Είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων που είναι παρόντες όταν γράφεται η ιστορία, εκείνοι, αργότερα, όταν τα χρόνια περάσουν, να αποφεύγουν να πουν πως είναι «κομμάτι» της.
Μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως οι άνθρωποι αυτοί αφενός είναι κομμάτι της ιστορίας (όσο και αν δεν το λένε οι ίδιοι) και αφετέρου είναι πως είναι μάρτυρες. Αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων που σημάδεψαν τη χώρα και τον λαό της.
Διαβάστε ακόμα: Πολυτεχνείο 51 χρόνια μετά: Ο απολογισμός της εξέγερσης που φώτισε το σκοτάδι της χούντας
Τώρα, αν αυτοί οι μάρτυρες έχουν κρατήσει και κάποιο ντοκουμέντο από εκείνες τις ημέρες που η ιστορία γραφόταν μπροστά στα μάτια τους, τότε είναι σαν να βλέπεις τα γεγονότα να ζωντανεύουν.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το κ. Πάνο Μαυρομμάτη, την ιστορία του οποίου θα διαβάσετε στη συνέχεια. Τη νύχτα που η χούντα κατέστειλε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ο γιατρός, κατέβηκε στο κέντρο, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, προκειμένου να περιθάλψει τραυματισμένους φοιτητές.
Από εκείνη τη νύχτα – θρίλερ, έμεινε στον κ. Μαυρομμάτη ένα πουλόβερ που φορούσε ένας φοιτητής ο οποίος τραυματίστηκε από πυρά. Ένα ματωμένο πουλόβερ, με μια τρύπα από σφαίρα. Ματωμένη απόδειξη ενός μακελειού που προκλήθηκε από ημιπαράφρονες ανθρώπους που έβλεπαν στα πρόσωπα άοπλων φοιτητών, μαθητών και εργατών τον εσωτερικό εχθρό της πατρίδας τους.
Όση ώρα κάναμε τη συνέντευξη και μιλούσαμε για τη νύχτα της 16ης προς 17ης Νοεμβρίου 1973, ο γιατρός κρατούσε στα χέρια του εκείνο το πουλόβερ. Υπήρχαν στιγμές που τον παρατήρησα να το χαϊδεύει απαλά. Και υπήρχαν και άλλες στιγμές που τα μάτια του βούρκωσαν. Όπως όταν του έκανα την ερώτηση για το τι θα έλεγε σε εκείνον τον φοιτητή αν μπορούσε να του μιλήσει σήμερα.
Η απάντηση ήταν αμήχανη. Σχεδόν μονολεκτική. Σαν να υπήρχε ένας κόμπος στο λαιμό του κ. Μαυρομμάτη που δεν τον άφηνε να πει περισσότερα πράγματα. Ήταν η στιγμή που κράτησε λίγο πιο σφιχτά το πουλόβερ στα χέρια του και το κοίταξε με μια σχεδόν πατρική στοργή. Σαν να ήταν κάτι ιερό εκείνο το ματωμένο πουλόβερ.
Και ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που όση ώρα καθόμασταν δίπλα – δίπλα, δεν άπλωσα το χέρι μου για να το αγγίξω. Δεν τόλμησα να αγγίξω κάτι τόσο ιερό.
Η χούντα και οι «φιλικές κουβέντες» στην Ασφάλεια
Θα μου επιτρέψετε κ. Μαυρομμάτη να κάνουμε μια μικρή «νοθεία». Δε θα πάμε αμέσως σε εκείνη τη νύχτα. Ας γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω. Πάμε στην 21η Απριλίου 1967. Την ημέρα που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα.
«Ήμουν φοιτητής στην Ιατρική, τότε. Το πρωί εκείνης της ημέρας είχα να πάω σε ένα μάθημα στο Ιπποκράτειο, στη χειρουργική παθολογία. Έβαλα το ραδιόφωνο και είχε εμβατήρια. Λέω... περίεργο. Τότε μέναμε στο Θησείο, πήγα στην αφετηρία των λεωφορείων που είχαμε εκεί για να πάρω το λεωφορείο και να πάω στους Αμπελόκηπους. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους. Στην αρχή σκέφτηκα μήπως είχε κάποια απεργία και δεν το είχα μάθει εγώ.
Παραξενεύτηκα και κατέβηκα προς τα κάτω, στον σταθμό του ηλεκτρικού. Εκεί υπήρχε ένας αστυφύλακας. Μόνος του. Κανένας άλλος. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι συμβαίνει και εκείνος μου απάντησε: ''Πήγαινε σπίτι σου. Υπάρχει στρατιωτικός νόμος και απαγορεύεται η μετακίνηση''».
Ήσασταν πολιτικοποιημένος άνθρωπος εκείνη την εποχή; Παρακολουθούσατε το τι γινόταν στην πολιτική;
«Θα έλεγα πως ναι. Παρακολουθούσα. Με ενδιέφερε. Είχα πολιτικές ανησυχίες. Είχα συμμετάσχει και στο κίνημα για το 15% στην Παιδεία. Στο σχολείο μου ήμουν και στο 15μελές Συμβούλιο των μαθητών. Και εκεί, μάλιστα, σε εκείνο το 15μελές υπήρξαν άνθρωποι που αργότερα έγιναν γνωστοί. Ο Σπύρος Λυκούδης, η Αλέκα Παπαρήγα, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος που ήταν μετά στον ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί άλλοι».
Άρα φαντάζομαι πως μιλούσατε πολιτικά μεταξύ σας. Φοβόσασταν πως μπορεί να γίνει και κάποιο πραξικόπημα;
«Βεβαίως και τα συζητούσαμε. Ήταν διάχυτο αυτό το αίσθημα. Το έλεγαν όλοι. Όχι μόνο εμείς οι νεότεροι τότε. Το έλεγαν και οι πολιτικοί. Ο Ηλίας Ηλίου της ΕΔΑ το είχε διατυπώσει ανοιχτά ο άνθρωπος.
Τότε, μάλιστα, εκείνη την περίοδο ήταν και οι φοιτητικές εκλογές. Μου είχαν προτείνει να βάλω υποψηφιότητα αλλά τους είπα ''ρε παιδιά, εδώ ετοιμάζονται για δικτατορία. Δεν το νιώθετε;'' Για τον λόγο αυτό είχα αποφύγει να βάλω υποψηφιότητα σε εκείνη τη φάση.
Όλη αυτή η ιστορία με την προσπάθεια να ρίξουν τον Παπανδρέου, με τους αποστάτες, τον ανένδοτο, τα ''Ιουλιανά'' όπου σκότωσαν τον Σωτήρη Πέτρουλα, είχε εκτινάξει την ένταση. Ήταν δύσκολη εποχή. Όλοι λίγο ή πολύ είχαμε κινδυνέψει σε εκείνες τις διαδηλώσεις».
Και μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος;
«Μετά... Ησυχία, τάξη και ασφάλεια (γέλια)».
Σας έψαξαν; Επιχείρησαν να σας βρουν;
«Έχασαν τα ίχνη μου. Γνώριζα ότι έπρεπε να μείνω για λίγο καιρό μακριά. Τα είχα ζήσει αυτά και τα ήξερα. Όταν ήμουν μαθητής με είχαν ταλαιπωρήσει επειδή συμμετείχα σε όλα αυτά που είπαμε νωρίτερα. Πήγαινα φροντιστήριο για να προετοιμαστώ για την ιατρική και δε με άφηναν.
Με φώναζαν συνέχεια στην Ασφάλεια, κάπου εκεί στην πλατεία Κουμουνδούρου ήταν τότε, και έτρωγα εκεί πολλές ώρες δήθεν για εξακριβώσεις και τέτοια. Κάθε απόγευμα με φώναζε ο διευθυντής της Ασφάλειας και μου έλεγε ''εσύ είσαι καλό παιδί, τι μπλέκεις με αυτά''. Δε μου έκαναν κάτι αλλά όλο αυτό σε αναστάτωνε και σε αποδιοργάνωνε.
Τέλος πάντων, μπήκα στην Ιατρική και εκεί είχα τις ανησυχίες μου σαν νέος άνθρωπος. Ειδικά σε ότι αφορούσε τα θέματα της Παιδείας είχα μια ευαισθησία καθώς ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Είχα υποστεί όλη την ανέχεια των εκπαιδευτικών».
Υπάρχει κάποιο περιστατικό από εκείνη την περίοδο που σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
«Ναι βέβαια. Ένα μεσημέρι ήμασταν με μια φίλη μου, τη μετέπειτα σύζυγό μου, γιατρίνα και εκείνη, στο Θησείο. Τότε είχαν πρωτοβγεί οι πατάτες τσιπς και θέλαμε να πάμε να πάρουμε από ένα μαγαζί στα Χαυτεία. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από Θησείο για Χαυτεία και εκεί που περπατούσαμε, πετάχτηκαν μπροστά μας και άρχισαν να φωνάζουν να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Ήταν άνθρωποι της Ασφάλειας. Με πολιτικά.
Μας έβαλαν μέσα σε δυο μαύρα αυτοκίνητα και μας πήγαν στον Πειραιά. Εκείνη την εποχή ο αδερφός μου πήγαινε στη Βιομηχανική Πειραιώς, ήταν φοιτητής. Έψαχναν να τον βρουν. Τους ξέφυγε και ήρθαν στο σπίτι για να τον συλλάβουν.
Έτσι μόλις κατεβήκαμε εμείς από το σπίτι συνέλαβαν εμάς. Μετά έκαναν και έρευνα στο σπίτι. Το έκαναν άνω κάτω. Μας πήραν και όσα βιβλία ήταν αριστερής αντίληψης. Τα κατέσχεσαν.
Στην Ασφάλεια μου έκαναν τις γνωστές συστάσεις. Μου είπε ένας από αυτούς ''εσύ είσαι από καλή οικογένεια. Εθνικοφρόνων. Τι μπλέκεσαι με όλα αυτά; Τι δουλειά έχεις με αυτούς τους αλήτες; Εσένα σε ψάχνουμε χρόνια. Πού ήσουν; Δεν έπρεπε να δίνεις των παρών;''.
Εγώ τους εξήγησα πως δεν ασχολούμαι με τίποτα από αυτά. Έχω το διάβασμά μου, δεν ενοχλώ κανέναν κλπ. Μου είπε αυτός πως με ψάχνει ο περιβόητος Καραπαναγιώτης από το Σπουδαστικό της Ασφάλειας αλλά ευτυχώς δε δόθηκε κάποια συνέχεια και τελικά μας άφησαν να φύγουμε το ίδιο βράδυ.
Όντως είχα επικεντρωθεί στα μαθήματά μου εγώ. Δεν έκανα κάτι. Είχα καλές επιδόσεις. Δεν έχασα χρονιά. Τελείωσα όταν έπρεπε να τελειώσω και μετά πήγα φαντάρος».
Πότε υπηρετήσατε στον στρατό; Τι κατάσταση βιώσατε εκεί, με δεδομένο πως μιλάμε για ένα στρατιωτικό καθεστώς;
«Ήμουν φαντάρος την περίοδο 1970-72. Στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο. Εκεί έτυχε να έχω έναν πάρα πολύ καλό λοχαγό ο οποίος έγινε και γνωστός μετά. Ήταν ο Δημήτρης Αλευρομάγειρος, μετέπειτα στρατηγός και επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Πολύ καλός άνθρωπος. Μια ημέρα κάλεσε εμένα, τον Μανώλη Μπετενιώτη που αργότερα έγινε υπουργός του ΠΑΣΟΚ και τον Σπύρο Λυκούδη, τον βουλευτή και αντιπρόεδρο της Βουλής.
Μου είπε πως ''εσύ γιατρός, επιστήμονας άνθρωπος, δε θα κάθεσαι να κάνεις αγγαρείες και μη φοβάστε. Όλα καλά θα πάνε''. Του είπα πως δε φοβάμαι και πως αν φοβόμουν θα την... κοπανούσα. Ήρθα απλά να κάνω τη θητεία μου και να συνεχίσω τη ζωή μου. Ήταν καλός και καθησυχαστικός. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι στον στρατό πέρασα άσχημα».
Άρα εσείς, πλέον, το 1973 είχατε απολυθεί και από τον στρατό και είχατε ξεκινήσει να δουλεύετε;
«Ναι. Εγώ όσο ήμουν στον στρατό, υπηρέτησα και στην Ξάνθη. Εκεί εξυπηρέτησα τις ανάγκες του ιατρού που υπήρχαν στο χωριό Γενισέα γιατί δεν είχαν γιατρό. Έκανα το αγροτικό μου εκεί, δηλαδή. Όταν επέστρεψα επειδή είχα και παιδί ανακάλυψα πως υπήρχε η δυνατότητα να υπηρετήσω σε μονάδα γύρω από την Αθήνα. Και έτσι ξεκίνησα να δουλεύω εδώ. Ήμουν τυχερός, μάλιστα, γιατί δε ζητούσαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Και έτσι έγινα οπλίτης – ιατρός και όταν, πλέον απολύθηκα συνέχισα να ασκώ το επάγγελμά μου».
«Μην έρθεις στο κέντρο, είναι σφαγείο»
Ας πάμε, λοιπόν, στον Νοέμβρη του 1973. Όταν ξεκίνησε η εξέγερση. Δώσατε κάποια ιδιαίτερη σημασία ή είπατε πως είναι ένα ξέσπασμα σαν εκείνο της Νομικής και θα περάσει;
«Να σου πω την αλήθεια όλη εκείνη η αναταραχή εμένα με είχε εκνευρίσει. Φαινόταν τότε πως ο Παπαδόπουλος προσπαθούσε να εκδημοκρατίσει το καθεστώς και εγώ έλεγα ''τώρα τι κάνουν; πάμε να χαλάσουμε κάτι που πάει να φτιαχτεί''; Δε συμφωνούσα με αυτή την κίνηση, σε εκείνη τη φάση.
Παρ' όλα αυτά, το απόγευμα της Παρασκευής, μαζί με έναν φίλο μου, τον Διονύση, είχαμε κατέβει για να δούμε τι γινόταν στο Πολυτεχνείο. Είχε κόσμο. Πήγαμε να μπούμε, μάλιστα, μέσα αλλά είδαμε κάτι... περίεργες φάτσες γύρω – γύρω και είπαμε τελικά να μην μπούμε.
Είχαμε τελειώσει και από φαντάροι σχετικά πρόσφατα και είχαμε μια δυσπιστία. Φύγαμε και γυρίσαμε στο σπίτι μου στον Κολωνό, όπου έμενα εγώ τότε. Και εκεί βάλαμε να ακούσουμε τον ραδιοφωνικό σταθμό που είχαν στήσει οι φοιτητές.
Προσπαθούσαμε να ακούσουμε μέσα από τα πολλά παράσιτα που τους έριχνε ο στρατός και η αστυνομία και να καταλάβουμε τι λένε. Ανάμεσα στα άλλα που έλεγαν, τα γνωστά συνθήματα που ξέρουμε όλοι σήμερα, άρχισαν να λένε πως χρειάζονται βοήθεια, πως υπήρχαν τραυματίες και υπήρχε ανάγκη για επιδέσμους και παυσίπονα.
Πήρα τότε τον φίλο μου τον γιατρό, τον Μανώλη Μυλωνάκη, που έμενε κάτω από το Πολυτεχνείο, στην οδό Αβέρωφ. Τον ρώτησα τι συμβαίνει και εκείνος μου είπε να μην πλησιάσω γιατί είναι ένα σφαγείο. Πυροβολούν από την ταράτσα της Ασφάλειας στην οδό Μάρνης. Και αυτό το είδα και με τα μάτια μου όταν τελικά πήγαν. Πυροβολούσαν στο ψαχνό. Όπου έβρισκαν.
Εκεί που πήγα, στην οδό Αβέρωφ 15, αν θυμάμαι καλά τον αριθμό, υπήρχαν τρύπες από σφαίρες στα μάρμαρα της εισόδου της πολυκατοικίας. Χτυπούσαν όπου έβρισκαν.
Εγώ δεν αισθάνθηκα ότι πυροβολούσαν εμένα. Πυροβολούσαν άλλους, όμως. Όπως και τον Διομήδη Κομνηνό, λίγο πιο πάνω από εκείνο το σημείο τον είχαν σκοτώσει. Σε αυτόν τον δρόμο είχαν χτυπήσει πολύ κόσμο».
Τότε, λοιπόν, ήταν που αποφασίσατε να κατέβετε; Όταν μιλήσατε με τον κ. Μυλωνάκη;
«Ναι. Ο Μανώλης, βέβαια, μου είπε να μην κατέβω γιατί ήταν πολύ επικίνδυνα. Αλλά εγώ πήγα γιατί είχα σπίτι μου και επιδεσμικό υλικό και παυσίπονα, μέχρι και μορφίνες είχα. Ότι μπορούσα να προσφέρω.
Αρχικά με έπεισε αλλά όταν αργότερα τον πήρα ξανά και μου είπε πως μέσα στο σπίτι του είχε 5-6 τραυματίες, ένιωσα ότι έπρεπε να πάω. Δεν μπορούσα να κάθομαι στο σπίτι. Είπα μέσα μου ''κάτσε ρε παιδί μου, γιατρούς ζητάνε''.
Αν δεν πάω πως θα δικαιολογήσω την ύπαρξή μου μετά; Τι θα λέω; Μου ζητάγανε τη βοήθειά μου και εγώ έκανα το κορόιδο; Κανένας δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Για έναν γιατρό ήταν ξεφτίλα να μην πάει να βοηθήσει. Ήταν χρέος μου να πάω. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα πολύ αλλά το έκανε. Ήταν ένα ρίσκο».
Ο κ. Μυλωνάκης, δηλαδή, είχε τους τραυματίες φοιτητές μέσα στο σπίτι του;
«Ναι. Είχαν ανοίξει την είσοδο της πολυκατοικίας για να βρίσκουν καταφύγιο οι φοιτητές, πήγαιναν εκεί οι τραυματισμένοι και τους έσερναν μέχρι το διαμέρισμα του Μανώλη μετά. Όταν πήγα εγώ όλη η σκάλα ήταν γεμάτη αίματα. Υπήρχαν άνθρωποι χτυπημένοι στα πόδια, με σοβαρά τραύματα.
Θυμάμαι ένα παιδί, περίπου 17 χρονών, που είχε σπασμένο τον μηριαίο. Η σφαίρα το είχε σπάσει. Το πόδι είχε πρηστεί. Έχανε πολύ αίμα εσωτερικά και έπεφτε συνεχώς η πίεσή του. Είχε ταχυκαρδία. Του κάναμε τουρνικέ με ένα παιδικό όπλο. Ένα παιχνίδι που είχε ο Μανώλης για το παιδί του. Νομίζω πως τελικά το σώσαμε αυτό το παιδί».
Όλοι οι τραυματίες ήταν φοιτητές ή υπήρχαν και περαστικοί που έτυχε να βρεθούν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή;
«Οι καιροί ήταν άλλοι τότε. Δε ρωτούσαμε. Διστάζαμε. Δε μας ένοιαζε από που ήταν ο καθένας ή τι δουλειά είχε εκείνη την ώρα στο Πολυτεχνείο και τα πέριξ. Αυτό που μας ένοιαζε ήταν να τους προσφέρουμε τις πρώτες βοήθειες και να τους ανακουφίσουμε. Ούτε τηλέφωνα ζητούσαμε, ούτε στοιχεία, ούτε τίποτα».
Θα μου επιτρέψετε να σας γυρίσω λίγο πίσω γιατί μου κάνει εντύπωση κάτι. Ξέρουμε από μαρτυρίες πως το κέντρο εκείνη την ώρα ήταν απροσπέλαστο. Ήταν ένα πεδίο μάχης και δεν ήταν μόνο το Πολυτεχνείο. Εσείς πως καταφέρατε και φτάσατε από τον Κολωνό στην Αβέρωφ που ήταν το σπίτι του κ. Μυλωνάκη;
«Όπως είπα νωρίτερα, ήμουν στο σπίτι μου, με τον φίλο μου, τον Διονύση. Όταν αποφάσισαν να πάω στο Πολυτεχνείο, με κατέβασε εκείνος με το μηχανάκι του μέχρι την Αχαρνών. Δεν πήγαινε παραπέρα. Υπήρχαν φωτιές παντού. Ήταν σκοτεινή η πόλη. Αισθανόσουν μια απειλή. Περιμετρικά του Πολυτεχνείου δεν υπήρχε ψυχή.
Και εκεί που περπατούσες έβλεπες ξαφνικά κάτι σκιές να πετάγονται με κάτι στειλιάρια μεγάλα. Ειδικά εκεί κοντά στο υπουργείο Υγείας που υπήρχε μια εσοχή ήταν κρυμμένη μια μεγάλη ομάδα ατόμων, προφανώς ήταν τραμπούκοι ή ασφαλίτες;
Δεν ξέρω. Αλλά τέτοιες ομάδες υπήρχαν παντού. Υπήρχε και μια στην οδό Μάρνης και Αβέρωφ. Τους είδα εγώ αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ένιωσα παγιδευμένος αλλά έπρεπε να προχωρήσω κιόλας. Και από την ταράτσα πυροβολούσαν κιόλας.
Είδα, μάλιστα, ένα αυτοκίνητο, στο καπό του, γεμάτο αίματα. Κάποιος ή κάποιοι είχαν ακουμπήσει, πάνω σε εκείνο το άσπρο αυτοκίνητο και το θέαμα ήταν τρομακτικό.
Πήρα το δεξί πεζοδρόμιο και άρχισα να περπατάω. Είδα κάποια στιγμή κάποιους από αυτούς που ήταν κρυμμένοι με τα στειλιάρια τους να με πλησιάζουν. Εγώ έβαλα την ιατρική μου τσάντα, μπροστά στο στήθος μου, μήπως φάω και καμία... Ότι γλιτώσω, τέλος πάντων.
Περπάτησα λίγο πιο γρήγορα. Δεν ξέρω αν με ακολούθησαν, αλλά όταν έφτασαν στο 15 της Αβέρωφ, μπήκα γρήγορα μέσα στην πολυκατοικία και έτρεξα προς το διαμέρισμα του Μανώλη. Γλίστρησα και πάνω στα αίματα αλλά σηκώθηκα γρήγορα και μπήκα μέσα στο διαμέρισμα. Εκεί τα έχασα. Γινόταν ένας χαμός. Τι να σου πω...».
Πόσοι τραυματισμένοι ήταν εκείνη την ώρα μέσα στο διαμέρισμα;
«Πόσοι ήταν... Αυτή είναι καλή ερώτηση. Δε θυμάμαι. Το έχουμε κουβεντιάσει και με τον Μανώλη αλλά ούτε αυτός θυμάται. Εγώ θυμάμαι σίγουρα 4-5 αλλά έχουν περάσει πλέον και τα χρόνια».
Οπότε τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για την ιστορία αυτού του ματωμένου πουλόβερ που έχετε στα χέρια σας.
«Ο Κωστάκης. Ο Κωστάκης είχε μια τρύπα μικρή στο αριστερό ημιθωράκιο, στο ύψος αυτό που φαίνεται η τρύπα στο πουλόβερ. Κατά τ΄ άλλα, όμως, ήταν σε καλή κατάσταση. Δεν πονούσε πολύ, η πίεσή του ήταν καλή και έτσι ήμασταν σίγουροι πως δεν είχε τρωθεί κάποιο ζωτικό όργανο ή κάποιο αγγείο μεγάλο.
Τι γινόταν εκείνη τη νύχτα, θέλω να το πω αυτό. Αυτοί πυροβολούσαν, χτυπούσαν κόσμο, σταματούσαν μετά, φώναζαν ασθενοφόρα για να πάρει τους τραυματίες και συνέχιζαν. Σε μια από αυτές τις παύσεις, καλέσαμε και εμείς ασθενοφόρο για να πάρει τους τραυματίες. Αλλά ήταν πολλοί. Δε χώρεσαν όλοι.
Βάλαμε, λοιπόν, αυτούς που θεωρούσαμε πως είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη και ο Κωστάκης, επειδή θεωρούσαμε πως δεν είχε τόσο μεγάλη ή επείγουσα ανάγκη, έμεινε απ' έξω. Εκείνος μπορούσε να περπατήσει. Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν ούτε αυτό να κάνουν.
Τον ρώτησα, λοιπόν, αν άντεχε να πάμε μαζί μέχρι την Πολυκλινική. Εκείνος μου είπε πως αντέχει. Τον πήρα αγκαλιά και σιγά σιγά φτάσαμε περπατώντας μέχρι εκεί.
Ήξερα τι γινόταν εκείνη την ώρα γύρω μας, νωρίτερα είχα βρει το θάρρος και είχα ανέβει μέχρι την ταράτσα έρποντας και είχα δει αυτά τα καθάρματα να πυροβολούν τον κόσμο με πολυβόλα. Γι αυτό και δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αυτά που λέω. Δε μου τα είπε κάποιος. Τα είδα με τα μάτια μου.
Τέλος, πάντων, φτάσαμε, με τον Κωστάκη, μέχρι την πλατεία Βάθη. Εκεί δεν άντεξε. Μου είπε ''δεν αντέχω άλλο''. Εκείνη την ώρα, κοντά στα μεσάνυχτα πια (σσ: εννοεί ξημέρωμα Σαββάτου, 17 Νοεμβρίου, λίγο πριν την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο), πέσανε οι προβολείς από τα άρματα μάχης που ήταν στην Πατησίων, προς τη Μάρνη κάτω και φώτισαν όλη την περιοχή, ακουγόντουσαν και οι ερπύστριες και σκέφτηκα, ''τι θα τον κάνω αυτόν τώρα''; Τότε, θυμήθηκα πως υπήρχε εκεί κοντά μια ιδιωτική κλινική, «Αθηνά», στην οδό Βίκτωρος Ουγκό. Και αντί, λοιπόν, να τον πάω στην Πολυκλινική που θα ξέραμε πως ήταν καλά και ήταν ασφαλές μέρος, τον πήγα εκεί.
Ήταν ένας πολύ καλός γιατρός εκεί που εφημέρευε και μια νοσοκόμα πάρα πολύ φιλότιμη. Του βγάλαμε τα ρουχαλάκια του παιδιού, εκεί μου έμεινε η φανέλα αυτή. Του έκαναν ακτινογραφία η οποία έδειξε δυο θραύσματα μέσα στον θώρακα. Μια τρύπα, αλλά δυο θραύσματα.
Ποτέ δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό. Μετά το παιδί ηρέμησε, ξάπλωσε και του είπα ''κοίτα, σου κρατάω τη φανέλα και θα έρθω αύριο. Εάν για κάποιον λόγο χαθούμε, θυμάσαι που είναι το σπίτι; Αβέρωφ 15''. Εκείνος μου είπε ''ναι, το θυμάμαι''.
Δεν είπαμε ονόματα. Ο Κώστας ήταν, σπουδαστής στη Σιβιτανίδειο που έμενε στο Περιστέρι. Δε θα του έκανα και ανάκριση. Είπαμε, ήταν και υπερβολικός ο φόβος των ανθρώπων. Και έφυγα.
Η επόμενη ημέρα ήταν Σάββατο. Είχα να πάω στη Θεσσαλονίκη, το μεσημέρι. Κατεβαίνοντας ξανά προς το κέντρο είπα να περάσω από την κλινική να τον δω και να του αφήσω τη φανέλα. Την είχα πάρει στην αρχή, με την αίσθηση της μαρτυρίας, συνειδητά και ασυνείδητα, αλλά μετά είπα να του την επιστρέψω για να μην κρυώνει.
Μπαίνοντας μέσα στον κλινική, ρώτησα για το παιδί που είχε έρθει την προηγούμενη νύχτα τραυματισμένο και άρχισαν να μου φωνάζουν: ''εσύ τον έφερες; έλα εδώ'' και όρμηξαν να με βουτήξουν, οπότε το έβαλα στα πόδια».
Είχε πάει δηλαδή εκεί η αστυνομία και περίμενε;
«Όχι. Ήταν μια νοσοκόμα, δεν ξέρω τι διάολο ήταν αυτή. Είχαν πάρει εντολή, να ειδοποιήσουν αν έχουν τραυματίες. Κάποιοι δεν πειθάρχησαν σε αυτή την εντολή. Αυτοί πειθάρχησαν και μόλις πήγα εκεί προσπάθησαν να πιάσουν και εμένα. Αλλά δεν κάθισα να με πιάσουν. Έφυγα και μου έμεινε η φανέλα. Την πήρα μαζί μου, πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη με το ΚΤΕΛ.
Την έδειχνα στο δρόμο και έλεγα στους υπόλοιπους επιβάτες, κοιτάξτε εδώ χάλι χθες στην Αθήνα. Κάπου εκεί στη Θήβα ακούμε από το ραδιόφωνο πως κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Οπότε βουβαμάρα. Φοβήθηκα πως θα με συλλάβουν.
Σκέφτηκα πως όλο και κάποιος χαφιές θα υπήρχε εκεί μέσα. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, βράδυ. Δε με πείραξε κανείς. Μάλλον, δεν είχαμε χαφιέδες μέσα στο λεωφορείο. Μετά, την επόμενη ημέρα, πήρα το τρένο της επιστροφής και γύρισα στο σπίτι μου στον Κολωνό».
«Θα ήθελα να τον ξαναδώ. Θα τον αγκάλιαζα»
Και με τον Κωστάκη; Δε βρεθήκατε ξανά;
«Με τον Κωστάκη δε βρεθήκαμε. Έχασα τα ίχνη του».
Στη Σιβιτανίδειο πήγατε;
«Όχι. Δεν πήγα. Δεν ξέρω αν θα έβγαζα κάτι και από εκεί. Ίσως, θα μπορούσε ένα ερευνητής ή ένας δημοσιογράφος που έχει πρόσβαση σε διάφορες πηγές να βγάλει κάποια άκρη. Εγώ όμως...».
Θα θέλατε να τον βρείτε έστω και τώρα;
«Και βέβαια. Θα ήθελα να είναι ζωντανός. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός».
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι μπορεί και να μην έζησε μετά από εκείνη την ιστορία;
«Ακούστηκαν πολλά πράγματα. Ξέρετε, πάνω στο Γενικό Κρατικό πήγαιναν οι τραυματίες και το νοσηλευτικό προσωπικό τους έκρυβαν για να μην τους βρουν οι τραμπούκοι που πήγαιναν εκεί και τους έψαχναν για να τους ξυλοκοπήσουν.
Δεν ξέρουμε τι έγινε. Είναι μια σκοτεινή ιστορία. Έλεγαν στους γιατρούς να γράφουν πως ήταν τραυματίες από τροχαία και τους απειλούσαν πως θα χάσουν τη δουλειά τους.
Δεν ξέρω, λοιπόν, τι έγινε με εκείνο το παιδί; Το πήραν από εκεί; Το πιθανότερο είναι πως το πήραν και το μετέφεραν αλλού. Εκείνοι, άλλωστε προσπαθούσαν να αποκρύψουν ότι υπήρχαν τραυματίες. Δεν ήθελαν να φανείς πως είχαν ρίξει πυροβολισμούς».
Τι θα του λέγατε αν τον βρίσκατε;
«Έλα να πάρεις τη φανέλα σου... Τι να του έλεγα; Θα τον αγκάλιαζα».
Όταν έπεσε η χούντα; Στο δικαστήριο;
«Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία και αυτή. Να βλέπεις όλους τους χουντικούς μαζεμένους εκεί. Να κάθονται σιωπηλοί. Κατηγορούμενοι. Εγώ δε μίλησα στο δικαστήριο. Έδωσα τη φανέλα και ήμουν εκεί για κάθε ενδεχόμενο. Δεν εξετάστηκαν όλοι οι μάρτυρες γιατί θα έπαιρνε χρόνο. Μίλησε ο Μανώλης Μυλωνάκης, οπότε έδειξε τη φανέλα και έτσι είχε εμφανιστεί αυτο το στοιχείο για πρώτη φορά.
Όταν την έδειξε ο Μυλωνάκης στο δικαστήριο, ο Αλφαντάκης, που ήταν ο δικηγόρος των χουντικών, μας είχε πει ''καλά, μπορώ και εγώ να κάνω μια τρύπα σε μια φανέλα, να βάλω και λίγο χρώμα και να λέω ότι θέλω μετά''. Ήθελε να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα και την ιστορία αυτής της φανέλας».
Και ο Κωστάκης δεν ήρθε να σας βρει ούτε όταν έπεσε η χούντα; Υπήρχε και στη μεταπολίτευση φόβος;
«Βέβαια υπήρχε φόβος. Ακόμα και ο Καραμανλής φοβόταν. Κοιμόταν κάθε νύχτα και σε άλλο σπίτι. Αυτοί δεν είχαν ''ξεδοντιαστεί''. Ετοίμαζαν διάφορα. Δεν ήταν τόσο απλά. Δεν ξέρω. Έχω επιφυλάξεις πολλές. Φοβάμαι ότι έφαγαν πολύ κόσμο στα μουλωχτά. Γιατί πραγματικά, δεν έχει δει τι φανέλα του; Είναι ένα ερώτημα.
Κάποια στιγμή θέλησα να κινητοποιηθώ αλλά αν δεν ξέρεις και πως να το κάνεις, αν δεν ξέρεις τι διαδικασίες, είναι ταλαιπωρία. Τρως τα μούτρα σου. Σου λένε ''άντε ρε τρελέ που προσπαθείς να βγάλεις άκρη''».
Τι σας άφησε όλη αυτή η ιστορία;
«Για εμένα ήταν μια στιγμή υπέρβασης. Ότι τον έζησα αυτόν τον κίνδυνο. Τον έζησα από κοντά και τον είδα. Και υπάρχει η μαρτυρία μου. Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας. Και η φανέλα αυτή είναι κομμάτι της ιστορίας.
Μπορεί και να είναι το μόνο αιματηρό στοιχείο. Γιατί η σημαία του Πολυτεχνείου πλύθηκε. Και προσπαθώ να βρω τρόπο για να το διαφυλάξω».
Αυτό θα σας ρωτούσα, για να κλείσουμε, κιόλας. Τι θα το κάνετε αυτό το πουλόβερ; Σας το ζήτησε ποτέ κανείς; Για παράδειγμα, ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών ή κάποιος άλλος επικοινώνησε μαζί σας;
«Αυτό το σκέφτηκα και εγώ, εκεί που βρίσκεται ο Σύνδεσμος, στο μουσείο του ΕΑΤ - ΕΣΑ. Να πάω και να δω αν υπάρχει ενδιαφέρον. Αλλά δεν το έχω κάνει. Ο μόνος που μου τη ζήτησε ήταν ο Μανώλης Μυλωνάκης που μου είπε να του τη δώσω αλλά του το αρνήθηκα. Του είπα πως είναι δικό μου και θα το κρατήσω».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.