσεις της απλώνονται πολύ πέρα από τις οθόνες μας, διαβρώνοντας τον κοινωνικό ιστό και αλλοιώνοντας την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, την αξία και την επιτυχία.

Σε μια εποχή που η πληροφορία είναι πανταχού παρούσα, η ψηφιακή αυτή κουλτούρα συχνά επιβραβεύει την επιφάνεια έναντι της ουσίας, το εντυπωσιακό έναντι του εμπεριστατωμένου. Τα πρότυπα που αναδεικνύονται δεν είναι απαραίτητα αυτά που βασίζονται στη γνώση, την
εμπειρία, τη σκληρή δουλειά ή την προσφορά στην κοινωνία.

Αντιθέτως, συχνά αρκεί η ικανότητα στην προβολή, η δημιουργία ενός γυαλιστερού «lifestyle» και η συνεχής τροφοδότηση της ανάγκης για θέαμα. Αυτό υπονομεύει την αξία της εκπαίδευσης, της εξειδίκευσης και της κριτικής σκέψης, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η επιτυχία είναι ένα εύκολο, γρήγορο και καθαρά αριθμητικό μέγεθος.

Καθώς η προσωπική ζωή γίνεται δημόσιο θέαμα και η αυθεντικότητα μετατρέπεται σε στρατηγική marketing, ορίζεται μια νέα, προβληματική σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Η διαρκής ανάγκη για επιβεβαίωση μέσω των ψηφιακών μέτρων (likes, followers) οδηγεί σε μια κρίση ταυτότητας, όπου η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την εξωτερική αποδοχή και όχι από εσωτερικές αξίες.

Οι άνθρωποι παγιδεύονται σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να «πουλήσουν» μια εικόνα, χάνοντας την αυθεντική τους φωνή και την ελευθερία να είναι απλώς ο εαυτός τους.

Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι απλώς πού πάμε, αλλά πού θέλουμε να πάμε. Θα συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε μια κουλτούρα που ανταλλάσσει την ουσία με το «content», τη γνώση με την επιφανειακή πληροφορία, την αυθεντικότητα με την καλοστημένη εικόνα; Πώς μπορούμε να ξαναβρούμε την αξία της πραγματικής δημιουργίας, της εις βάθος σκέψης και της κριτικής αντίληψης, τόσο ως «δημιουργοί» όσο και ως «δέκτες», σε έναν κόσμο που μοιάζει να χάνεται στην ψευδαίσθηση; Αυτό δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα της ψηφιακής εποχής. Είναι ένα βαθιά ανθρώπινο, κοινωνικό και πολιτιστικό ερώτημα που απαιτεί άμεση απάντηση.

Η προσωπική μου «κρίση» και η αδήριτη πραγματικότητα

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκω το «τσουβάλιασμα». Προφανώς, δεν είναι όλοι οι «influencers» άσχετοι ή ματαιόδοξα κελύφη. Υπάρχουν, αναμφίβολα, άνθρωποι που μέσα σε αυτό το περιβάλλον προσπαθούν να προσφέρουν ουσιαστική αξία, γνώση και αυθεντική δημιουργία, ακολουθώντας δικούς τους κώδικες, έστω και αν οι πλατφόρμες τούς ωθούν σε άλλες κατευθύνσεις. Ακριβώς όπως κι εγώ δεν είμαι «άλλος ένας ΑΡΔ», έτσι και το φαινόμενο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο.

Ωστόσο, εδώ έγκειται η βαθιά ριζωμένη μου δυσφορία. Θεωρητικά, οι «influencers» και εγώ, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος με δεκαετίες στον χώρο, μοιραζόμαστε ένα κοινό, κρίσιμο κομμάτι της δημόσιας σφαίρας: την ενημέρωση, την επικοινωνία, τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Και όμως, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που για το ίδιο θέμα –είτε αυτό αφορά την πολιτική, την υγεία, την κοινωνία ή ακόμα και την απλή ενημέρωση– λαμβάνει πληροφορίες και «αλήθειες» από εμένα, που ακολουθώ συγκεκριμένους κανόνες επαγγελματικής πρακτικής, δεοντολογίας και διαρκούς ελέγχου των πηγών, και από κάποιον ή κάποια «content creator» που έχει ως πρώτη –και ίσως μοναδική– προτεραιότητα αν έχει κάτσει καλά το μακιγιάζ ή αν φοράει το σωστό μπλουζάκι για να φαίνονται οι γραμμωμένοι μύες.

Και αυτό, ειλικρινά, δεν μπορώ να το «χωνέψω» εύκολα. Είναι σαν να παραγγέλνεις με λαχτάρα μια πίτσα, και ο διανομέας να σου φέρνει ένα πολύ όμορφο, φανταχτερό κουτί, που μέσα όμως είναι ολότελα άδειο.

Και το κοινό, οι «δέκτες» αυτής της προσφοράς, να είναι εντάξει με αυτό, να πληρώνει γι’ αυτό, και να συνεχίζει να παραγγέλνει από το ίδιο μαγαζί, χωρίς να αναζητά ποτέ την «πίτσα».

Τόσο παράλογο, τόσο εξοργιστικό μου φαίνεται, ειδικά όταν η πραγματική, εμπεριστατωμένη δουλειά και η γνώση μου πληρώνονται με ψίχουλα, ενώ η επιφανειακή λάμψη επιβραβεύεται αδρά. Και αυτή η παράλογη αποδοχή είναι που με οδηγεί να υψώνω τη φωνή μου, όχι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά απέναντι σε ένα σύστημα που, παραδίδοντας άδεια κουτιά, υπονομεύει τη γνώση και αφήνει τη δημόσια σφαίρα χωρίς ουσία.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA