Μενού
belogiannis
Το περίφημο σκίτσο του Πικάσο «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα». Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, τον Φεβρουάριο του 1952. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Η δίκη και η εκτέλεση του «ανθρώπου με το γαρύφαλλο»

Αν και σήμερα συμπληρώνονται 71 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που εκτελέστηκε, η αναφορά και μόνο στο όνομα του Νίκου Μπελογιάννη είναι ικανή να προκαλέσει μια πολιτική συζήτηση η οποία θα προκαλέσει εντάσεις. Όλοι, ωστόσο, (φίλοι και εχθροί) δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν σε ένα πράγμα: Πως ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε απόλυτα πιστός και αμετακίνητος στα πιστεύω του μέχρι το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1915 στην Αμαλιάδα. Πριν ακόμα κλείσει τα 20 του χρόνια ήταν μέλος του ΚΚΕ. Ακολούθησε μια… συνηθισμένη πορεία που περιελάμβανε  φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα.

Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο πόλεμο ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού.  Στις σκληρές και καθοριστικές για την εξέλιξη του εμφυλίου μάχες του Γράμμου, το 1948, θα τραυματιστεί στο χέρι. Θα βρεθεί στο Μπουλκές της Σερβίας και από εκεί θα σχεδιάσει την επιστροφή του στην Ελλάδα με στόχο την ανασυγκρότηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Η επιστροφή αυτή θα γίνει το 1950 με το όνομα «Ερρίκος Πανόζ» και  πλαστό Αργεντίνικο διαβατήριο. Στις 20 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης. Όταν οι διωκτικές αρχές συνειδητοποιούν ποιον έχουν στα χέρια τους, του αποδίδουν αμέσως τον αρχηγικό ρόλο σε οποιαδήποτε κίνηση κάνει το παράνομο ΚΚΕ, οπουδήποτε στην Ελλάδα.

Ο Μπελογιάννης κατηγορείται για παράβαση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947 (περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών, το οποίο έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη). Η πρώτη δίκη θα ξεκινήσει στις 19 Οκτωβρίου του 1951 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο στην οδό Σανταρόζα. Ανάμεσα στους στρατοδίκες (που είχαν επιλεχθεί προσεκτικά από τον ΙΔΕΑ) βρίσκεται και ο  μετέπειτα πραξικοπηματίας, Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Η δίκη ολοκληρώνεται στις 16 Νοεμβρίου του ’51 και καταδικάζει τον Μπελογιάννη και άλλους 11 κατηγορούμενους σε θάνατο. Δυο ημέρες πριν βγει η απόφαση, η Ασφάλεια με την βοήθεια των τεχνολογικών μέσων που διέθετε το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Φραγκλίνος Ρούσβελτ» που είχε αγκυροβολήσει στον Πειραιά, ανακαλύπτει δυο ασυρμάτους. Ένας στη Γλυφάδα και ένας στην Καλλιθέα. Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές οι ασύρματοι αυτοί χρησίμευαν στην επικοινωνία των εν ελλάδι παράνομων πυρήνων του ΚΚΕ με την ηγεσία του κόμματος που βρισκόταν στο εξωτερικό.

Ιθύνων νους, θεωρείται ο Μπελογιάννης που μαζί με 28 ακόμα άτομα κατηγορείται πλέον για κατασκοπεία, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936. Την 1η Μαρτίου του 1952 το δικαστήριο καταδικάζει ομόφωνα τον Νίκο Μπελογιάννη, την Έλλη Παππά, το Νίκο Καλούμενο, το Δημήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Τάκη Λαζαρίδη σε θάνατο.

Ενώ η δίκη του Μπελογιάννη βρισκόταν σε εξέλιξη και κυρίως μετά την έκδοση της απόφασης, δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανές κύμα συμπαράστασης από μεγάλες προσωπικότητες.  Η κυβέρνηση Πλαστήρα δέχεται πάνω από 250.000 τηλεγραφήματα! Ο Σαρλ ντε Γκολ, 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, το ζεύγος Κιουρί, ο Αϊνστάιν, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Νερούντα  και ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικοί μόνο από τους ανθρώπους που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.

Το ξημέρωμα της Κυριακής στις 30 Μαρτίου 1952, ο Μπελογιάννης και οι υπόλοιποι καταδικασμένοι, κοιμόντουσαν στα κελιά τους, στις φυλακές της Καλλιθέας. Ήταν σίγουροι πως θα δουν και αυτό το ξημέρωμα, δεδομένου πως εκτελέσεις την Κυριακή και μάλιστα πριν ανατείλει ο ήλιος, δεν έκαναν ούτε τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.

Ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος, στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή» γράφει στις 31/3/1952: «Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των 8 μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ’ αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.

«Νίκο σήκω»

Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:

«Πάμε για καθαρό αέρα;»

«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση» (…)»

Ο στρατιώτης που αρνήθηκε να μπει στο εκτελεστικό απόσπασμα

Οι μελλοθάνατοι (η Παππά δεν εκτελείται επειδή πρόσφατα είχε γεννήσει το παιδί του Μπελογιάννη μέσα στη φυλακή και ο Λαζαρίδης εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του) επιβιβάζονται σε καμιόνι στις 03:48 με προορισμό το σημερινό Πάρκο της πρώην Χωροφυλακής στην περιοχή του Γουδή. Στις 04:12, απόσπασμα 24 στρατιωτών εκτελεί τους τέσσερις κομμουνιστές υπό το φως των προβολέων της στρατιωτικής φάλαγγας.

