Μενού
  • Α-
  • Α+

Στο προσκήνιο επανήλθε ο πίνακας του διάσημου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, «Γυναικείο Κεφάλι», ο οποίος αποτέλεσε δωρεά στον ελληνικό λαό και ο οποίος είχε κλαπεί κατά τη «ληστεία του αιώνα» στην Εθνική Πινακοθήκη πριν από 9 χρόνια. Ο πίνακας βρέθηκε σε περιοχή στην Κερατέα, ενώ πίσω από την κλοπή βρίσκεται ένας 49χρονος ελαιοχρωματιστής.

Διαβάστε ακόμη: Η μεγαλύτερη ληστεία έργων τέχνης επανέρχεται στο Netflix

Ο Πάμπλο Πικάσο είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα «Γυναικείο Κεφάλι» στα 1939 και τον είχε αφιερώσει στον ελληνικό λαό, συνοδεύοντας το έργο του με ιδιόχειρη αφιέρωση κατά τη δωρεά του το 1949. Όσον αφορά το «Μύλο», το έτερο έργο που είχε κλαπεί του Ολλανδού ζωγράφου Πιέτ Μοντριάν, ο οποίος φιλοτεχνήθηκε το 1905. Μαζί τους είχε κλαπεί κι ένας τρίτος πίνακας, θρησκευτική απεικόνιση σε χαρτί, που χρονολογείται από τις αρχές του 17ου αιώνα και αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο), τον οποίο ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής έριξε στην τουαλέτα, καθώς κατά την κλοπή «τραυματίστηκε», είδε ότι καταστράφηκε και τον πέταξε στην τουαλέτα.

Ο πίνακας το «Γυναικείο Κεφάλι», είναι ένας από τους πολλούς πίνακες που φιλοτέχνησε ο Πικάσο τη δεκαετία του '30 μετά τη γνωριμία του με τη Γαλλίδα φωτογράφο, ζωγράφο και ποιήτρια, Ντόρα Μάαρ, όπως ο πίνακας «Η γυναίκα που κλαίει» και «Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος», «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια», «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια», «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο» και άλλα.

Ο «θυελλώδης» έρωτας της Μάαρ με τον Πικάσο

Η Ντόρα Μάαρ όπως ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ονριέτ Τεοντόρα Μάρκτοβιτς, μοναχοκόρη του Κροάτη αρχιτέκτονα Γιόζιπ Μάρκοβιτς και της Γαλλίδας Λουίζ-Ζουλί Βουαζίν, είχε γίνει ήδη από τη δεκαετία του '20 γνωστή φωτογράφος και μοντέλο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του '30 , άρχισε να εισέρχεται στον κύκλο των σουρεαλιστών ζωγράφων του Παρισιού. Η Μάαρ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Πάμπλο Πικάσο το 1936 όταν η ίδια ήταν 27 χρονών και ο ζωγράφος στα 54 του και πέρναγε μία άσημη περίοδο στο γάμο του με τη σύζυγό του Όλγα, την οποία δεν δίσταζε να απατά με τη Μαρί-Τερέζ με την οποία απέκτησε και την κόρη του Μάγια.

Η ιστορία της σχέσης του με τη Μάαρ έχει αρκετά στοιχεία στα όρια του μύθου και του θρύλου. Ο μύθος θέλει τη Μάαρ να γνωρίστηκε με τον διάσημο Ισπανό ζωγράφο στο περίφημο καφέ του Παρισιού Les Deux Magots, με τη Μάαρ να καρφώνει ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού της για να κεντρίσει την προσοχή του, κίνηση που τελικά ενθουσίασε τον ζωγράφο.

Σύμφωνα με τον Guardian, πάντως με τη βιογράφο της Μάαρ και συγγραφέα Βικτόρια Κομπάλια, όποια και αν είναι η αλήθεια ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε στον Πικάσο υποδεικνύει ότι είχε τον έλεγχο της σχέσης. «Ήθελε να τον πλανέψει, είμαι σίγουρη. Όλη η σκηνή με το μαχαίρι ήταν ένα σαδιστικό αστείο, σχεδόν εμφάνιση».

Ο συγγραφέας Ζαν-Πολ Κρεσπέγ περιέγραψε τη σκηνή ως εξής: Το «νεανικό σοβαρό πρόσωπο της γυναίκας, φωτίζονταν από τα ανοικτά μπλε μάτια της, τα οποία έμοιαζαν ακόμη πιο ωχρά λόγω των έντονων φρυδιών της. Ένα ευαίσθητο πρόσωπο, με το φως και τη σκιά να εναλλάσσονται πάνω του. Κάρφωνε ένα μικρό μυτερό στιλέτο, ανάμεσα στα δάχτυλά της, στο ξύλο του τραπεζιού. Μερικές φορές αστοχούσε και εμφανιζόταν μια σταγόνα αίματος ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, που ήταν κεντημένα στα μαύρα γάντια της. Ο Πικάσο θα ζητούσε τότε από τη Ντόρα να του δώσει τα γάντια της και θα τα κλείδωνε στο σημείο που κρατούσε τα ενθύμια του».

Η Μάαρ φέρεται να ήταν μία από τις μούσες που επηρέασαν τον Πικάσο, αφού τόσο ο ζωγράφος όσο και η Μάαρ φέρεται ότι είχαν κάποιες από τις πιο παραγωγικές περιόδους στην καριέρα τους. Μάλιστα ο Ισπανός ζωγράφος το 1937 και ενόσω ήταν σε σχέση με τη Μάαρ, φιλοτέχνησε τον περίφημο πίνακα «Γκέρνικα», η οποία δίδαξε τον 54χρονο ζωγράφο της τεχνικές του σκοτεινού θαλάμου και φωτογράφισε τα στάδια δημιουργίας του σπουδαίου πίνακα.

Σύμφωνα με το BBC, η καθηγήτρια Μέρι Αν Κος, η Μάαρ, αναφέρει πως η Μάαρ, ήταν η πιο διανοούμενη από όλες τις μούσες του Πικάσο, «μιλούσε ισπανικά, κάτι που σημαίνει ότι είχαν συζητήσεις για τα τεκταινόμενα της δεκαετίας του '30. Ήταν όμορφη και πιστεύω ότι στον Πικάσο άρεσε η δραματική της λάμψη».

Η σχέση τους τελείωσε αρχικά το 1942, ξανασυναντήθηκαν το 1945, οπότε και τελικά χώρισαν οριστικά. Όταν συνέβη αυτό, η Μάαρ ήταν συντετριμμένη και χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική καθώς όλο αυτό εντάθηκε από το θάνατο της μητέρας της. Ο Πικάσο νιώθοντας ενοχές τη βοήθησε να αγοράσει σπίτι στην πόλη Προβένς, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της.

Πάντως κατά την Κομπάλια η αλήθεια ήταν διαφορετική, «η Μάαρ συνέχισε να είναι παραγωγική στην τέχνη, δημιουργώντας σχεδία από ύφασμα και αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στη ζωγραφική. Επιπλέον ταξίδεψε και συνέχισε τις εκθέσεις των έργων της τη δεκαετία του '50 και του '60. Επίσης δεν είναι αλήθεια ότι παράτησε τη φωτογραφία, όπως ανέφεραν κάποιες φήμες. Παρόλο που τράβηξε λιγότερες φωτογραφίες μετά τον χωρισμό της από τον Πικάσο συνέχισε να πειραματίζεται».

Η ίδια πάντως φέρεται να έχει απαρνηθεί ότι απεικονίζεται στα πορτρέτα του Πικάσο. «Όλοι αυτοί οι πίνακες είναι ψέματα. Κανείς από αυτούς δεν είναι η Ντόρα Μάαρ», είχε πει κάποτε παρρόλο που αναγνώρισε ότι κάποια από τα στοιχεία των πινάκων είναι χαρακτηριστικά της εμφάνισής της. Η Μάαρ απεβίωσε το 1997 σε ηλικία 90 ετών.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.