Το 1972 ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν βρισκόταν σε ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης. Στο μυαλό του δούλευε την επόμενη ταινία του που ήταν εμπνευσμένη από ένα πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα το 1949 και αφορούσε τον εξορκισμό ενός ανήλικου αγοριού.
Στο ίδιο εστιατόριο έτρωγε και μία Ελληνίδα μετανάστρια η οποία τότε ήταν 88 ετών.
Το ονοματεπώνυμο της ήταν Βασιλική Μαλλιαρού και η ιστορία που δημιουργήθηκε μέσα σε εκείνο το εστιατόριο ήταν ταυτόχρονα τόσο όμορφη αλλά και τόσο τρομακτική.
Όσο και οι σκηνές του «Εξορκιστή»...
Η ηθοποιός του ενός ρόλου
Η Βασιλική Μαλλιαρού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883. Δυστυχώς για τη ζωή της δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα είναι ελάχιστα αυτά που γνωρίζουμε.
Ένα από αυτά τα λίγα πράγματα που με απόλυτη σιγουριά γνωρίζουμε είναι πως σε νεαρή ηλικία μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να αναζητήσει μία καλύτερη ζωή.
Επίσης γνωρίζουμε πως δεν είχε την παραμικρή σχέση με την υποκριτική, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Και, όμως, προς το τέλος της ζωής της, η απόφαση να βρεθεί σε εκείνο το εστιατόριο της Νέας Υόρκης στο οποίο έτυχε να βρίσκεται και ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν, έμελλε να της ανοίξει μία πόρτα που ουδέποτε είχε σκεφτεί πως μπορεί να τη διαβεί.
Στο πρόσωπό της, ο Φρίντκιν, που εκείνη την περίοδο «γεννούσε» μέσα στο μυαλό του την επόμενη ταινία του,«είδε» τη μητέρα του πρωταγωνιστή του «Εξορκιστή», του ιερέα Δαμιανού Καρρά που θα ενσάρκωσε ο ηθοποιός Τζέισον Μίλερ.
Αν και αρχικά είχε τις αντιρρήσεις της, η Βασιλική Μαλλιαρού δέχθηκε να παίξει στην ταινία. Στους τίτλους τέλους της ταινίας διαβάζουμε το όνομα της ως Vasiliki Maliaros.
Εμφανίζεται σε πολλές σκηνές η εμβληματικότερη εκ των οποίων είναι εκείνη που μιλάει ελληνικά στον «γιό» της, την ώρα που από ένα μικρό τρανζίστορ ακούγεται η Ρίτα Σακελλαρίου να τραγουδά το «Ιστορία μου, αμαρτία μου», και ο Γιάννης Καλατζής το «Παραμυθάκι μου».
Αναλυτικότερα, πλοκή γύρω από τη σχέση μητέρας και γιου προκύπτει από το γεγονός ότι η ηλικιωμένη γυναίκα αν και αντιμετωπίζει πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας αρνείται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά της και να πάει σε γηροκομείο.
«Άκουσε Ντίμη, δεν πάω πουθενά. Αυτό είναι το σπίτι μου», του λέει χαρακτηριστικά σε μία από τις σκηνές, επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια τα ίδια λόγια και στα αγγλικά.
Ο γιος, ωστόσο, δε σεβάστηκε την επιθυμία της μητέρας του και έτσι τη μετέφερε σε ένα γηροκομείο. Στην πρώτη από τις εντός του γηροκομείου σκηνή η εκπληκτική Μαλλιαρού λέει σχεδόν κλαίγοντας στον γιο της «Dimi, why you do this to me».
Την τελευταία φορά που μητέρα και γιος βρίσκονται είναι και η πιο δραματική αφού ο ιερέας πηγαίνει στο γηροκομείο με έναν θείο του (τον οποίο υποδύεται ο Τίτος Βανδής) και εκεί η ηλικιωμένη γυναίκα απαρνείται το ίδιο της το παιδί φωνάζοντας «Φύγε Ντίμη δεν είσαι παιδί μου…».
Και αν αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο υπάρχει όλο αυτό το σπαραξικάρδιο επεισόδιο ανάμεσα σε μία μητέρα και ένα γιο σε μία ταινία θρίλερ με θέμα τον εξορκισμό ενός μικρού κοριτσιού, η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι στη συνέχεια της ταινίας η φωνή της Μαλλιαρού ακούγεται ως «εργαλείο» ενός δαίμονα που θέλει να «σπάσει» το ηθικό του ιερέα γιου της που διενεργούσε τον εξορκισμό.
Ο γιος - ιερέας ακούγοντας τον δαίμονα να μιλάει με τη φωνή της μητέρας του «σπάει» και μη αντέχοντας το ψυχολογικό βάρος αποσύρεται (προσωρινά και λίγο πριν το δραματικό τέλος) από τον εξορκισμό, κατ’ εντολή του συνεργάτη του Πάτερ Λάνκεστερ Μέριν (το οποίο υποδύεται ο σπουδαίος Μαξ φον Σίντοφ).
Για τη Μαλλιαρού αυτός ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός ρόλος που υποδύθηκε ποτέ. Ο «Εξορκιστής» έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1973.
Η Ελληνίδα μετανάστρια δεν πρόλαβε την πρεμιέρα της ταινίας καθώς στις 9 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε σε ηλικία 89 ετών στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όταν το Φθινόπωρο του 1973 (με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση να μυρίζει μπαρούτι και την εξέγερση του Πολυτεχνείου να βρίσκεται προ των πυλών) η ταινία έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα, έξω από τους κινηματογράφους γινόταν το αδιαχώρητο επειδή όλοι ήθελαν να δουν το θρίλερ στο οποίο υπήρχε έντονο ελληνικό «άρωμα».
Ο «Εξορκιστής» που έγραψε κινηματογραφική ιστορία
Για όσους/ όσες (κακώς) δεν έχουν δει τον «Εξορκιστή» του 1973 πρέπει να πούμε πως η ιστορία ξεκινά απλά: μια δωδεκάχρονη, η Ρέγκαν ΜακΝηλ, παρουσιάζει ανεξήγητες μεταμορφώσεις και συμπτώματα που ξεπερνούν κάθε ιατρική λογική.
Η μητέρα της, Κρις, στρέφεται απελπισμένη στην Εκκλησία, όπου δύο ιερείς, ο βετεράνος Μέρριν και ο βασανισμένος Ντέμιαν Κάρας, αναλαμβάνουν τον πιο σκοτεινό αγώνα: να εξορκίσουν έναν δαίμονα μέσα από το σώμα του παιδιού.
Η παραγωγή του «Εξορκιστή» βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι , που με τη σειρά του εμπνεύστηκε από έναν πραγματικό εξορκισμό του 1949, γνωστό και ως «υπόθεση Ρόλαντ Ντόου».
Ο συγγραφέας ήθελε να αποδείξει πως η πίστη δεν είναι απλώς δογματική, αλλά και υπαρξιακή εμπειρία. Ο Φρίντκιν, από την άλλη, ήθελε να κάνει ένα φιλμ που «θα τρόμαζε ακόμη κι εκείνους που δεν πιστεύουν σε τίποτα».
Και μάλλον το πέτυχε αφού αφενός προκάλεσε τεράστιο ντόρο σχετικά με την ταινία και αφετέρου δημιουργήθηκαν και πολλές (τρομακτικές) ιστορίες που κινούνται κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη σφαίρα του αστικού μύθου.
Τα γυρίσματα καθυστέρησαν μήνες, ένα σκηνικό πήρε φωτιά και πολλοί από το συνεργείο τραυματίστηκαν ή πέθαναν υπό περίεργες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) συνθήκες. Κάπως έτσι, δεν άργησε να γεννηθεί ο θρύλος της «κατάρας του Εξορκιστή». Η πρωταγωνίστρια Έλεν Μπέρστιν τραυματίστηκε μόνιμα στη μέση, στη διάρκεια των γυρισμάτων, σε μια σκηνή που έπρεπε να πέσει με δύναμη στο έδαφος, ενώ η νεαρή Λίντα Μπλερ βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας με τρόπους που δύσκολα άντεχε ένα παιδί.
Ο Φρίντκιν, γνωστός για την τελειομανία του, απαιτούσε από το καστ αυθεντικές αντιδράσεις, συχνά με ακραίες μεθόδους. Χρησιμοποίησε πραγματικές χαμηλές θερμοκρασίες για τη σκηνή του εξορκισμού, ώστε οι ηθοποιοί να φαίνονται να «παγώνουν» και πυροβολούσε ξαφνικά, με ένα όπλο που είχε μαζί του, στον αέρα για να προκαλέσει νευρικότητα.
Παράλληλα, προκειμένου να υποστηρίξει μουσικά το όλο αποτέλεσμα «έκοψε» την αυθεντική μουσική που είχε γραφτεί ειδικά για την ταινία όταν ανακάλυψε τυχαία στο στούντιο το «Tubular Bells» του Μάικ Όλντφιλντ.
Ο μακιγιέρ Ντικ Σμιθ δημιούργησε με πρακτικά εφέ τις εφιαλτικές μεταμορφώσεις της Ρέγκαν, τις ουλές, τα γυρισμένα μάτια, τον περιβόητο «εμετό» από σούπα αρακά, και τη σκηνή του «spider walk» που αρχικά (τη δεκαετία του ’70) λογοκρίθηκε ως υπερβολικά φρικιαστική.
Την ίδια ώρα, στις κινηματογραφικές αίθουσες επικράτησε πανικός. Θεατές λιποθυμούσαν, έκαναν εμετό ή έβγαιναν ουρλιάζοντας από τις προβολές.
Εφημερίδες μιλούσαν για «μαζική υστερία». Ορισμένες πόλεις απαγόρευσαν την ταινία, η Εκκλησία διαμαρτυρήθηκε, και οι εταιρείες διανομής έτριβαν τα χέρια τους.
Ο «Εξορκιστής» έγινε η πιο επιτυχημένη ταινία τρόμου όλων των εποχών, με εισπράξεις εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων και δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ αυτών για Καλύτερη Ταινία, ένα πρωτοφανές γεγονός για το είδος.
- «Όταν ξεκίνησε η ταινία, με έπιασε η ψυχή μου»: Βασίλης Μπισμπίκης και Μαρία Κεχαγιόγλου στο Reader
- Συνελήφθη γνωστός επιχειρηματίας για απάτες σε καζίνο: Θύματα ο Σπύρος Μαρτίκας και ο Παντελής Παντελίδης
- Τραγωδία στη Στοκχόλμη: Διώροφο λεωφορείο έπεσε σε στάση - Αναφορές για πολλά θύματα
- Θάλεια Ματίκα: «Τα χάσαμε όλα με τον Τάσο και βρεθήκαμε και χρεωμένοι»
Ακολουθήστε το Reader στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις και τα νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.