Κάθε εξέγερση έχει τα σύμβολά της. Κάθε επανάσταση έχει τα πρόσωπά της. Μπορεί ο άνθρωπος να είναι φτιαγμένος για να αντέχει (όπως έλεγε και ο σπουδαίος κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης «η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει») αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν φτάνει και αυτό σε «σημείο βρασμού»,
Και είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που «γεννιούνται» οι μεγαλύτεροι και πιο αποφασισμένοι επαναστάτες. Που «γεννιούνται» τα σύμβολα και τα πρόσωπα για τα οποία έγινε λόγος νωρίτερα.
Στην περίπτωση του νεαρού Τσέχου φοιτητή Γιαν Πάλατς (ή Πάλαχ) το «σημείο βρασμού» ήταν η περίφημη «Άνοιξη της Πράγας» και κυρίως η σκληρή καταστολή από τις σοβιετικές δυνάμεις.
Ο Πάλατς έγινε σύμβολο όταν αποφάσισε πως θα γίνει αυτός η φωτιά που θα φωτίσει μέσα στα σκοτάδια της καταπίεσης.
Η «Άνοιξη της Πράγας»
Το 1946 στην Ουάσινγκτον οι ΗΠΑ και 12 ευρωπαϊκές χώρες υπέγραψαν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια στρατιωτική συμφωνία που έδειχνε με το δάχτυλο τη Μόσχα.
Ήταν κάτι περισσότερο από δεδομένο πως η ΕΣΣΔ δε θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Στις 14 Μαΐου 1955 πήρε σάρκα και οστά η συμμαχία που έμεινε γνωστή ως «Σύμφωνο της Βαρσοβίας». Το όνομα το έλαβε επειδή ένα μήνα μετά υπεγράφη στην πρωτεύουσα της Πολωνίας το τελικό κείμενο, το οποίο υπέγραψαν οκτώ κράτη: Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία.
Η τελευταία από τις χώρες, η Τσεχοσλοβακία, έμελλε να είναι και η χώρα η οποία έβαλε την «ταφόπλακα» στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η «Άνοιξη της Πράγας» και το αίμα που κύλησε άφθονο, τυπικά του στέρησαν κάθε πολιτική νομιμοποίηση.
Η 5η Ιανουαρίου 1968 είναι μια ημέρα σταθμός τόσο για την Τσεχοσλοβακία όσο και γι' αυτό που ψυχροπολεμικά είχε χαρακτηριστεί ως «σιδηρούν παραπέτασμα», το ανατολικό μπλοκ, δηλαδή.
Εκείνη την ημέρα ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ο οποίος διαδέχθηκε στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας (και άρα και στην ηγεσία της χώρας) τον σκληροπυρηνικό Αντονίν Νόβοτνι.
Λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Ντούμπτσεκ παρουσίασε ένα πρόγραμμα δράσης με πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που τις συνόψισε με τη φράση «Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.
Η απήχησή τους στην κοινή γνώμη της χώρας ήταν χωρίς προηγούμενο και ασφαλώς απρόβλεπτη. Μαζί με την επαναφορά της ελευθερίας του Τύπου, υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του κομουνιστικού συστήματος της χώρας.
Η Μόσχα και οι δορυφόροι της, ωστόσο, θεώρησαν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό». Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»).
Ο Ντούμπτσεκ αντιλήφθηκε γρήγορα πως υπήρχε ο κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Το βράδυ της 20ης προς 21ης Αυγούστου, περίπου μισό εκατομμύριο στρατιώτες από την ΕΣΣΔ, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν.
Αρχικά δεν υπήρχε κάποια αξιόλογη αντίσταση, ωστόσο, αυτό άλλαξε όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το μέγαρο της ραδιοτηλεόρασης. Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές (ειδικά στην Πράγα) και είχαν σαν αποτέλεσμα 30 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Ο Ντούμπτσεκ συνελήφθη και... απηλλάγη από τα καθήκοντά του. Η αντίσταση των Τσεχοσλοβάκων συνεχίστηκε με διάφορες μορφές, με τραγικότερη όλων αυτή που θα διαβάσετε στη συνέχεια.
Τελικά, την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας ανέλαβε ο πιστός στη Μόσχα Γκουστάβ Χούζακ και το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε μέχρι και το 1989 οπότε και κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επανάσταση».
Ο «σοβιετικός χειμώνας» και η θυσία του Γιαν Πάλατς
Επτά μήνες, δυο εβδομάδες και δυο ημέρες. Τόσο κράτησε η «Άνοιξη της Πράγας». Μετά, με τη βία των όπλων, επικράτησε ο μελαγχολικός σοβιετικός χειμώνας.
Οι νέοι άνθρωποι στην Τσεχία που είχαν στηρίξει πολλά σε εκείνη τη μεγαλειώδη εξέγερση, ελπίζοντας πως θα κερδίσουν την ελευθερία τους, βρέθηκαν ξαφνικά αναγκασμένοι να ζήσουν σε μια χώρα που πρακτικά ήταν υπό κατοχή.
Ανάμεσα σε αυτούς τους χιλιάδες νέους που αγωνιούσαν για το μέλλον τους, υπήρχε και Γιαν Πάλατς. Γεννημένος στις 11 Αυγούστου του 1948, ο Πάλατς μεγάλωσε σε μια οικογένεια που ένιωσε στο πετσί της τις αλλαγές που έφερε το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» στις ζωές των Τσέχων.
Ο πατέρας του Πάλατς είχε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής το οποίο και κρατικοποιήθηκε. Ο άνθρωπος έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και τελικά πέθανε όταν ο γιος του ήταν μόλις 13 ετών.
