Ο Τινάνειος Κήπος δεσπόζει στο κέντρο του Πειραιά, κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα, ως εκείνο το τελευταίο πάρκο που βλέπουν οι επισκέπτες της πόλης λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι για να ταξιδέψουν με κατεύθυνση τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα ή τον Σαρωνικό.
Είναι ένα πάρκο που έχει συνδεθεί με τη μυθική ιστορία της Τρούμπας, είναι ένα κομμάτι γης του Πειραιά που τα βράδια το σκοτάδι πέφτει βαρύ, καμία σχέση με το πιο «κοσμοπολίτικο» κέντρο της Πλατείας Κοραή και του Δημοτικού Θεάτρου. Αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ως εισαγωγή για την ιστορία του Τινάνειου Κήπου, με τη βαριά και θεοσκότεινη ιστορία που τον συνοδεύει.
Ο Τινάνειος Κήπος πήρε το όνομά του από τον Γάλλο στρατηγό Τινάν, ο οποίος ανέλαβε τη διαμόρφωσή του κατά την περίοδο της κατοχής του Πειραιά από τους Γάλλους, το 1854-1855.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο τότε Δήμαρχος Πειραιά, Θ. Ρετσίνας, μετέτρεψε τον χώρο σε καταπράσινο άλσος, προσθέτοντας κιγκλιδώματα και δύο κινεζικής έμπνευσης περίπτερα όπου ηχούσε μουσική. Έτσι, ο κήπος έγινε ένα δροσερό καταφύγιο για τους επισκέπτες, ειδικά τους θερινούς μήνες. «Μόντε Κάρλο ο Πειραιάς» ίσως να ακούγαμε κάποιον Πειραιώτη της εποχής να αναφωνεί με περηφάνια.
Στο πέρασμα προς τον 20ο αιώνα, οι ιστορίες που συνδέονται με τον κήπο αυξάνονται και πληθύνονται. Ένα ξεχωριστό στοιχείο του κήπου ήταν μια λαμαρίνα σφηνωμένη σε ένα δέντρο, που είχε βρεθεί εκεί από την έκρηξη του πλοίου Clan Fraiser κατά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Γερμανούς το 1941.
Αυτό το κομμάτι αποτελούσε για πολλά χρόνια ένα ζωντανό σύμβολο της φρίκης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που «γονάτισε» την πόλη συνολικά, μέχρι και την αποχώρηση των Γερμανών τον Απρίλη του '44, που συνοδεύτηκε από ανατίναξη υποδομών.
«Θα καταλήξεις στον Τινάνειο»
Ο κήπος έγινε γνωστός από τους καλλιτέχνες (ζωγράφους, λογοτέχνες) που, μην έχοντας άλλο τρόπο για να κερδίσουν χρήματα, πήγαιναν εκεί για να πουλήσουν τα δημιουργήματα τους, συχνά σε εξευτελιστική τιμή.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ήταν ανάμεσα στους πιο γνωστούς καλλιτέχνες που έστηναν πάγκους στον Τινάνειο. Μεταξύ των καλλιτεχνών που πέρασαν από εκεί ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης, ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός είχε καταπιαστεί με τη ζωγραφική.
Ο Βεάκης θρυλείται πως όταν εργαζόταν στο θείο του, τον ξυλέμπορο Παναγιώτη Δαρμά, του έλεγε διαρκώς πόσο θαυμάζει τον Βολανάκη και τα δημιουργήματα του. Μια μέρα, ο Δαρμάς για να συνετίσει τον ανηψιό του, του είπε «πρόσεχε, θα καταλήξεις στον Τινάνειο, σαν κι αυτούς που θαυμάζεις!».
Έκτοτε, η φράση αυτή έμεινε στην πειραιώτικη αργκό, για να περιγράψει εκείνους που με κάποιο τρόπο εξέπεσαν από την κοινωνική/οικονομική τους θέση.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.