Πριν ο Αδόλφος Χίτλερ καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία και οδηγήσει τον πλανήτη στον όλεθρο, ήταν ένας ηγετίσκος μικρού ακροδεξιού κόμματος το οποίο εκείνη την εποχή αριθμούσε μόλις 35.000 μέλη.
Η δυναμική του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ωστόσο, ήταν μεγάλη. Ο Χίτλερ «πατούσε» πάνω στην αγανάκτηση, την οργή και τη φτώχεια των Γερμανών προκειμένου ο ίδιος να κερδίσει πολιτικό έδαφος.
Όταν ένιωσε πως ήταν έτοιμος και οι συνθήκες τον ευνοούσαν επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα. Η προσπάθεια του ξεκίνησε μια ημέρα σαν σήμερα. Από μια μπυραρία στο Μόναχο.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών και η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»
Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία βρέθηκε σε μια κατάσταση (το λιγότερο) χαοτική. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε εξαιρετικά σκληρούς όρους για την ηττημένη του πολέμου.
Ο σημαντικότερος από αυτούς τους όρους ήταν πως οι πολεμικές αποζημιώσεις που θα έπρεπε να δώσει η Γερμανία. Το συνολικό ποσό ανερχόταν στα 33 δισ. δολάρια, ένα ποσό τεράστιο που προφανέστατα θα είχε τρομακτικό αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας.
Οι επιπτώσεις, μάλιστα, δεν άργησαν να φανούν καθώς ο πληθωρισμός ήταν πρωτόγνωρος και το γερμανικό μάρκο κατέρρευσε. Είναι ενδεικτικό πως τον Αύγουστο του 1923 η ισοτιμία προς το δολάριο ήταν 1 δολάριο / 4.000.000 μάρκα!
Στην πραγματικότητα όσοι (λίγοι) Γερμανοί είχαν δουλειά, έπαιρναν έναν μισθό ο οποίος είχε ελάχιστο αντίκρισμα. Σύντομα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βρέθηκε αντιμέτωπο με το φάσμα όχι της φτώχειας αλλά της πείνας και της πλήρους εξαθλίωσης. Τον Νοέμβριο του 1923, για παράδειγμα, ένα κιλό ψωμί κόστιζε 233 δισεκατομμύρια μάρκα!
Η εύθραυστη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» (ο ιστορικός και πολιτικός όρος με τον οποίο περιγράφουν οι ιστορικοί το πολίτευμα της Γερμανίας από το 1919 και μέχρι την άνοδο του Ναζισμού) δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει σε αυτή τη νέα, σκληρή και εξοντωτική πραγματικότητα.
Η οργή και η δυσαρέσκεια των πολιτών ήταν τεράστια. Οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις σχεδόν καθημερινές.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν η Γερμανία ζήτησε από τις νικήτριες δυνάμεις πίστωση προκειμένου να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Η Γαλλία αρνήθηκε και, μάλιστα, κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία) προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα έπαιρνε τα λεφτά της. Ήταν η στιγμή που πραγματικά η Γερμανία έφτασε μια «ανάσα» πριν την ολοκληρωτική διάλυση.
Το φθινόπωρο του 1923 η κυβέρνηση του Γκουστάβ Στρέζεμαν αποφάσισε να αρχίσει να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Οι Γερμανοί, ωστόσο, αντέδρασαν. Ένιωθαν ταπεινωμένοι και έβλεπαν πως τα όσα είχαν περάσει μέχρι εκείνη την εποχή ήταν απλά η αρχή των δεινών τους.
Κάπως έτσι στράφηκαν στα άκρα (αν κάτι σας θυμίζει αυτό, σημαίνει πως έχετε καλή μνήμη). Και τότε ακριβώς ήταν που εμφανίστηκε ο Αδόλφος Χίτλερ, ένας πρώην λοχίας του στρατού ο οποίος, σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ήταν ο μοναδικός επιζών της διμοιρίας του στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Χίτλερ, λοιπόν, βλέποντας τον φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι να πραγματοποιεί τη μεγάλη πορεία προς τη Ρώμη και να καταλαμβάνει την εξουσία στην Ιταλία, θεώρησε πως μπορεί και ο ίδιος να κάνει κάτι ανάλογο.
Με ακραία ρητορική μίσους κατά των εχθρών (εξωτερικών και εσωτερικών) της Γερμανίας πήγαινε από πόλη σε πόλη και από μπυραρία σε μπυραρία προκειμένου να κερδίζει υποστηρικτές με τελικό στόχο, βέβαια, την κατάληψη της εξουσίας.
Ο Χίτλερ είχε ένα τεράστιο «όπλο». Μπορούσε να μιλάει επί ώρα, να μη λέει τίποτα το συγκεκριμένο, να καταριέται όλους τους άλλους για τα δεινά της Γερμανίας, να υπόσχεται ένα νέο λαμπρό μέλλον για την πατρίδα του, να εκτοξεύει ακροδεξιές και ρατσιστικές «κορώνες» και να συναρπάζει το κοινό του που έψαχνε απεγνωσμένα έναν ήρωα.
Αυτό που διαπίστωνε, ωστόσο, τόσο ο Χίτλερ όσο και οι συνεργάτες του ήταν πως μπορεί στη Βαυαρία όπου δραστηριοποιούταν να έδειχνε πως ήταν ένας ισχυρός πολιτικός παράγοντας, έξω από αυτή, όμως, δεν ασχολούταν κανείς μαζί του.
Κάπως έτσι ο Αδόλφος Χίτλερ αποφάσισε πως η πορεία του προς την κατάκτηση της εξουσίας θα ξεκινούσε από τη Βαυαρία και θα είχε σαν τελικό προορισμό την Καγκελαρία στο Βερολίνο.
Το μόνο που έμενε να βρει ήταν το από πού και πότε θα ξεκινήσει η πορεία αυτή.
Το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπυραρίας»
Λίγο καιρό αργότερα είχε δώσει απάντηση και στα δυο αυτά ερωτήματα. Το μέρος ήταν μια μεγάλη μπυραρία του Μονάχου με το όνομα «Löwenbräukeller» Εκεί, το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923, ο επικεφαλής της κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ θα μιλούσε μπροστά σε περίπου 3000 επιφανείς Βαυαρούς.
Περίπου στις 8:30 το βράδυ ο Χίτλερ, συνοδευόμενος από τους Χέρμαν Γκέριγκ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και Ρούντολφ Ες εισέβαλε στην μπυραρία. Εμπροσθοφυλακή του Χίτλερ ήταν και περίπου 600 οπλισμένα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου, της παραστρατιωτικής μονάδας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος που τοποθέτησαν πίσω από το βάθρο του ομιλητή ένα οπλοπολυβόλο.
Ο Αδόλφος Χίτλερ πήρε τον λόγο και είπε πως εκείνη την ώρα, από εκείνο το μέρος, ξεκινάει η «εθνική επανάσταση». Τόνισε πως η κυβέρνηση είχε ανατραπεί και πως στρατώνες της αστυνομίας και του στρατού είχαν καταληφθεί και ήδη ένοπλοι άνδρες προελαύνουν στην πόλη.
Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί! Όλα όσα είπε ο Χίτλερ ήταν σαν μια μπλόφα σε παρτίδα πόκερ προκειμένου να πείσει τους παρευρισκόμενους να του παραδώσουν την εξουσία.
Ο Χίτλερ πήρε μέσα σε ένα δωμάτιο τον Γκούσταφ φον Καρ και τους αδερφούς φον Λόσοβ που ήταν αρχηγοί του βαυαρικού στρατού και της αστυνομίας και τους είπε πως ο ίδιος αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση και πως υπάρχουν θέσεις στην κυβέρνηση και για τους ίδιους.
Εκείνοι αρνήθηκαν και τότε ο Χίτλερ έβγαλε ένα πιστόλι και τους είπε: «Κύριοι, έχω τέσσερεις σφαίρες σε αυτό το όπλο: Μία για τον καθένα σας και μία για μένα». Υπό την απειλή του όπλου, οι τρεις δέχθηκαν. Όταν δέχθηκαν, ο Χίτλερ έκανε το πρώτο του μοιραίο λάθος: Έφυγε από την μπυραρία προκειμένου να επιβλέψει την εξέλιξη της όλης επιχείρησης.
Την ίδια ώρα ο ηγέτης των Ταγμάτων Ασφαλείας, Ερνστ Ρεμ, μαζί με ένοπλους ναζί είχαν καταλάβει το Υπουργείο Πολέμου. Αντίθετα, η προσπάθεια κατάληψης των στρατώνων απέτυχε.
Το δεύτερο μοιραίο λάθος που έκανε ο Χίτλερ ήταν πως δεν είχε σκεφτεί να καταλάβει τους ραδιοφωνικούς και τηλεγραφικούς σταθμούς. Έτσι τα νέα έφτασαν γρήγορα στο Βερολίνο και η κυβέρνηση διέταξε αμέσως μονάδες του στρατού και της αστυνομίας να σπεύσουν στο Μόναχο και να καταπνίξουν την απόπειρα πραξικοπήματος.
Ολόκληρη τη νύχτα η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη με μάχες να γίνονται σε διάφορα σημεία και τον Ες να βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί σε σπίτια αριστερών και Εβραίων.
Όταν την επόμενη ημέρα το πρωί, ο Αδόλφος Χίτλερ τέθηκε επικεφαλής της πορείας που θα πήγαινε από την μπυραρία στο κατειλημμένο υπουργείο Πολέμου, βρέθηκε απέναντι σε πάνοπλους αστυνομικούς οι οποίοι είχαν κατακλύσει την πλατεία Οντεόν και του ζητούσαν να παραδοθεί.
Εκείνος αρνήθηκε και οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν. Τα Τάγματα Ασφαλείας ανταπέδωσαν τα πυρά και ακολούθησε μάχη όπου έχασαν τη ζωή τους 21 άνθρωποι και τραυματίστηκαν εκατοντάδες άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκέριγκ.
Ο Χίτλερ τραυματίστηκε στον ώμο και θα είχε σκοτωθεί αν δεν έπεφτε μπροστά στο σώμα του ο σωματοφύλακάς του Ούλριχ Γραφ που δέχθηκε όλα τα πυρά που προορίζονταν για τον ενορχηστρωτή του πραξικοπήματος.
Ο αρχιπραξικοπηματίας φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει προς τα πίσω. Τον ακολούθησαν όλα τα μέλη του κόμματος του και έτσι μια μάχη που ήταν αμφίρροπη κατέληξε σε θρίαμβο της αστυνομίας. Αρχικά ο Χίτλερ κατάφερε να διαφύγει αλλά στις 12 Νοεμβρίου συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία.
Και ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν αντιμέτωπος με την εσχάτη των ποινών, η δίκη του μετατράπηκε σε πανηγυρικό συνέδριο του κόμματός του, ενώ η απολογία του μεταφέρθηκε από τις εφημερίδες περίπου ως... μανιφέστο από τον αρχηγό μιας νέας πολιτικής δύναμης.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση που όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν κάτι σαν... διακοπές πριν το «άλμα» προς την εξουσία. Καταναγκαστική εργασία δεν υπήρχε, τα κελιά ήταν ανοιχτά και ευρύχωρα και οι φύλακες ήταν όλοι συμπαθούντες.
Ο Χίτλερ έμεινε στη φυλακή μόλις οκτώ μήνες στη διάρκεια των οποίων υπαγόρευσε το βιβλίο «ο Αγών μου» («Mein Kampf») στον Ρούντολφ Ες.
Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ διαπίστωσε πως είχε περισσότερους οπαδούς από αυτούς που και ο ίδιος πίστευε, αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιδέα της ένοπλης κατάληψης της εξουσίας και (όταν αποφυλακίστηκε) να στραφεί αυστηρά στα συνταγματικά μέσα και το 1925 ίδρυσε το NSDAP, το ναζιστικό κόμμα.
Έτσι και αλλιώς, άλλωστε, πλέον, όλα τα φώτα ήταν στραμμένα πάνω του και η αντίστροφή μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου 1933, οι Ναζί κατέλαβαν τελικά την εξουσία.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.