Στο εκτελεστικό απόσπασμα που θα αφαιρούσε τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη συγκαταλεγόταν και ένας καλός του φίλος, ο Θανάσης Ροδόπουλος που εκείνη την εποχή υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Όταν το καμιόνι που μετέφερε το εκτελεστικό απόσπασμα έφτασε στη µάντρα του νοσοκομείου «Σωτηρία» στη λεωφόρο Μεσογείων, εκεί δηλαδή που θα γινόταν η εκτέλεση, ο Ροδόπουλος κατάλαβε ποιον θα είχε απέναντι του και αρνήθηκε να κατέβει.  «Έλα έξω, τι κάθεσαι εσύ;» του είπε ο λοχαγός. «Δε θα βγω» απάντησε εκείνος. Ο αξιωματικός έβγαλε το περίστροφο από τη ζώνη και το έστρεψε στο πρόσωπο του Ροδόπουλου. «Ξέρεις τι μπορώ να κάνω βάσει του στρατιωτικού νόμου αυτήν τη στιγμή, έτσι;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ. Κάντε ό,τι νομίζετε. Εγώ από το καμιόνι δε βγαίνω» απάντησε εκείνος. Ο λοχαγός μπορεί να ήταν εκνευρισμένος, αλλά αποφασίζει να µην πατήσει τη σκανδάλη. Έβαλε το όπλο στη θήκη και πήγε να στήσει το υπόλοιπο εκτελεστικό απόσπασμα. Παραδόξως δεν ανέφερε το συμβάν στους ανωτέρους και έτσι ο νεαρός δεν διώχθηκε ποτέ.

Την ιστορία αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ροδόπουλος τρεις ημέρες μετά την εκτέλεση Μπελογιάννη, στον σκηνοθέτη Φώτο Λαµπρινό. Όπως του είχε εξομολογηθεί τότε, αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει και τον έκανε να μείνει στο φορτηγό δεν ήταν η εκτέλεση αυτή καθ' εαυτήν, αλλά το βλέμμα του Μπελογιάννη. Φοβόταν το βλέμμα στην περίπτωση που τον αναγνώριζε.

Η αγαπημένη ηθοποιός που δικάστηκε στο πλευρό του

Οι νεότεροι την έμαθαν ως «Όλγα Μαρκάτου» στην πετυχημένη τηλεοπτική σειρά «Dolce Vita». Οι Παλαιότεροι την θυμούνται σε «χρυσές» ελληνικές ταινίες όπως «γοργόνες και μάγκες» και «ένας ιππότης για τη Βασούλα». Πριν από την επιτυχία, ωστόσο, έφτασε πολύ κοντά στον θάνατο. Δικάστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη με την κατηγορία της κατασκοπείας αφού ήταν μέλος του παράνομου μηχανισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Η ζωή της Μαρίας Φωκά, ήταν πολυτάραχη και με πολλές διακυμάνσεις. Θα μπορούσε να είναι και το σενάριο κάποιας κινηματογραφικής ταινίας. 

foka
Η Μαρία Φωκά ως Όλγα Μαρκάτου στη σειρά «Dolce Vita» | Mega

Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η Φωκά είχε ενταχθεί στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Κάποια στιγμή ήρθε σε επαφή με συντρόφους της στο Παρίσι, οι οποίοι την επιφόρτισαν να ελέγξει τη διαδρομή χρημάτων που είχαν σταλεί για την οικονομική ενίσχυση του μηχανισμού στην Αθήνα.

Η τότε νεαρή ηθοποιός έπρεπε να έρθει σε επαφή με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ, ο οποίος και θα την ενημέρωνε σχετικά. Το ραντεβού είχε οριστεί να γίνει σε ένα φούρνο ο οποίος, ωστόσο, βρισκόταν υπό την διαρκή παρακολούθηση της ασφάλειας.

Η Φωκά δεν το γνώριζε αυτό και όταν είδε πως ο άνθρωπος με τον οποίο είχε ραντεβού δεν ήρθε, άφησε ένα σημείωμα. Η αστυνομία έκανε έφοδο στο φούρνο, βρήκε το σημείωμα και την συνέλαβε με την κατηγορία της κατασκοπίας και της αντεθνικής δράσης. Θεωρήθηκε αμέσως μέλος του δικτύου με τους ασύρματους στη Γλυφάδα αρχηγός του οποίου θεωρούταν ο Νίκος Μπελογιάννης. Στα πρακτικά της δίκης αναφέρεται με το όνομα Μαρία Καλλέργη, δηλαδή με το όνομα του τότε συζύγου της, Λυκούργου Καλλέργη.

belogiannis_foka
Νίκος Μπελογιάννης και Μαρία Φωκά σε ένα διάλειμμα της δίκης | Τύπος της εποχής

«Μετά την λήξιν του συμμοριτισμού υπήρχον πληροφορίαι ότι ειργάζοντο παρανόμως δίκτυα πληροφοριοδοτών και κατασκόπων, κατωρθώθη δε να τεθώμεν επί τα ίχνη των. Το πρώτο εντοπίσθη ασύρματος εις Γλυφάδαν. […] Η Καλλέργη ήλθεν από το Παρίσι εκ μέρους του Δημητρακαρέα διά να δη αν έφθασαν αι αποσταλείσαι 1.600 λίρες… Τα χρήματα αυτά προωρίζοντο διά τη χρηματοδότησιν του δικτύου», ανέφερε στην κατάθεσή του ο μάρτυρας κατηγορίας Κωνσταντίνος Παπαπαθανασίου, σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών (Τμήμα Β` ) κατά τις συνεδριάσεις από την 15η  Φεβρουαρίου ως και την 1η Μαρτίου 1952. Στο τέλος της δίκης το στρατοδικείο επέβαλε στην Φωκά ισόβια κάθειρξη, αλλά η ποινή της λίγο καιρό αργότερα μειώθηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη και «αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επί 10ετίαν».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA