Η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν που απειλεί να μετατραπεί σε ανοιχτό πόλεμο, ξυπνάει μνήμες από παλαιότερες πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα από τις εισβολές των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Ειδικότερα, η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ στηρίχτηκε στο αφήγημα ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν ανέπτυσσε δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής και βιολογικού πολέμου και διατηρούσε δεσμούς με την αλ Κάιντα, ωστόσο οι ισχυρισμοί που προέβαλε τότε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ καταρρίφθηκαν.
Οι ισχυρισμοί των ΗΠΑ για την εισβολή στο Ιράκ που καταρρίφθηκαν
Ενδεικτικά παρατίθενται τρεις ισχυρισμοί για το Ιράκ που δικαιολογούσαν την εισβολή του 2003 και τελικά κατέρρευσαν.
1ος ισχυρισμός: Όπλα μαζικής καταστροφής
Το βασικό αφήγημα που στήριζε την εισβολή των ΗΠΑ και της Βρετανίας στο Ιράκ ήταν ότι δήθεν το καθεστώς ανέπτυσσε δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής και βιολογικού πολέμου, κάτι το οποίο άρχισε να καταρρέει ήδη από τα πρώτα χρόνια από την εισβολή της 20ης Μαρτίου 2003.
Τελικά ούτε όπλα βρέθηκαν ούτε, αλλά και ο βασικός πληροφοριοδότης των ΗΠΑ παραδέχτηκε δημόσια ότι είπε ψέματα, προκειμένου να πέσει ο Σαντάμ Χουσεΐν.
Συγκεκριμένα, ο Rafid Ahmed Alwan al-Janabi, με κωδικό όνομα Curveball είχε αυτομολύσει από το Ιράκ και προσεγγίστηκε από Γερμανούς και Αμερικανούς αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών που ασχολήθηκαν με τις ισχυρισμούς του.
Ο al-Janabi δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα Guardian ότι επινόησε ιστορίες για φορτηγά με βιολογικά όπλα και μυστικά εργοστάσια σε μια προσπάθεια να ανατρέψει το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, από το οποίο είχε διαφύγει το 1995.
«Ίσως είχα δίκιο, ίσως δεν είχα δίκιο», είπε. «Μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία. Είχα την ευκαιρία να επινοήσω κάτι για να ανατρέψω το καθεστώς. Εγώ και οι γιοι μου είμαστε περήφανοι για αυτό και είμαστε περήφανοι που ήμασταν ο λόγος που δόθηκε στο Ιράκ το περιθώριο της δημοκρατίας», ανέφερε συγκεκριμένα.
Η ομολογία αυτή που έγινε το 2011 ήρθε λίγο μετά την όγδοη επέτειο της ομιλίας του Κόλιν Πάουελ στα Ηνωμένα Έθνη, στην οποία ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα ψέματα που είχε πει ο al-Janabi στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η ομολογία του πληροφοριοδότη είχε έρθει επίσης μετά την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων του πρώην υπουργού Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, στα οποία παραδέχεται ότι το Ιράκ δεν είχε πρόγραμμα όπλων μαζικής καταστροφής.
2ος ισχυρισμός: Σχέσεις με την αλ Κάιντα
Ένας ακόμα ισχυρισμός των ΗΠΑ που αποδείχτηκε εντελώς αβάσιμος ήταν οι υποτιθέμενες σχέσεις του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν με την αλ Κάιντα του Μπιν Λάντεν.
Ωστόσο, ήδη ο Κόλιν Πάουελ από τα τέλη του 2004 παραδεχόταν ότι δεν υπήρχαν ισχυρές και αδιάσειστες ότι το καθεστώς που βρισκόταν στην ηγεσία του Ιράκ συνεργαζόταν με την αλ Κάιντα, επισημαίνοντας ότι εξακολουθούν να υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των αναλυτών των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με το θέμα αυτό.
Ο ίδιος βέβαια προχώρησε σε εικασίες, λέγοντας ότι τέτοιες σχέσεις ενδεχομένως να υπήρξαν σε κάποια φάση, χωρίς ωστόσο να μπορεί να το δικαιολογήσει περαιτέρω, προβάλλοντας επιχειρήματα όπως ότι οι ισχυρισμοί των ιρακινών αξιωματούχων δεν ήταν αξιόπιστοι.
Από τον Σεπτέμβριο του 2002, προειδοποιούσε άλλωστε ότι δεν ήταν πάντα δυνατό για την κυβέρνηση να ικανοποιήσει την επιθυμία του κοινού για «αδιάσειστα στοιχεία» σχετικά με τις σχέσεις του Ιράκ με τρομοκρατικά δίκτυα. «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι δεν θα έχουμε όλα τα στοιχεία πέραν κάθε αμφιβολίας», δήλωνε τότε.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί επέκριναν την κυβέρνηση Μπους ότι δημιούργησε ή άφησε να δημιουργηθεί μία υποτιθέμενη σύνδεση μεταξύ του Σαντάμ Χουσεΐν και των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ως μία από τις δικαιολογίες για την διεξαγωγή του πολέμου κατά του Ιράκ.
Δηλώσεις όπως του Ντόναλντ Ράμσφελντ, της Κοντολίζα Ράις, του Κόλιν Πάουελ και του Ντικ Τσέινι «έδειχναν» σίγουρα προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πει κανεις με βεβαιότητα ότι αποτελούσαν κομμάτι μίας ευρύτερης εκστρατείας παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης των ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας εξέδωσε πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο μεγάλο μέρος των επιχειρημάτων της κυβέρνησης Μπους για να πείσει την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ και διεθνώς για την εισβολή στο Ιράκ ήταν απλώς... ψέματα.
Το πόρισμα για ομολογεί ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε εγκαταλείψει τα προγράμματα εξέλιξης όπλων μαζικής καταστροφής καιρό πριν την εισβολή του 2003, δεν συνεργαζόταν με την Αλ Κάιντα ή άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις και δεν αποτελούσε απειλή για τις ΗΠΑ.
3ος ισχυρισμός: Η εισβολή θα ήταν «περίπατος»
Τέλος, ένα ακόμα επιχείρημα για τον πόλεμο στο Ιράκ ήταν ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα έκαναν... «περίπατο» και ότι θα γίνονταν δεκτές ως «απελευθερώτριες» δυνάμεις. Ωστόσο και αυτός ο ισχυρισμός αποδείχτηκε από την εξέλιξη των γεγονότων ως ψευδής.
Παρά το ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν κατέρρευσε μέσα στον πρώτο μήνα από την εισβολή και ο ίδιος συνελήφθη εννέα μήνες μετά, οι ΗΠΑ και οι Βρετανία ενεπλάκησαν σε μία αιματηρή και πολυδάπανη πολεμική αναμέτρηση που διήρκησε σχεδόν εννέα χρόνια, ενώ αναγκάστηκαν να μείνουν στη χώρα μέχρι το 2021, για να στηρίξουν τις κυβερνήσεις και τις δυνάμεις που στήριζαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν την έναρξη της εισβολής της 20ης Μαρτίου 2003, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει τον Μπους για τις σοβαρές αδυναμίες και τα κενά στο σχέδιο χειρισμού της κατάστασης μετά τη λήξη του πολέμου στο Ιράκ. Και αυτό αποδείχτηκε με τον χειρότερο ίσως τρόπο.
Η πραγματικότητα του «Άξονα του Κακού»
Πέραν από τους διάφορους ισχυρισμούς και τα αφηγήματα που καταρρίφθηκαν, η διεθνής γεωπολιτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και εξακολουθεί να επηρεάζει τις εξελίξεις μέχρι και σήμερα αποτυπώθηκε λίγο πολύ μέσα από το σχήμα «Άξονας του Κακού».
Ένα σχήμα που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τζορτζ Μπους για να περιγράψει τις χώρες εκείνες οι οποίες εμπλέκονται σε μια υποθετική συνωμοσία υπέρ της διεθνούς τρομοκρατίας, αναπτύσσοντας όπλα μαζικής καταστροφής.
Το Ιράκ, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα ήταν οι πρώτες χώρες που μπήκαν στο στόχαστρο. Στη συνέχεια κατονομάστηκαν και άλλες χώρες από τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, οι οποίες ήταν η Λιβύη, η Συρία και η Κούβα.
Από τις έξι αυτές χώρες το Ιράκ έχει δεχθεί 22 χρόνια πριν την ανοιχτή εισβολή από τα στρατεύματα των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Η Λιβύη και η Συρία βίωσαν δύο αιματηρούς εμφυλίους πολέμους, με άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ, είτε με τη στήριξη των αντικυβερνητικών στρατοπέδων είτε με την εγκατάσταση στρατευμάτων που λειτουργούσαν ενάντια στις ηγεσίες των χωρών αυτών.
Και στις δύο χώρες τα καθεστώτα του Μουαμάρ Καντάφι και της οικογένειας Άσαντ κατέρρευσαν, το δεύτερο μάλιστα μόλις στις 8 Δεκεμβρίου 2024.
Η Κούβα και η Βόρεια Κορέα αποτελούν τέλος δύο χώρες που για πάνω από μισό αιώνα βιώνουν εξοντωτικές οικονομικές και άλλες κυρώσεις, ζώντας διαρκώς υπό την απειλή του πολέμου. Και οι δύο βρίσκονται συχνά - πυκνά στο στόχαστρο των ΗΠΑ.
Το σχήμα αυτό που εισήγαγε ο Τζορτζ Μπους δύο και πλέον δεκαετίες νωρίτερα, όχι μόνο συνεχίζει να διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά πολλά από τα επιχειρήματα και τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται, απηχώντας στον έναν ή στον άλλο βαθμό την πραγματικότητα, αναπαράγονται μέχρι σήμερα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.