Η δεκαετία του 1990 ήταν μια δεκαετία τομή όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και η ήττα μιας πολιτικής 50 χρόνων αποτέλεσε το πιο σπουδαίο γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου.
Η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη που ξεκίνησε ουσιαστικά από το Νοέμβριο του 1989 με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δημιούργησε το πρώτο κύμα οικονομικής μετανάστευσης στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής μεταναστών έγινε τη δεκαετία του 1990 με μετανάστες από Βουλγαρία, Ρουμανία αλλά κυρίως από την Αλβανία.
Την Ελλάδα, το κύμα αυτό την βρήκε εντελώς απροετοίμαστη όχι μόνο από πλευράς υποδομών και υποδοχής, αλλά κυρίως νοοτροπίας. Η χώρα γέμισε με στερεοτυπικά και ρατσιστικά σύνδρομα. Ξαφνικά άνθρωποι που δεν είχαν τα βασικά κι έψαχναν ένα καλύτερο μέλλον, είδαν μια χώρα και τους πολίτες της να βγάζουν στο πρόσωπό τους τον χειρότερο εαυτό.
Ποιος δεν θυμάται τα αστεία με τους Αλβανούς τουρίστες ή τα μικρά παιδιά των Αλβανών μεταναστών να προσποιούνται πως είναι Έλληνες μόνο και μόνο για να γίνουν αποδεκτοί και να ενσωματωθούν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, από το σχολείο μέχρι την δουλειά.
Η αίσθηση της αλλαγής που άρχισε να διαμορφώνεται στην Ελλάδα προκάλεσε ένα συναίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε ατομικό επίπεδο δημιουργώντας προκαταλήψεις απέναντι σε άλλες εθνοτικές ομάδες που σε αυτή την περίπτωση ήταν οι Αλβανοί αλλά και οι μειονοτικοί της Βορείου Ηπείρου. Ειδικά αυτές οι προκαταλήψεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη νεολαία - τους τωρινούς 40αρηδες -η οποία εκείνη την εποχή δε διέθετε τις δικές της εμπειρίες ώστε να καταφέρει να διαχειριστεί και να κατανοήσει τις επερχόμενες αλλαγές.
Όσοι ήρθαν από την Αλβανία ένιωσαν στο πετσί τους έντονα τον ρατσισμό, καταστάσεις που άλλαξαν για πάντα όχι μόνο την ζωή τους, αλλά και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους. Μετά από σχεδόν 35 χρόνια από εκείνο το πρώτο κύμα μετανάστευσης πλέον κάποια πράγματα έχουν αλλάξει ευελπιστούμε προς το καλύτερο αν και δυστυχώς στην Ελλάδα δεν θα γίνουν αποδεκτοί εκείνοι οι άνθρωποι.
Τον προηγούμενο μήνα τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και η Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNF PHI) στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια συνδιοργάνωσαν μια έκθεση με τίτλο «Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες» με πλούσιο αρχειακό υλικό που αναφερόταν στην αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών, Αλβανοί κι Έλληνες επισκέφθηκαν την έκθεση και νοερά επέστρεψαν έστω και για λίγο σε μια περίοδο που ακόμα έχει αφήσει πληγές οι οποίες δύσκολα θα κλείσουν.
Το Reader βρέθηκε στην έκθεση και μάλιστα συνομίλησε με ανθρώπους οι οποίοι ένιωσαν από πρώτο χέρι τον ρατσισμό εκείνης της εποχής, την προσπάθεια ενσωμάτωσης σε μια νέα χώρα. Ο Οδυσσέας, ο οποίος έζησε στην ηλικία των 10 ετών από πρώτο χέρι εκείνες τις δραματικές καταστάσεις, με καταγωγή από τα μειονοτικά χωριά τη Δρόπολης μίλησε στο Reader για τον φόβο και την ντροπή να λέει από που κατάγεται σε μια προσπάθεια να γίνει αποδεκτός αλλά και για το τι έχει μείνει στην συλλογική του μνήμη από εκείνη την εποχή.
«Φίλε, έρχονται στο μυαλό ένα-ένα όλα αυτά που βλέπω στην έκθεση. Θυμάμαι ήμουν εννιά ετών όταν ανακοίνωσε ο πατέρας μου ότι θα φύγουμε για την Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον. Προσωπικά δεν είχα καταλάβει πως αυτό που θα γινόταν θα άλλαζε για πάντα την ζωή μου.
Βρισκόμουν στην Β' Δημοτικού είχα τις παρέες μου τους φίλους μου. Από το λίγο που καταλάβαινα ήταν πως υπήρχε κι ένας μικρός ρατσισμός ήδη στην Αλβανία προς εμάς με καταγωγή από την Ελλάδα.
Θυμάμαι ιστορίες του πατέρα μου να μας λέει πως πάντα η αστυνομία είχε τον νου της σε όλους μας, γιατί υπήρχε ένας φόβος πως κάποια στιγμή η Ελλάδα θα έμπαινε στην Αλβανία για να κατακτήσει την Βόρεια Ήπειρο. Έχοντας συγγενείς στην Ελλάδα στο μυαλό μου το είχα περισσότερο ως μια εκδρομή μακράς διαρκείας και πως κάποια στιγμή θα γυρίζαμε πίσω.
Ο ερχομός στην Ελλάδα για τον ίδιο ήταν ένα πραγματικό σοκ. «Αρχικά να πω πως ελληνικά γνώριζα γιατί μιλούσαμε στο σπίτι απλά δεν είχα πάει σχολείο και δεν ήξερα να γράφω. Φτάσαμε στην Αθήνα και μέναμε αρχικά στην Ηλιούπολη στους συγγενείς της γιαγιάς μου από την πλευρά του πατέρα μου. Επειδή είχαμε έρθει τέλη Απριλίου, δεν πήγα αμέσως σχολείο γιατί τελείωνε η χρονιά».
«Αμέσως μας βοήθησαν να βρούμε σπίτι και ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στην οικοδομή, καμία σχέση με το επάγγελμά του στην Αλβανία. Όπως ήταν λογικό, η αρχή ήταν δύσκολη. Εγώ είχα πάθει πολιτισμικό σοκ. Αρχικά, έβλεπα τόσα αυτοκίνητα που δεν τα έβλεπες στην Αλβανία. Θυμάμαι είχα δοκιμάσει τις τσίχλες, τις Big Babol και μου έκανε εντύπωση. Γενικά αισθανόμουν ως εξωγήινος και πολλές φορές έξω από τα νερά μου, γιατί κάθε μέρα έβλεπα και μάθαινα κάτι που δεν ήταν του κόσμου μου».
Το πρόβλημα για τον Οδυσσέα ήταν η προσπάθεια ενσωμάτωσης στο σχολείο και στη γειτονιά. «Ήμουν καλός στην μπάλα και θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στο πάρκο τώρα μιλάμε για ηλικία 10 ετών είδα κάποια παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο. Ηθελα να παίξω μαζί τους αλλά ντρεπόμουν να τους μιλήσω. Όταν κάποια στιγμή από μια στραβοκλωτσιά ήρθε σε μένα η μπάλα την κλώτσησα πίσω κι ένα παιδί ο Γιάννης (με τον οποίο ακόμα και τώρα κάνουμε παρέα) ήρθε και μου ζήτησε να παίξω. Ακόμα όμως η προφορά μου δεν ήταν καλή. Όταν με ρώτησαν από που είμαι δεν είπα από Αλβανία, αλλά από το εξωτερικό.
Ντράπηκα και φοβήθηκα ταυτόχρονα. Το χειρότερο ήταν στο σχολείο, όταν στις πρώτες ημέρες η δασκάλα είπε πως από φέτος θα έχουμε τον Οδυσσέα ο οποίος είναι από την Βόρειο Ήπειρο. Αμέσως πετάχτηκε ένα παιδί και είπε "από την Αλβανία; Γιατί οι γονείς μου μου είπαν πως οι Αλβανοί είναι κακοί άνθρωποι". Καταλαβαίνεις πως αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή.
Και μιλάμε για μια εποχή που τέτοια θέματα ήταν ταμπού για την κοινωνία, θέματα που δεν μπορούσες να κάνεις ανοιχτή συζήτηση ή να εξηγήσεις πράγματα και καταστάσεις όπως μπορείς τώρα. Αυτό εμένα με σημάδεψε. Και το κουβάλησα όλη μου τη ζωή. Μέχρι και τα 30 μου δεν αισθανόμουν άνετα με την καταγωγή μου, δεν το έλεγα εύκολα. Έλεγα μέσα μου έφυγα από την Αλβανία γιατί με θεωρούσαν ως κάτι ξένο, και τώρα που πήγα στην πατρίδα μου μου συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο; Γενικότερα αυτό με σημάδεψε στις διαπροσωπικές μου σχέσεις και μου έκανε μεγάλο κακό στη ζωή μου».
Με τα χρόνια ο Οδυσσέας όχι απλά ενσωματώθηκε, αλλά έκανε και την δική του οικογένεια. Μόλις έμαθε για την έκθεση αμέσως αποφάσισε να πάει. «Φίλε τα βλέπω όλα αυτά και μου έρχονται όλες οι αναμνήσεις. Και το μεγαλύτερο μέρος μόνο καλές δεν είναι. Παλιότερα πίστευα πως η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία μένουν ρατσιστές. Ήμουν απόλυτος, δεν το πιστεύω πια. Θεωρώ ότι πολλά πράγματα και η συμπεριφορά απέναντι μας ήταν και λόγω της άγνοιας που υπήρχε.
Νομίζω πως πλέον έχουμε ενσωματωθεί πλήρως και ζούμε όλοι αγαπημένοι χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε εξηγήσεις για το που γεννηθήκαμε λες και είμαστε στις εποχές με τα χαρτιά κοινωνικών φρονημάτων. Παρόλα αυτά ο ρατσισμός γενικά παραμένει το βλέπουμε κάθε μέρα παντού. Γι αυτό χρειάζεται μάχη για να αποβάλουμε αυτά τα στερεότυπα. Το οφείλουμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές για να μην ζήσουν αυτά που ζήσαμε εμείς».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.