Μενού
dolofonia_polk
Σκίτσο, του Νίκου Νομικού, αναπαράστασης (κατά το κατηγορητήριο) της δολοφονίας Πολκ. | Απογευματινή
  • Α-
  • Α+

 

Ο Τζορτζ Πολκ, όπως οφείλει ένας δημοσιογράφος – ρεπόρτερ βρισκόταν ακριβώς στη μέση και στα ρεπορτάζ του δε χαριζόταν σε κανέναν. Αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς και στα δυο στρατόπεδα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Μια ημέρα, σαν σήμερα, πριν από 75 χρόνια, και ενώ η Ελλάδα είναι βυθισμένη στη δίνη της πιο αιματηρής σύρραξης, που γνώρισε ποτέ ο τόπος, ο δημοσιογράφος αυτός βρίσκεται δολοφονημένος. Η έρευνα της αστυνομίας ήταν... αστεία. Η δίκη που ακολούθησε ήταν το απόλυτο φιάσκο. Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει; Ενδεχομένως και οι δυο πλευρές. Ίσως, και καμία. Ότι και να έχει συμβεί, πάντως, η υπόθεση Πολκ, ακόμα και σήμερα, είναι μια από τις, πλέον, μυστηριώδεις στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.

Η δολοφονία του Τζορτζ Πόλκ

Ο Τζορτζ Πολκ ήταν ένας 35χρονος δημοσιογράφος από της Ηνωμένες Πολιτείες, παντρεμένος με την Ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη. Ήταν ο απεσταλμένος του ειδησεογραφικού δικτύου CBS στην Ελλάδα που «φλεγόταν» από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Πολκ δεν ήταν ούτε με τους αριστερούς, ούτε με τους δεξιούς. Για την ακρίβεια ήταν σφοδρός επικριτής και τον δυο παρατάξεων. «Γκάνγκστερ» αποκαλούσε τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, «διεφθαρμένη» ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που επιφύλασσε στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκών.

Ο Πολκ είχε φτάσει στην Ελλάδα στις 9 Μάη του 1948. Δολοφονήθηκε περίπου μια εβδομάδα αργότερα. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείο που έμενε στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε ένα γράμμα το οποίο αποκαλύπτετε πως σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Μάρκο Βαφειάδη σε κάποιο αντάρτικο λημέρι της Πίνδου προκειμένου να του πάρει συνέντευξη.

Η χωροφυλακή Θεσσαλονίκης που ανέλαβε τη διαλεύκανση της υπόθεσης από την πρώτη στιγμή τονίζει πως η δολοφονία είναι έργο του ΚΚΕ και συγκεκριμένο έργο των Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά! Στις 14 Αυγούστου συλλαμβάνεται μάλιστα ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρης Στακτόπουλος (ο οποίος ήταν φιλοκομμουνιστής) ο οποίος κατηγορείται ότι βοήθησε τα δυο στελέχη του ΚΚΕ να έρθουν σε επαφή με τον Πολκ και τελικά να τον δολοφονήσουν. Η δολοφονία από τους κομμουνιστές ενός Αμερικανού δημοσιογράφου, πολίτη μιας χώρας που εξόπλιζε και στήριζε το ελληνικό κράτος, φαινόταν ως αληθοφανής εξήγηση. Οι περισσότεροι Ελληνες πολιτικοί, στρατιωτικοί αξιωματούχοι και το Στέμμα απέρριπταν το ενδεχόμενο να είναι η Δεξιά υπεύθυνη για την πράξη. Ο Γ. Α. Βλάχος, εκδότης της «Καθημερινής», έγραφε σε κύριο άρθρο του: «Υψιστε Θεέ, δώσε να είναι οι δολοφόνοι κομμουνισταί, διότι εχαθήκαμε αν δεν είναι».

Από την πλευρά του το Κομμουνιστικό Κόμμα τονίζει πως η δολοφονία του δημοσιογράφου ήταν έργο της Ασφάλειας. Βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα σήμερα, είναι σαφές ότι το ΚΚΕ δεν είχε κίνητρο να δολοφονήσει τον Πολκ και, επιπλέον, άλλοι ξένοι δημοσιογράφοι και αξιωματούχοι που είχαν έρθει σε επαφή με τους αντάρτες δεν είχαν πειραχτεί.

Η δίκη για τη δολοφονία του Πολκ

Στις 12 Απριλίου 1949 ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης η δίκη για τη δολοφονία. Εκτός από τον Στακτόπουλο στο εδώλιο κάθισε και η μητέρα του γιατί στο Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα της πόλης είχε φτάσει ένας φάκελος μέσα στον οποίο υπήρχε η ταυτότητα του Πολκ. Ο γραφικός χαρακτήρας του αποστολέα αποδόθηκε στην Άννα Στακτοπούλου. Οι Μουζενίδης και Βασβανάς πέρασαν από δίκη με τη διαδικασία κατ' απόντων και φυγοδίκων. Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.

Το ζήτημα με τη συγεκριμένη δίκη είναι πως υπήρξε... «σάπια» από την αρχή μέχρι το τέλος. Η φράση «δίκη παρωδία» είναι μικρή για να δείξει το μέγεθος της πλεκτάνης. Για να αντιληφθεί κάποιος το πόσο «σάπια» ήταν αξίζει να αναφερθεί πως ο Βασβανάς είχε σκοτωθεί σε μάχη του εμφυλίου πριν φτάσει στην Ελλάδα ο Πολκ και ο Μουζενίδης εκείνη την εποχή αποδείχθηκε προς βρισκόταν αποκλεισμένος στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα!

Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους.

Ο Στακτόπουλος έμεινε στη φυλακή 12 χρόνια φωνάζοντας πως έπεσε θύμα πλεκτάνης και πως η ομολογία του ήταν προϊόν βασανιστηρίων και απειλών. Βγήκε από τη φυλακή τον Αύγουστο του 1960 όταν και του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Στα απομνημονεύματά του ανακάλεσε την ομολογία του και έδωσε λεπτομέρειες για τις ταλαιπωρίες που υπέστη, ονομάζοντας και ορισμένους από τους βασανιστές του. Μεταξύ τους, ο βοηθός του Μουσχουντή και κατόπιν επικεφαλής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο Ευθύμιος Καμουτσής, ενεπλάκη αργότερα στη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Δεν έπαψε ποτέ να φωνάζει πως είναι αθώος. Ειδικά μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι τέσσερις αιτήσεις που έκανε στον Άρειο Πάγο για αναψηλάφηση της δίκης δεν ευδοκίμησαν. Πέθανε το 1998 χωρίς ποτέ να αποκατασταθεί το όνομά του.

«Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος ήταν ένας βολικός ένοχος, καθώς ανήκε στο Κ.Κ., που τον είχε διαγράψει, και ήταν ο τελευταίος που είχε δει τον Πολκ. Ο αστυνομικός διευθυντής Μουσχουντής τον συνέλαβε και τον πίεσε να ομολογήσει για εθνικούς λόγους. Δεν τον έβαλε φυλακή, αλλά τον κράτησε στα γραφεία της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ασκώντας πάνω του ψυχολογική βία, ενώ εκείνος προσπαθούσε μάταια ν'αποδείξει την αθωότητά του. Από τα γραφεία της Ασφάλειας ο Στακτόπουλος δεν έβγαινε ποτέ. Μάλιστα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μελάς είπε στον δημοσιογράφο Γιώργο Κορωναίο που έτυχε να δει τον Στακτόπουλο εκεί να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να φύγει και να κάνει ότι δεν είδε τίποτα. Ο Τύπος της εποχής έπρεπε να θεωρεί τον Πολκ θύμα του διεθνούς κομμουνισμού. Οι αμφισβητούντες φοβούνταν να μιλήσουν. Αργότερα, ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης μου ομολόγησε ότι ο Πολκ θα ήταν ευπρόσδεκτος στο αρχηγείο του, αν βέβαια είχε μάθει ότι τον αναζητούσε. Όμως, ο Βαφειάδης δεν γνώριζε τίποτα», λέει ο Γιώργος Λεονταρίτης συγγραφέας του βιβλίου «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ».