Μενού
HRAKLEION
Το μοιραίο πλοίο | YouTube
  • Α-
  • Α+

«SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A., Βυθιζόμεθα». Ήταν 02.06 το ξημέρωμα, μιας ημέρας σαν τη σημερινή, της 8ης Δεκεμβρίου 1966 όταν επιβατηγό - οχηματαγωγό «Ηράκλειον» βυθίστηκε στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας στο Μυρτώο Πέλαγος.

Είναι το δεύτερο πιο πολύνεκρο ναυάγιο που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα (μετά το «Χειμάρρα» το 1947 με τους 383 νεκρούς) και είναι το τελευταίο με τόσες πολλές ανθρώπινες ψυχές χαμένες οι οποίες «θυσιάστηκαν» προκειμένου από εκείνο το σημείο και έπειτα θεσπίστηκαν εκείνοι οι κανόνες που θα έκαναν πιο ασφαλείς τις θαλάσσιες μεταφορές στην Ελλάδα.

Το χρονικό της τραγωδίας και το μοιραίο φορτηγό ψυγείο

Το μοιραίο βράδυ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, με τους ανέμους να φτάνουν ακόμα και τα 9 μποφόρ.Το πλοίο απέπλευσε από τη Σούδα της Κρήτης για Πειραιά στις 7:20 το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου μεταφέροντας 206 επιβάτες και 65μελες πλήρωμα.

Ήταν να αποπλεύσει 20 λεπτά νωρίτερα αλλά καθυστέρησε για να φορτωθεί (παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του λιμενάρχη που το θεώρησε επικίνδυνο) ένα φορτηγό ψυγείο 25 τόνων που μετέφερε πορτοκάλια! Το φορτηγό φορτώθηκε βιαστικά και αυτό ήταν μοιραίο.

Στις 2 τα ξημερώματα το πλοίο είχε φτάσει κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα. Στα όρια του Κρητικού με το Μυρτώο πέλαγος. Στο σημείο που «συναντιούνται τα νερά» και «έχει πάντα θάλασσα» όπως λένε όσοι ακόμα και σήμερα ταξιδεύουν από την Κρήτη στην Αθήνα και το αντίστροφο.

Έτσι και εκείνο το βράδυ. Μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς το φορτηγό ψυγείο άρχισε να κινείται και να προσκρούει στους πλευρικούς καταπέλτες εκ των οποίων ο ένας, είτε γιατί δεν είχε ασφαλισθεί με τους πείρους είτε γιατί αυτό είχε γίνει πλημμελώς άνοιξε.

Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε, το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο τον χώρο των οχημάτων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά το πλοίο βυθίστηκε με την πλώρη σε βάθος περίπου 600-800 μέτρων. Συνολικά 224 άνθρωποι πέθαναν και αυτός είναι ο επίσημος αριθμός καθώς πάντα υπήρχε η αίσθηση και ο φόβος πως οι νεκροί ήταν περισσότεροι αφού πολλοί δεν καταγράφονταν ή είχαν μπει χωρίς εισιτήριο. Καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος που αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στη θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δε βρέθηκε ο ίδιος ή το πτώμα του.

Σύμφωνα με το πόρισμα, η βύθιση του πλοίου, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της «μπουκαπόρτας», έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.

Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία.

Η δίκη για την τραγωδία έγινε στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η απόφαση βγήκε στις 21 Μαρτίου του 1968. Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς.

Το ναυάγιο προκάλεσε την κατάρρευση της Typaldos Lines, που κυριαρχούσε τότε στην εγχώρια ακτοπλοΐα, ενώ μπήκαν οι πρώτες ιδέες για τη δημιουργία των Ναυτιλιακών Εταιρειών Λαϊκής Βάσης.

«Βοήθεια μάνα μου πνίγομαι»

«Eκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν άδικα εκείνη τη μέρα. Πολύ περισσότεροι, απ’ όσοι δηλώθηκαν τότες στα επίσημα κιτάπια. Ντα μόνο οι γύφτοι που ήταν στο γκαράζ του πλοίου ξεπερνούσαν τους 150. [...] Ξέρεις τι είναι να κοιμάσαι και ξαφνικά να ξυπνήσεις και το σώμα σου να είναι οριζόντιο στο ταβάνι της καμπίνας, ενώ τελειώνει τ’ οξυγόνο; Λες, σκότωσέ με να τελειώνουμε. Θυμάμαι ότι οι αστυνομικοί ήταν αλυσοδεμένοι με τους κρατούμενους, όμως, δεν έλυσαν ούτε έναν, γιατί δεν πίστευαν ότι θα βουλιάξει το καράβι. Όσοι γλιτώσαμε ήταν γιατί το μυαλό μας δούλεψε.

[...] Λέω, Γεωργακάκη ο Θεός να σου συγχωρέσει. Και βγάνω την πλάτη μου προς τον γιαλό, πιάνω το πάνω καγκελάκι και τα πόδια μου ακουμπούν στο κάτω καγκελάκι. Κάνω ένα, δύο, τρία και βουτώ στη θάλασσα. Την ώρα λοιπόν, που εγώ βρέθηκα πενήντα μέτρα μακριά, ακούγονταν εκρήξεις από το καράβι, ενώ άστραφτε ο ουρανός. Με προλαβαίνουν της σβίγας τα ρεύματα στα πόδια, ήμουν, όμως, τυχερός γιατί έκανα μια βουτιά και γλίτωσα. Χαμός. Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα.

[...] Βασιλεύει ο ήλιος, εγώ μέσα στο νερό τόσες ώρες δε νιώθω σχεδόν καθόλου τα δεξιά μου άκρα και ξάφνου ''ακούω'' στην πλάτη μου ένα βάρος και γαέρνω και θωρώ, όσο μπορούσα να δω, ένα βαρέλι λάδι. Πιάνω το βαρέλι και αυτό με βοήθησε, αφού τα κύματα χτυπούσαν πάνω του. Μια δόση ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν ένα φινλανδικό γκαζάδικο, το οποίο περνούσε 35 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βούλιαξε το ''Ηράκλειον''. Με μάζεψαν στις 5.40 το απόγευμα και κατά τύχη ένας από τους ναυτικούς ήταν Έλληνας» είχε πει ο 24χρονος τότε Μίμης Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας.

«Το έργο (σ.σ της διάσωσης) ήταν δύσκολο καθώς τα κύματα είχαν ύψος 5-6 μέτρα, ο αέρας φυσούσε με ισχύ περίπου 10 φαναριών (περίπου 25 m / s). Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος βιαζόταν να φορέσει σωσίβια.

Υπήρχαν πτώματα παντού. Το στομάχι τους ήταν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το κεφάλι και τα πόδια μέσα στο νερό. Οι άνθρωποι ήταν καλυμμένοι με λάδι…Θυμάμαι ότι είδα ένα νεαρό αγόρι στον ωκεανό που νομίζαμε ότι ήταν ζωντανό. Τον σηκώσαμε και
είδαμε ότι ήταν νεκρός. Το αγόρι ήταν καλυμμένο με λάδι. Μου διέταξαν να τον πλύνω….

Θυμάμαι επίσης όταν εντοπίσαμε μια σανίδα, που πάνω της ήταν ένα ζευγάρι περίπου 25-30 ετών , με ένα παιδί 1- 2 ετών. Για κάποιο λόγο το παιδί έπεσε στη θάλασσα. Η μαμά πήδηξε πίσω του και δεν βρέθηκαν. Ο άνδρας σώθηκε…. Ήταν εντελώς σιωπηλός — μάλλον σε σοκ και τόσο κουρασμένος…Θυμάμαι επίσης μια πόρτα να επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας με 4-5 άνδρες πάνω της. Ο συνάδελφός μου, ο Χένρικ Λίντχολμ, πήδηξε στη θάλασσα παίρνοντας ένα σκοινί και τους σώσαμε. Ο Χένρικ έλαβε μετάλλιο από την Ελλάδα» είχε πει στη συγγραφέα του βιβλίου «Ηράκλειον SOS Bυθιζόμεθα», Πηγή Μπελώνη ο Jaakk Muhonen, ένας εκ των μελών του πληρώματος του Φινλανδικού τάνκερ «Nunnalahti» που διέσωσε το μεγαλύτερο αριθμό ναυαγών.

«Στο νερό με έσωσε ένα κασόνι που βρήκα και πιάστηκα. Δίπλα μου ήταν μια γυναίκα. Είχα παγώσει, δεν καταλάβαινε αν κρατάει το κασόνι ή όχι. Θυμάμαι ήταν αδυνατούλα. Με το ένα χέρι κρατούσα το κασόνι και με το άλλο την αγκάλιαζα για να μην την πάρει το κύμα. Κάποια στιγμή όμως την πήρε αλλά κατάφερα και την έπιασα και την έβαλα πάλι στο κασόνι. Την πήρε όμως ξανά. Ήμασταν εξαντλημένοι. Η γυναίκα πνιγόταν. Προσπάθησα να πάρω να το κασόνι και να την πλησιάσω, δεν μπόρεσα. Πρέπει να ήταν σε μια απόσταση 30-35 πόντων. Την είδα που έχασε τις αισθήσεις της και πνίγηκε. Σκεφτόμουν ότι σε λίγο θα πνιγώ κι εγώ. Μαζί μου ήταν και ο Κουκουνάκης και ο Βελώνης. Τον δεύτερο τον πήρε το κύμα».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA