Μενού
  • Α-
  • Α+

Το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων και η ενίσχυση των στρατιωτικών συμμαχιών της χώρας μας προβληματίζουν έντονα την Αγκυρα καθώς υψώνονται ισχυροί πυλώνες ανάσχεσης των επεκτατικών βλέψεων της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο εκνευρισμός του καθεστώτος Ερντογάν για τις ελληνικές κινήσεις στο στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο αντικατοπτρίζεται στις καθημερινές εκτός ορίων απειλητικές δηλώσεις του υπουργού Αμυνας της γείτονα Χουλουσί Ακάρ αλλά και στις δημόσιες τοποθετήσεις κορυφαίων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος AKP.

Ο παραληρηματικός τρόπος, με τον οποίο οι Τούρκοι αξιωματούχοι επιχειρούν να υποβαθμίσουν τις συγκεκριμένες εξελίξεις στο ισοζύγιο ισχύος της περιοχής, αποκαλύπτει και το μέγεθος της ενόχλησης τους. Από την κυβερνητική γραμμή δε θα μπορούσε να αποκλίνει και το μεγαλύτερο τουρκικό think tank SETA, το οποίο με τον μανδύα ιδρύματος πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής έρευνας λειτουργεί ως βραχίονας προώθησης της πολιτικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν

Αλλωστε, οι σχέσεις του ιδρύματος SETA με γραφεία σε Αγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Ουάσινγκτον, Βρυξέλλες και Βερολίνο με τον Τούρκο πρόεδρο είναι κυριολεκτικά οικογενειακές καθώς χρηματοδοτείται από την οικογένεια του γαμπρού του, πρώην υπουργού Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Η δράση του συγκεκριμένου ιδρύματος και η επιχειρούμενη άσκηση επιρροής επί ευρωπαϊκού εδάφους έχει απασχολήσει και τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Μάλιστα, στη σχετική ενημέρωση της προς το γερμανικό κοινοβούλιο αναφορικά με το φιλοκυβερνητικό τουρκικό think tank, ανέφερε πως προωθεί τις απόψεις της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην Ευρώπη προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινή γνώμη και να διαμορφώσει τον πολιτικό διάλογο στην Ευρώπη μέσω των δραστηριοτήτων και των δημοσιεύσεων του.

SETA: «Μπορεί να λειτουργήσει η ελληνική στρατηγική εξισορρόπησης της Τουρκίας;»

Στο πλαίσιο αυτό, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος, με τον οποίο το SETA προσεγγίζει την προμήθεια από την χώρα μας των μαχητικών αεροσκαφών Rafale, των φρεγατών Belharra και των υπολοίπων εξοπλιστικών προγραμμάτων σε συνδυασμό με την υπογραφή των στρατιωτικών συμφωνιών με Γαλλία και ΗΠΑ. Η ανάλυση, με τον τίτλο, «Μπορεί να λειτουργήσει η ελληνική στρατηγική εξισορρόπησης της Τουρκίας;», ξεκινά με την πάγια ανεδαφική θέση περί «επιθετικής εξωτερικής πολιτικής» της χώρας μας έναντι της Τουρκίας, η οποία εξηγείται υπό το πρίσμα του νεορεαλισμού. Βάσει της νεορεαλιστικής σχολής, τα κράτη προσπαθούν να εξισορροπήσουν άλλα κράτη, από τα οποία υστερούν, ή προσπαθούν να περιορίσουν την ικανότητα τους σε κάποιο βαθμό καταφεύγοντας σε εσωτερικούς ή/και εξωτερικούς μηχανισμούς εξισορρόπησης. 

Οπως αναφέρεται, μετά την κρίση των Ιμίων το 1996, η Ελλάδα ξεκίνησε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα ως μέρος μιας εσωτερικής εξισορρόπησης κατά της Τουρκίας, διαδικασία , που διακόπηκε λόγω της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της μέχρι τον πενταπλασιασμό των ελληνικών εξοπλιστικών δαπανών το 2021 σε σύγκριση με το 2020. Οι Τούρκοι αναλυτές εστιάζουν στο εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 10 δισ. ευρώ και ειδικά στην αγορά των Rafale και Belharra, που αποτελούν «αγκάθι» στις επιδιώξεις της Αγκυρας. 

Από την άλλη πλευρά, σταθμίζονται οι πρωτοβουλίες για εξωτερική εξισορρόπηση της Τουρκίας, μέσω της στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Γαλλία, τις ΗΠΑ συνδυαστικά με την πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ξεχωριστή μνεία γίνεται στο 2ο άρθρο της ελληνογαλλικής συμφωνίας, που περιλαμβάνει τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με το SETA να επισημαίνει πως πρόκειται για πρόβλεψη, που στοχεύει ξεκάθαρα την Τουρκία. Αναφορά υπάρχει και για την επέκταση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας και την αμερικανική βάση στην Αλεξανδρούπολη. 

Η διαφορά στους ενεργούς στρατιώτες 

Οι Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι η Ελλάδα, παρά τα εξοπλιστικά προγράμματα, δεν έχει καμία πιθανότητα να εξισορροπήσει τη στρατιωτική ισχύ της γείτονα παραθέτοντας στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, η χώρα μας με πληθυσμό 11 εκατομμυρίων, έχει 100.000 ενεργούς στρατιώτες και αμυντικό προϋπολογισμό 5 δις. δολαρίων ενώ η Τουρκία, με πληθυσμό άνω των 80 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει 350.000 ενεργούς στρατιώτες και αμυντικό προϋπολογισμό της τάξης των 20 δις. δολαρίων. Εμφαση δίνεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα δε διαθέτει οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε αντίθεση με την Τουρκία, που κατασκευάζει η ίδια τέτοιου τύπου οπλικά συστήματα, που, όπως σημειώνεται, έχει αποδειχτεί ότι αλλάζουν τις ισορροπίες σε ζώνες συγκρούσεων όπως η Συρία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η Λιβύη. 

Με δεδομένη την τουρκική άποψη ότι «δεν είναι δυνατό για την Ελλάδα να ανταγωνιστεί την Τουρκία ως προς τη συνολική στρατιωτική ισχύ – τουλάχιστον όχι μόνη της» διατυπώνεται η εκτίμηση, με σκεπτικό που παραπέμπει περισσότερο σε ευχή, ότι η αποτρεπτική ισχύς της Αθήνας, που βασίζεται στη στενή στρατιωτική σχέση με Γαλλία και ΗΠΑ, δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη στο μέλλον. «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι προσανατολισμένες στο συμφέρον και ενδέχεται να αλλάξουν ανάλογα με τις νέες συγκυρίες. Αν και η Αθήνα φαίνεται να έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Γαλλίας, κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο θα διαρκέσει αυτή η συμμαχία», τονίζεται, με την επίκληση της πρόσφατης οδυνηρής για τη Γαλλία συμφωνίας AUKUS, «που ξεχωρίζει ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα κράτη μπορούν να ενεργήσουν εναντίον των συμμάχων τους όταν τίθενται υπό αμφισβήτηση τα συμφέροντά τους». 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA