Μενού
  • Α-
  • Α+

Η Ελλάδα θα πρέπει να «κυνηγήσει» ένα «μικρό Ελσίνκι», ενός οδικού χάρτη ΕΕ-Τουρκίας για τα επόμενα χρόνια λέει ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και αναλυτής Διεθνών Θεμάτων του ΑΝΤ1, Κωνσταντίνος Φίλης, σε αποκλειστική του συνέντευξη στο Reader.gr.

Ο κ. Φίλης εξειδικεύει αυτό τον οδικό χάρτη, λέγοντας πως θα πρέπει να περιλαμβάνει διατπυώσεις για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, μέχρι την αποδοχή του Δικαίου της θάλασσας ως πλαισίου διαπραγμάτευσης για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Ελλάδα, αλλά και την άρση του casus belli. Παράλληλα, εξηγεί ότι η αλλαγή στάσης της Άγκυρας στο πεδίο είναι που επιτρέπει την πραγματοποίηση συνάντησης των δυο υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας - Τουρκίας, ενώ σημειώνει με νόημα τον ρόλο της Βρετανίας στο Κυπριακό, τώρα που έχει αφήσει πίσω της το Brexit. 

Κύριε Φίλη, θεωρείτε πως άλλαξε κάτι στην συμπεριφορά της Τουρκίας και από μια μακρά περίοδο που δεν συζητούσαμε, φτάσαμε στο επικείμενο ταξίδι Δένδια στην Άγκυρα που έχει προγραμματιστεί για τις 14 Απριλίου;

Έχει αλλάξει η στάση της Τουρκίας στο πεδίο. Η Τουρκία πριν από λίγους μήνες είχε ταυτόχρονα το Oruc Reis να διεξάγει σεισμικές έρευνες σε μία περιοχή νοτίως του Kαστελόριζου αλλά και μεταξύ Καστελόριζου και Ρόδου, είχε πλωτό γεωτρύπανο εντός της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, είχε άλλο σεισμικό σκάφος στην Κυπριακή ΑΟΖ. Οπότε με αυτό τον τρόπο, έδειχνε τις προθέσεις της και βέβαια εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρξει κανενός είδους συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών. Έκτοτε και έχοντας η Ελλάδα αξιοποιήσει σε κάποιο βαθμό το ευρωπαϊκό χαρτί, αλλά κυρίως λόγω της έλευσης Μπάιντεν, η Τουρκία αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Πιθανότατα να το κάνει προσχηματικά, αυτό βέβαια μένει να διαπιστωθεί.  Αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει μία αποκλιμάκωση της έντασης στο πεδίο που δεν ακολουθείται από αντίστοιχη βέβαια στο ρητορικό επίπεδο. Το τελευταίο εκτός από ενοχλητικό είναι και ενδεικτικό των προθέσεων της άλλης πλευράς. Αλλά υπό αυτές τις συνθήκες ασφαλώς και μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία η οποία μπορεί να γίνει σε τουλάχιστον δύο επίπεδα: στο τεχνικό, που είναι οι διερευνητικές και σε αυτό των υπουργών Εξωτερικών, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να είναι είδηση η συνάντηση τους. Ωστόσο, όσο αναβαθμίζεται το στάτους των συναντήσεων, θα πρέπει να υπάρχει και συγκεκριμένο περιεχόμενο/ατζέντα.

Εμείς τι μπορεί να περιμένουμε από την Σύνοδο Κορυφής η οποία θα γίνει με τηλεδιάσκεψη; Πώς θα ωφεληθεί η Ελλάδα από αυτή τη διττή στόχευση του «καρότου και μαστιγίου»;

Από τη στιγμή που η Σύνοδος Κορυφής γίνεται υπό διαφορετικές συνθήκες από αυτή του Δεκεμβρίου, η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται να σπαταλήσει διπλωματικό κεφάλαιο, επιμένοντας στην επιβολή μέτρων ή σε μία τέτοια συζήτηση. 

Αυτό το momentum χάθηκε μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2020. Πλέον δεν υπάρχει. Έχοντας ένα άλλο πλαίσιο και έχοντας και μία άλλη αντιμετώπιση από πλευράς Ευρωπαίων εταίρων μας, ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτή τη στιγμή, προτεραιότητα για πολλούς εξ αυτών, προεξεχούσης της Γερμανίας, είναι η λεγόμενη θετική ατζέντα. Άρα λοιπόν το στοίχημα για την Αθήνα είναι αυτή τη θετική ατζέντα που θέλει να επιβάλει το Βερολίνο σε σχέση με την Άγκυρα να την επηρεάσει καθοριστικά. Η θετική ατζέντα έχει τρεις πτυχές: το προσφυγικό-μεταναστευτικό και την επικαιροποίηση της κοινής δήλωσης του Μαρτίου του 2016, την Τελωνειακή Ένωση και με μικρότερες πιθανότητες, την απελευθέρωση της βίζας.  

Ως προς τα δύο πρώτα, εκτιμώ ότι πρέπει να ακολουθηθεί η εξής τακτική: σε σχέση με την Κοινή Δήλωση, να δοθούν περισσότερα κεφάλαια στην Τουρκία, με την υποσημείωση ότι τα λεφτά αυτά θα πάνε σε μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για να εξακολουθήσει η Τουρκία να υποστηρίζει ένα τιτάνιο έργο που είναι η φιλοξενία σχεδόν τεσσάρων εκατομμυρίων προσφύγων και όχι για να τουρκοποιηθεί ένα μέρος της Συρίας, δηλαδή για την περίφημη ζώνη ανθρωπιστικής βοήθειας που επικαλείται η Άγκυρα προκειμένου να εδραιωθεί στη βόρεια Συρία και να αλλοιώσει δημογραφικά τις κουρδικές περιοχές. Από εκεί και πέρα όμως θα πρέπει η όποια ελληνική συναίνεση στην επικαιροποίηση της κοινής δήλωσης να συνδεθεί με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα τηρήσει όλες τις πρόνοιες της συμφωνίας αυτής, μεταξύ των οποίων είναι και το να δέχεται την επαναφορά όσων δεν λαμβάνουν άσυλο από την Ελλάδα στην Τουρκία, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ και πάρα πολλούς μήνες.

Στο δεύτερο σκέλος που αφορά στην τελωνειακή ένωση ασφαλώς υπάρχουν και άλλα κράτη-μέλη τα οποία κάνουν δεύτερες σκέψεις για το τι μπορεί να δοθεί στην Τουρκία, αλλά και εδώ η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να αναδείξει τις πτυχές όπου η Τουρκία παραβιάζει την τελωνειακή ένωση και ταυτόχρονα να της προσφέρει  αυτά τα οποία δεν πλήττουν και τα δικά μας εθνικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η θετική ατζέντα δεν πρόκειται να εκπληρωθεί άμεσα και συνολικά, άρα το το ξεδίπλωμα της της θα είναι κλιμακούμενο, έχουμε τη δυνατότητα να επιβάλλουμε συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Δηλαδή δεν μπορεί η Τουρκία να λαμβάνει έμπρακτα ανταλλάγματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να συνεχίζει να παρενοχλεί την Ελλάδα ή να αποπειράται να σφετεριστεί κυριαρχικά της δικαιώματα. Έτσι, κάθε φορά που θα γίνεται ένα βήμα ανοίγματος της θετικής ατζέντας, να ελέγχεται κατά πόσο η συμπεριφορά της Άγκυρας έναντι Ελλάδας και Κύπρου συμβαδίζει με όσα έχουν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Άρα, οφείλουμε να εξασφαλίσουμε ένα συνεχές monitoring της Τουρκίας, που θα πηγαίνει βήμα-βήμα με την κλιμακωτή αποδέσμευση της θετικής ατζέντας.

Συνάμα, όμως, θα ήταν χρήσιμο στη Σύνοδο του Μαρτίου να προλειάνουμε το έδαφος για τη χάραξη ενός οδικού χάρτη ΕΕ-Τουρκίας που θα περιλαμβάνει από τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου μέχρι την αποδοχή του δικαίου της θάλασσας ως πλαισίου διαπραγμάτευσης για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Ελλάδα, αλλά και την άρση του casus belli. 22 χρόνια μετά το 1999,  χρειάζεται να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για ένα μικρό Ελσίνκι, ασφαλώς λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του 2021. Σημειώνω ότι η προχθεσινή αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης έχει επιβαρύνει το κλίμα, οπότε αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον η έκθεση Μπορέλ.

Σε σχέση με την πενταμερή σύσκεψη στα τέλη Απριλίου στη Γενεύη για το Κυπριακό, με δεδομένο ότι η Τουρκία μιλά πλέον ανοιχτά για τη λύση των δύο κρατών, υπάρχει κάποιος λόγος που γίνεται αυτή η διάσκεψη; Υπάρχει κάποια πιθανότητα συνέχισης των συνομιλιών;

Είναι αλήθεια ότι έχει επέλθει κόπωση στο διεθνή παράγοντα για το ζήτημα του Κυπριακού. Γιατί μπαίνουμε πλέον στα 47 χρόνια που παραμένει ανεπίλυτο. Η Τουρκία έχει μία συγκεκριμένη τακτική. Δεν νομίζω ότι προσώρας εννοεί αυτό που λέει, στην ολότητα του, δηλαδή τη διχοτόμηση. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση αυτό σημαίνει ότι θα προσαρτήσει ή θα δορυφοριοποιήσει μια ήδη δορυφοριοποιημένη περιοχή, όπως είναι αυτή της κατεχόμενης Κύπρου και των Τουρκοκυπρίων. Δεν έχει ανάγκη να το κάνει αυτό και μάλιστα βάζοντας ένα κομμάτι του διεθνούς παράγοντα απέναντί της, χωρίς να έχει εξασφαλίσει δικαιώματα για τους Τουρκοκύπριους μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, όπως θα μπορούσε να γίνει μέσω μία χαλαρής συνομοσπονδίας. Η Άγκυρα θέλει να ελέγξει το σύνολο της Κύπρου, ή το πώς το νέο κράτος θα συμπεριφέρεται στο ευρωπαϊκό πεδίο. 

Συνεπώς η διχοτόμηση είναι για την ώρα μια τακτική πίεσης για να αντικρούσει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με μια χαλαρή συνομοσπονδία, όπου ουσιαστικά Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι θα είναι δύο ισότιμες οντότητες, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στο κομμάτι επί παραδείγματι της θέσης που θα έχει η χώρα, το νέο πλέον κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπου μπορεί να δούμε στην περίπτωση διαφωνίας Τουρκοκύπριου-Ελληνοκύπριου να μην λαμβάνεται υπόψιν η ψήφος της Κύπρου. Μιλάμε για τέτοιες καταστάσεις. Γιατί, όμως, γίνεται η πενταμερής; Διότι ο Γενικός Γραμματέας θέλει να διερευνήσει κατά πόσο υπάρχει πεδίο σύγκλισης μεταξύ των δύο μερών ή αν η νέα διαδικασία είναι «χαμένος κόπος». Αυτό που πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου είναι ο ρόλος των Βρετανών. Οι Βρετανοί πλέον είναι απελευθερωμένοι μετά το Brexit, είναι σε αναζήτηση ρόλου παγκοσμίως, έχουν πει ότι θα στραφούν προς τον Ειρηνικό. Θα κάνουν, όπως έχουν ήδη κάνει με την Τουρκία, εμπορικές και αμυντικές συμφωνίες και με άλλες χώρες. Αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρόκειται να απωλέσουν τη θέση που έχουν μέσω των βάσεων που διατηρούν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Και ο ρόλος των Βρετανών, η αλήθεια είναι ότι τα πολλά τελευταία χρόνια σε σχέση με το Κυπριακό, δεν έχει υπάρξει εποικοδομητικός, από την οπτική των Ελληνικών και Ελληνοκυπριακών συμφερόντων.

Ο τρόπος που εξελίσσονται οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην Τουρκία;

Βραχυπρόθεσμα φαίνεται πως θα έχουν. Αν δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες επιμείνουν σε αυτή την πολιτική απέναντι στη Ρωσία και η αλήθεια είναι ότι ειδικά στο Δημοκρατικό κόμμα, υπάρχει ένας εμμονικός αντι-ρωσισμός κι αυτό θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία. Είδαμε ήδη τον Ερντογάν την περασμένη Παρασκευή να παίρνει θέση υπέρ του Πούτιν. Δεν είναι εύκολο για την Άγκυρα να εξακολουθήσει να ισορροπεί με τη μαεστρία που το έκανε τα περασμένα χρόνια μεταξύ των δύο πλευρών, πολύ περισσότερο γιατί τα προηγούμενα χρόνια είχε την ανοχή του Τραμπ, ώστε να μπορεί να κάνει αυτό το παιχνίδι. Από την άλλη βέβαια να έχουμε κατά νου και θα το δούμε ενδεχομένως στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ αυτήν την εβδομάδα, πως και ευρωπαϊκές χώρες ίσως να μην ταυτίζονται με αυτή την προσέγγιση από πλευράς ΗΠΑ, τόσο σε σχέση με τη Ρωσία και σε σχέση με την Κίνα.

Θέλω να πω ότι στο τέλος της ημέρας μπορεί η θέση της Τουρκίας απέναντι στο ζήτημα να μην είναι τόσο ακραία, παρά μόνο για συγκεκριμένους κύκλους στην Ουάσιγκτον. Όμως, το πρόβλημα του Ερντογάν είναι το βάθος των δεσμών του με τον Πούτιν και ο συνακόλουθα μεγάλος βαθμός έκθεσης της Τουρκίας, εφόσον κληθεί να διαλέξει στρατόπεδο.  

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.