Κανείς δεν ξέρει πόσο επηρέασε αυτό το τραγικό γεγονός την πολιτική σκέψη ενός τόσο μικρού παιδιού, αν και είναι δεδομένο πως άφησε τα σημάδια του.
Ο Γιαν Πάλατς πήγε στο σχολείο και όταν το τελείωσε επιχείρησε να μπει στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου της Πράγας. Εξαιτίας πληρότητας των θέσεων, ωστόσο, δεν το κατάφερε και έτσι προκειμένου να μη χάσει χρόνο από τις σπουδές του άρχισε μαθήματα στην Οικονομική Σχολή όπου παρέμεινε για μερικά εξάμηνα.
Την περίοδο που η «φωτιά» από την «Άνοιξη της Πράγας» άρχισε να εξαπλώνεται και να παίρνει διαστάσεις ο Γιαν Πάλατς είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Είχε γίνει δεκτός στη Φιλοσοφική Σχολή.
Λέγεται πως λίγο πριν την επέμβαση των σοβιετικών, ο Πάλατς είχε επιστρέψει από ταξίδι στη Μόσχα κάτι που τον είχε κάνει να δει ακόμα πιο καθαρά τα όσα συνέβαιναν εντός του «Σιδηρού Παραπετάσματος».
Όπως πάρα πολλοί φοιτητές, έτσι και ο Πάλατς συμμετείχε στις εξεγερσιακές διαδικασίες της «Άνοιξης». Πιθανότατα, όμως, εκείνη ακριβώς την περίοδο είδε ή κατάλαβε και ο ίδιος πόσο μάταιο ήταν όλο αυτό.
Τα όσα ακολούθησαν με την καταστολή επιβεβαίωσαν τους φόβους του και κυρίως ενίσχυσαν μια σκέψη που είχε αρχίσει να μεγαλώνει μέσα στο μυαλό του. Τα όσα ακολούθησαν με τον λεγόμενο «σοβιετικό χειμώνα» απλά ενίσχυσαν και οριστικοποίησαν το σχέδιό του.
Νωρίς το απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου 1969, ο Γιαν Πάλατς πήγε μπροστά στην πλατεία Βεντσεσλά στο κέντρο της Πράγας, άφησε τον χαρτοφύλακά του δίπλα σε ένα συντριβάνι, στάθηκε στα σκαλοπάτια του Εθνικού Μουσείου, περιλούστηκε με βενζίνη, άναψε ένα σπίρτο και αυτοπυρπολήθηκε!
Ο φλεγόμενος Πάλατς άρχισε να τρέχει στην πλατεία, «προσφέροντας» ένα ανατριχιαστικό και σοκαριστικό θέαμα σε ότι έτυχε να βρίσκονται εκείνη την ώρα εκεί. Αυτός ήταν και ο σκοπός του άλλωστε. Να σοκάρει και να αφυπνίσει. Να ξαναζωντανέψει με τις «φλόγες» του, τη φλόγα της αντίστασης κατά της σοβιετικής καταπίεσης.
Ένας υπάλληλος του τραμ ήταν εκείνος που έτρεξε δίπλα στον φλεγόμενο Γιαν Πάλατς και τον σκέπασε με το παλτό του προκειμένου να σβήσει τις φλόγες. Στη συνέχεια ο νεαρός φοιτητής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με εγκάυματα στο 85% του σώματός του! Πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 19 Ιανουαρίου 1969.
Στον χαρτοφύλακά του βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση. Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές, πρόθυμους να πυρποληθούν για τον κοινό σκοπό. Επειδή μου έτυχε να τραβήξω τον αριθμό 1, έγραψα εγώ την πρώτη επιστολή κι έγινα ο πρώτος ανθρώπινος δαυλός. Απαιτούμε την κατάργηση της λογοκρισίας και την απαγόρευση της «Zprávy» (σσ: της εφημερίδας των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής). Αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας εντός πέντε ημερών, στις 21 Ιανουαρίου 1969, κι αν ο λαός μας δεν παράσχει επαρκή υποστήριξη στα αιτήματά μας με κήρυξη γενικής απεργίας, θα ανάψει ο δεύτερος δαυλός».
Υπογραφή: «Ο δαυλός Νο 1».
Πράγματι, το επόμενο διάστημα τουλάχιστον ακόμα επτά νέοι, ακολούθησαν το παράδειγμα του Πάλατς και έγινα και αυτοί «δαυλοί».
Το τσεχοσλαβικό καθεστώς φοβούμενο πως η θυσία του Πάλατς θα γίνει παράδειγμα, αν και επέβαλε λογοκρισία, επέτρεψε τις εκδηλώσεις μνήμης αλλά και την κηδεία του φοιτητή που ήταν πάνδημη. Ο Γιαν Πάλαχ αρχικά ετάφη στο νεκροταφείο Olšany της Πράγας, ωστόσο το 1973 τα λείψανά του εκτάφηκαν και αποτεφρώθηκαν από τη μυστική αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας (StB) προκειμένου να μη μετατραπεί ο χώρος σε τόπο λαϊκού προσκυνήματος.
Την ημέρα που ο Γιαν Πάλατς κηδεύτηκε στην πρόσοψη του πανεπιστημίου κρεμάστηκε ένα πανό το οποίο έγραφε την περίφημη φράση του Μπρεχτ: «Δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες, κι ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες».
Μετά τη «Βελούδινη Επανάσταση» του 1990 η τεφροδόχος με την τέφρα του Γιαν Παλάτς «επέστρεψε» εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στην Πράγα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.