Μενού
marselino
Ο άτυχος 17χρονος Μαρσελίνο | Τύπος της εποχής
  • Α-
  • Α+

Στην Ελλάδα ακόμα και σε περιόδους έξαρσης της εγκληματικότητας οι απαγωγές δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Τα τελευταία 25 χρόνια έχουν σημειωθεί περίπου 20 και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι διπλό.

Πρώτον οι δράστες – σχεδόν κατά κανόνα – ακολουθούν πανομοιότυπο modus operandi και δεύτερον είναι λίγες, ελάχιστες οι απαγωγές που δεν έχουν εξιχνιαστεί πλήρως από την Ελληνική Αστυνομία.

Σε κάθε περίπτωση κάθε φορά που υπάρχει μία απαγωγή το «αποτύπωμα» που αφήνει στην κοινωνία είναι σημαντικό καθώς ο πολίτης ταυτίζεται τόσο με το θύμα όσο και με τους συγγενείς του που μένουν πίσω και αγωνιούν για το αν θα ξαναδούν τον άνθρωπό τους ζωντανό.

Καμία από τις δεκάδες απαγωγές που έχουν καταγραφεί στα σύγχρονα αστυνομικά χρονικά, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη του νεαρού Ρομά Μαρσελίνο το 1990.

Η αγωνία για την τύχη του 17χρονου, η τραγική κατάληξη και η αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών, συνέθεταν ένα σκηνικό θρίλερ που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει η ελληνική κοινωνία.

Πώς έγινε η απαγωγή του Μαρσελίνο

Ο Γιάννης Τσατσάνης είχε μια μεγάλη αγάπη. Το ποδόσφαιρο. Ο νεαρός Ρομά ήταν 17 χρονών, έπαιζε μπάλα στον Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας και ήταν τόσο καλός που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «ο Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας».

Πολλοί έλεγαν πως θα μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο ακόμα και σε κάποια μεγάλη ομάδα της Ελλάδας, σε επαγγελματική κατηγορία.

Ο ταλαντούχος πιτσιρικάς ήταν γέννημα θρέμμα της Αγίας Βαρβάρας και εξαιρετικά αγαπητός στην εκεί κοινότητα. Οι άνθρωποι στην κοινότητα που μεγάλωσε τον αγαπούσαν σαν δικό τους παιδί και χαιρόντουσαν με τις επιτυχίες του. Όλα, όμως, άλλαξαν δραματικά το απόγευμα της 18ης Μαρτίου 1990.

Εκείνο το απόγευμα ο Μαρσελίνο, όπως τον φώναζαν φίλοι και γνωστοί, έπινε τον καφέ του στην καφετέρια «Τροπικάνα» μαζί με δύο φίλους του. Τον Κώστα Σπινιάρη και τον Δημήτρη Αγαπητό οι οποίοι είπαν στον 17χρονο πως έμαθαν ποιος ήταν αυτός που του είχε κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το αυτοκίνητό του και πως ξέρουν και πού είναι. Του είπαν, μάλιστα, πως αν θέλει μπορούν να τον πάνε εκεί που ο κλέφτης βρισκόταν προκειμένου να μπορέσει να το πάρει πίσω.

Ο 17χρονος Μαρσελίνο τους είπε πως θέλει και έτσι όλοι μαζί οι φίλοι ξεκίνησαν για τη Νίκαια. Όταν έφτασαν εκεί, άλλαξαν αυτοκίνητο και συνέχισαν προς τα Πυροβολεία στο Σχιστό. Σε μία στάση που έκαναν στο δρόμο, ο νεαρός ποδοσφαιριστής  βγήκε από το αυτοκίνητο για να ξεπιαστεί. Τότε, από το πουθενά, εμφανίστηκαν τρεις άγνωστοι άνδρες και έπεσαν πάνω στον 17χρονο προκειμένου να τον ακινητοποιήσουν.

Ένας από αυτούς πυροβόλησε στον αέρα και οι φίλοι του Μαρσελίνο έσπευσαν να φύγουν προκειμένου να γλιτώσουν. Ο νεαρός ποδοσφαιριστής έμεινε μόνος του με τους άγνωστους άνδρες, οι οποίοι τον έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και τον οδήγησαν σε ένα σπίτι στο Χαϊδάρι!

Την επόμενη ημέρα το πρωί, ο πατέρας του Μαρσελίνο, ο Γιώργος Τσατσάνης, γνωστός και επιτυχημένος έμπορος ηλεκτρικών ειδών, πήγε ανήσυχος στο τοπικό Αστυνομικό Τμήμα και δήλωσε την εξαφάνιση του γιου του ο οποίος δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι του την προηγούμενη νύχτα.

Ο πατέρας είπε στους αστυνομικούς πως κάτι έχει γίνει στο παιδί του γιατί δεν είχε ξαναμείνει ποτέ μακριά από το σπίτι για μια ολόκληρη νύχτα χωρίς να ειδοποιήσει!

Άμεσα ξεκίνησαν οι έρευνες των αστυνομικών, ενώ τον 17χρονο Μαρσελίνο αναζητούσαν και δεκάδες άλλοι Ρομά με αυτοκίνητα και μηχανές. Κανένας τους, ωστόσο, δε βρήκε το παραμικρό ίχνος ζωής του νεαρού ποδοσφαιριστή.

Οι διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς του Μαρσελίνο

Την επόμενη ημέρα, στις 20 Μαρτίου του 1990, το τηλέφωνο στο σπίτι της οικογένειας Τσατσάνη χτύπησε. Ο άνδρας στην άλλη άκρη της γραμμής είπε πως ο Μαρσελίνο έχει πέσει θύμα απαγωγής και πως αν οι δικοί του θέλουν να τον δουν ξανά ζωντανό θα πρέπει να δώσουν 150 εκατομμύρια δραχμές!

Ο πατέρας του νεαρού, είπε αρχικά στους απαγωγείς πως μπορεί να τους δώσει 30 εκατομμύρια δραχμές άμεσα, διότι αυτά είχε. Οι απαγωγείς δε δέχθηκαν, ζήτησαν ολόκληρο το ποσό και έδωσαν διορία για να συγκεντρωθεί το ποσό που ζήτησαν.

Οι υπόλοιποι κάτοικοι στην Αγία Βαρβάρα, είτε είναι εύποροι, είτε δεν είναι, συνέβαλαν – ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές τους – και έτσι συγκεντρώθηκαν άλλα 30 εκατομμύρια δραχμές. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, χωρίς να υπάρχει καμία απόδειξη πως ο 17χρονος είναι ζωντανός. Η αγωνία κορυφώθηκε στις 4 Απριλίου όταν το αυτοκίνητο του νεαρού ποδοσφαιριστή εντοπίστηκε σταθμευμένο και κλειδωμένο σ’ ένα μικρό δρομάκι, στην οδό Σάρδεων στη Νίκαια.

Οι απαγωγείς, που μιλούσαν Ελληνικά, Αγγλικά και Ιταλικά, επικοινώνησαν ξανά με την οικογένεια και δέχθηκαν να πάρουν 50 εκατομμύρια δραχμές προκειμένου να τον απελευθερώσουν. Το πρώτο ραντεβού για την παράδοση των λύτρων κλείστηκε στις 29 Απριλίου στο ζαχαροπλαστείο «Φλόκα» στην Κηφισιά. Η ΕΛΑΣ οργάνωσε τεράστια επιχείρηση, όμως οι δράστες δεν εμφανίστηκαν ποτέ.

Ο εντοπισμός του πτώματος του Μαρσελίνο

Το βράδυ της 19 Ιουνίου 1990, ο βοσκός Χρήστος Αγάθης που είχε το μαντρί του στην περιοχή Σκούρτα Βοιωτίας άκουσε τα σκυλιά του μέσα στη νύχτα να μαλώνουν. Αυτό του φάνηκε περίεργο και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Τότε έκπληκτος είδε πως τα σκυλιά είχαν τραβήξει από έναν πρόχειρο λάκκο ένα σκισμένο μπουφάν. Η άσχημη μυρωδιά που υπήρχε στο σημείο τον έκανε να ειδοποιήσει αμέσως την αστυνομία.

Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 20 Ιουνίου, με το πρώτο φως της ημέρας ξεκίνησαν οι έρευνες. Μετά από λίγη ώρα οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ένα πτώμα. Δεν άργησε να αποδειχθεί πως άνηκε στον Μαρσελίνο!

Ακολούθησαν σκηνές αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι γονείς του 17χρονου, κατέρρευσαν και δεν είχαν τη δύναμη να πάνε ούτε στην κηδεία του παιδιού τους, που έγινε στο Γ΄ Νεκροταφείο.

Όσο συγγενείς και φίλοι θρηνούσαν τον άδικο χαμό του 17χρονου, οι αστυνομικοί εντατικοποίησαν τις έρευνες και γρήγορα άρχισαν να βρίσκουν την άκρη του νήματος. Λίγες ημέρες αργότερα το μυστήριο λύθηκε και όλα τα κομμάτια του παζλ μπήκαν στη θέση τους.

Η αποκάλυψη των δραστών της απαγωγής και ο δολοφόνος

Όπως αποκαλύφθηκε από τον Τύπο το διάστημα που ακολούθησε, οι κολλητοί φίλοι του Μαρσελίνο, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός, με τους οποίους ο νεαρός έπινε καφέ την ημέρα της απαγωγής ήταν αυτοί που έστησαν την παγίδα. Οι τρεις «άγνωστοι» δράστες που εμφανίστηκαν από το... πουθενά στο Σχιστό ήταν οι Σταμάτης Γρυπαίος, Δημήτρης Σκαφτούρος και Γιάννης Λαζάρου. Το σπίτι στο Χαϊδάρι άνηκε στον Γιάννη Πετράκη ο οποίος έμενε εκεί με τη φιλενάδα του Θεοφανία Μεσμερλή. 

Στο σχέδιο συμμετείχε και ο ξάδερφος του Μαρσελίνο, Βασίλης Βασιλείου ή Τζίνο ο οποίος έχει τον ρόλο του πληροφοριοδότη της ομάδας για τις κινήσεις του πατέρα. Αυτοί ήταν που έστησαν και εκτέλεσαν το σχέδιο της απαγωγής.

Οι λεπτομέρειες από τη δράση της ομάδας σόκαραν το πανελλήνιο. Αποδείχθηκε πως διαπραγματευόντουσαν για τα λύτρα ενώ είχαν σκοτώσει τον 17χρονο. Τον εκτέλεσαν επειδή θεωρούσαν δεδομένο πως θα είχε αναγνωρίσει τις φωνές του Σπινάρη και του Αγαπητού που ήταν κολλητοί και έπαιζαν στην ίδια ομάδα.

Έβαλαν τον έντρομο Μαρσελίνο σε ένα αυτοκίνητο και τον πήγαν στην περιοχή Κάτω Πηγάδι στα Σκούρτα. Έσκαψαν ένα πρόχειρο λάκκο αλλά κανείς δεν ήθελε να είναι αυτός που θα πατούσε τη σκανδάλη. Τελικά, ο Γρυπάιος ήταν ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας. Με δυο σφαίρες, μία στην καρδιά και μία στον αυχένα, εκτέλεσε τον 17χρονο ποδοσφαιριστή. Μετά το φονικό επέστρεψαν στην Αθήνα.

Ειδικά οι δυο φίλοι, έπαιζαν και το ανάλογο θέατρο αφού έμπαιναν και έβγαιναν στο σπίτι της οικογένειας και έπαιρναν λεφτά από τον πατέρα δήθεν για να βοηθήσουν στις έρευνες. Το ακόμα πιο συνταρακτικό, μάλιστα, ήταν πως ο ένας από αυτούς το βράδυ που βρέθηκε το πτώμα έτρωγε με την οικογένεια, ενώ ο άλλος ήταν ένας από αυτούς που σήκωσαν το φέρετρο του φίλου τους την ημέρα της κηδείας!

Οι απαγωγείς κράτησαν τον Μαρσελίνο δεμένο με κουκούλα και χειροπέδες για περίπου 4 – 5 μέρες στο διαμέρισμα του Πετράκη. Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Γρυπαίος τηλεφωνούσε από θαλάμους και διάφορα άλλα σημεία στον πατέρα του νεαρού και ζητούσε λύτρα, προσποιούμενος τον αλλοδαπό.

Μάλιστα, χρησιμοποιούσε μια γραμμένη κασέτα με τη φωνή του Μαρσελίνο για να στέλνει μηνύματα στον πατέρα του.

Το δικαστήριο και οι καταδίκες

Η «δίκη των οκτώ» ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1991 στο κακουργιοδικείο της Αθήνας. Οι κατηγορούμενοι, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του Μαρσελίνο έλεγε πως δε θέλει βεντέτα, δέχθηκαν πολλές επιθέσεις από φίλους και συγγενείς του άτυχου 17χρονου. Είναι ενδεικτικό πως κατά τη μεταγωγή του ο Σπινάρης δέχθηκε πυροβολισμούς και τραυματίστηκε ελαφρά, μέσα στο περιπολικό που βρισκόταν.

Στις 19 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους οχτώ κατηγορούμενους, επιβάλλοντας μάλιστα και την ποινή του θανάτου στον Γρυπαίο και στον Σπινάρη, παρά την κατάργησή της. Ο δεύτερος, το 2005 παραβίασε την άδεια που πήρε από τις φυλακές Αλικαρνασσού και διέφυγε στην Τουρκία.

Ένα χρόνο μετά, όμως, συνελήφθη εκ νέου για μια άλλη υπόθεση - για εμπόριο ναρκωτικών - στη γειτονική χώρα και μέχρι το 2015 έμεινε κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές. Το 2015 εκδόθηκε στην Ελλάδα για να συνεχίσει εδώ να εκτίει την ποινή του.

Ο Αγαπητός καταδικάστηκε σε ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 17 ετών ενώ οι άλλοι τέσσερις σε κάθειρξη από 10 έως 15,5 ετών.

Η δίκη για τον Σκαφτούρο είχε διαχωριστεί γιατί δεν είχε συλληφθεί. Διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη σε συνεργασία με το FBI στη Νέα Υόρκη στις 29 Μαΐου του 2008, δύο χρόνια προτού παραγραφεί το αδίκημα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA