Μενού
Velestino1897
Λιθογραφία του Καρλ Χάουπτ με τη μάχη του Βελεστίνου το 1897 | Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο
  • Α-
  • Α+

Την περίοδο της «κρίσης των Ιμίων» ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού έβγαινε στα κανάλια και σε παροξυσμό φώναζε πως η Ελλάδα πρέπει να πάει σε πόλεμο με την Τουρκία και είναι δεδομένο πως θα τον κερδίσει και πως γενικά η Ελλάδα, αν κάποιος εξαιρέσει (;) τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν έχει χάσει πόλεμο από τους «γείτονες».

Αυτό είναι μία πεποίθηση που υπάρχει ακόμα και σήμερα σε ένα μέρος του πληθυσμού. Η ιστορική αλήθεια, ωστόσο, είναι σκληρή. Προφανώς και κάποιος δεν μπορεί να εξαιρέσει τη Μικρασιατική Καταστροφή σαν να είναι ένα γεγονός που απλά μπορείς να το... προσπεράσεις. Πέρα από αυτό, ωστόσο, υπάρχει και μία ακόμα μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τις ένοπλες συρράξεις με την Τουρκία.

Η σελίδα αυτή είναι ο «ατυχής», όπως χαρακτηρίστηκε, πόλεμος ο οποίος οδήγησε σε μία βαριά και ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας από την Τουρκία. Εκείνος ο πόλεμος, ξεκίνησε μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Απριλίου του 1897.

Το Κρητικό ζήτημα και ο Σπύρος Καγιαλεδάκης

Η αυγή του 1897 βρήκε την Κρήτη σε αναβρασμό. Η ένταση ανάμεσα σε Χριστιανούς (που αποτελούσαν το 80% του πληθυσμού του νησιού) και Οθωμανούς ήταν τεράστια και κορυφώθηκε με τη δολοφονία του χριστιανού εισαγγελέα Χανίων. Τα επεισόδια που σημειώθηκαν ήταν τέτοια που οδήγησε τον χριστιανικό πληθυσμό να ζητήσει βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις και να κηρύξει με ψήφισμα την Ένωση με την Ελλάδα.

Προπύργιο των χριστιανών ήταν το Ακρωτήρι Χανίων. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι μεγαλύτερες δυνάμεις και εκεί υψώθηκε και η ελληνική σημαία.

Τα όσα γίνονταν στην Κρήτη φυσικά και δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους τόσο τους Έλληνες όσο και τους Τούρκους που έβλεπαν πως το επεισόδιο αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τις δύο χώρες σε ένοπλη σύρραξη.

Στην Ελλάδα η αντιπολίτευση (υπό τον Δημήτριο Ράλλη) πίεζε αφόρητα τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη να στείλει στρατό στην Κρήτη, την ίδια ώρα που εκατοντάδες εθελοντές απ' όλη την Ελλάδα οργανώθηκαν και πήγαν στη Μεγαλόνησο έχοντας μαζί τους όπλα και πυρομαχικά.

Ήταν γνωστό, άλλωστε, πως στο παρασκήνιο κινούσε τα νήματα μία ισχυρή εθνικιστική ομάδα, η «Εθνική Εταιρεία» στην οποία συμμετείχαν στρατιωτικοί, δικαστικοί και δημοσιογράφοι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Δηλιγιάννης ήταν αρχικά αρνητικός στο να στείλει στρατό. Αυτό άλλαξε, ωστόσο, όταν στις 24 Ιανουαρίου οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε φοβερές σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηλιγιάννης την 1η Φεβρουαρίου αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη 1.500 άνδρες υπό τη διοίκηση του υπασπιστή του βασιλιά Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου, που είχε εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.

Όλοι, βέβαια, ήξεραν πως η κίνηση αυτή ήταν casus belli για τον Σουλτάνο. Την ίδια ώρα, οι Μεγάλες Δυνάμεις βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο επιχείρησαν να παρέμβουν προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση.

Μεσολάβησαν στον Σουλτάνο και του είπαν πως θα αναλάβουν εκείνες την τάξη στο νησί, θα διασφάλιζαν πως η Κρήτη δε θα ενωνόταν με την Ελλάδα και εκείνος θα παρείχε αυτονομία. Ο Σουλτάνος δέχθηκε και έτσι οι Άγγλοι κατέλαβαν το Ηράκλειο, οι  Ρώσοι  το  Ρέθυμνο, οι Ιταλοί τα Χανιά, οι Γάλλοι τη Σητεία, οι Γερμανοί τη Σούδα και οι  Αυστριακοί  την  Κίσσαμο.

Οι εξεγερμένοι Έλληνες, ωστόσο, δεν είχαν καμία διάθεση να δεχθούν αυτή τη συμφωνία και συνέχισαν να πολεμούν κατά των Οθωμανών. Έτσι, ο Ιταλός αντιναύαρχος Φελίτσε Ναπολεόνε Κανεβάρο διέταξε να βομβαρδιστεί το στρατόπεδο των Ελλήνων στα Χανιά.

Τότε ήταν που σημειώθηκε ένα εμβληματικό επεισόδιο. Ο αντιναύαρχος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να ρίξουν με βόμβες την ελληνική σημαία. Δύο φορές οι οβίδες τους έριξαν τον ιστό αλλά ισάριθμες φορές ο Σπύρος Καγιαλεδάκης τον ξανατοποθετούσε στη θέση του. Την τρίτη φορά ο ιστός διαλύθηκε και τότε ο Καγιαλεδάκης σήκωσε τη σημαία, έκανε το κορμί του ιστό και την ύψωσε ξανά. Ο Ιταλός διοικητής έδωσε εντολή να σταματήσει ο βομβαρδισμός και οι Έλληνες ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς θεωρώντας πως αυτό ήταν ένα καλό σημάδι.

Τις ημέρες που ακολούθησαν τα επεισόδια δε μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο ενώ σποραδικά σημειώνονταν και ένοπλες συρράξεις μεταξύ στρατιωτικών τμημάτων.

Στα μάτια του Σουλτάνου οι Μεγάλες Δυνάμεις απέτυχαν να επαναφέρουν την τάξη στην Κρήτη και έτσι, μία ημέρα σαν σήμερα, στις 5 Απριλίου 1897, κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα.

Η ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον «ατυχή» πόλεμο

Την εποχή εκείνη Τουρκία και Γερμανία είχαν αναπτύξει μία εξαιρετικά δυνατή οικονομική σχέση. Οι Γερμανοί είχαν αναλάβει την συγκρότηση του σιδηροδρομικού δικτύου της αχανούς αυτοκρατορίας και έτσι οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία και ζήτησαν και στρατιωτικοί ενίσχυση.

Οι Γερμανοί φυσικά και δέχθηκαν και κάπως έτσι οι ισορροπίες διαταράχθηκαν με τρόπο εντυπωσιακό υπέρ της Τουρκίας. Το φοβερό είναι πως η ελληνική πλευρά γνώριζε πολύ καλά αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων αλλά παρ' όλα αυτά επέλεξε να πάει σε έναν πόλεμο που δύσκολα θα μπορούσε να κερδίσει. Ο εθνικιστικός οίστρος που επικρατούσε, ωστόσο, θόλωνε το μυαλό και επηρέαζε τις αποφάσεις.

Πιεζόμενη από την «Εθνική Εταιρεία» η κυβέρνηση Δηλιγιάννη είχε καλέσει επιστράτευση δέκα κλάσεων εφέδρων και είχε στείλει στρατό στα σύνορα της χώρας που την εποχή εκείνη βρίσκονταν στη Θεσσαλία.

Την πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων, οι Τούρκοι είχαν «σπάσει» τη γραμμή άμυνας και είχαν περάσει σε ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας. Στις 13 Απριλίου κατέλαβαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση τη Λάρισα αφού ο ελληνικός στρατός διαρκώς υποχωρούσε.

Το «ανάθεμα» για τις συνεχόμενες αποτυχίες έπεσε πάνω στον διάδοχο Κωνσταντίνο που είχε το γενικό πρόσταγμα των πολεμικών επιχειρήσεων αλλά αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων.

Αντίθετα με το θεσσαλικό μέτωπο, σε εκείνο της Ηπείρου σημειώθηκαν κάποιες επιτυχίες του ελληνικού στρατού που κατάφερε, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις να προωθηθεί αλλά όταν αποκρούστηκε (όταν κινήθηκε προς τα Πέντε Πηγάδια) αναγκάστηκε να επιστρέψει στις αρχικές του θέσεις

Τις επόμενες ημέρες ήρθαν οι βαριές ήττες σε μάχες στο Φάρσαλα και στο Βελεστίνο με τους Έλληνες να υποχωρούν ακόμα περισσότερο και να ετοιμάζουν νέα γραμμή άμυνας στον Δομοκό που «έπεσε» σε χρόνο ρεκόρ και άνοιξε τον δρόμο των Οθωμανικών στρατευμάτων προς την Αθήνα!

Τότε ο συνταγματάρχης Σμολένσκης διατάχθηκε να δώσει μάχη μέχρι και της «τελευταίας ρανίδος» στις Θερμοπύλες. Και εκεί που όλοι προετοιμάζονταν για την τελική μάχη, εμφανίστηκε ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Β' (συγγενής του βασιλιά Γεωργίου Α') και έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός.

Στις 8 Μαΐου 1897, στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας, Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν ανακωχή. Η τελική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και σύμφωνα με αυτήν 395 τετραγωνικά χιλιόμετρα του θεσσαλικού κάμπου παραχωρήθηκαν στην Τουρκία. Επιπλέον, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει 4.000.000 τουρκικές λίρες στο Οθωμανικό κράτος, ως πολεμική επανόρθωση.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά το φτωχό ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να πάρει νέο δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις προκειμένου να ξεπληρώσει το παλιό της χρέος και τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, ενώ εκχώρησε και πηγές δημοσίων εσόδων στους πιστωτές του. Κάθε σύμπτωση με πιο... πρόσφατες οικονομικές περιπέτειες της χώρας, μόνο τυχαία δεν είναι.

Το μόνο θετικό (αν μπορεί να βρει κανείς κάτι τέτοιο μέσα μια πανωλεθρία όπως αυτή) για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία το 1898 απέκτησε την πολυπόθητη αυτονομία της (1898) και δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τον Μάη του 1913 με τη Συνθήκη του Λονδίνου, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα.

Όπως αποδείχθηκε αργότερα ο συγκεκριμένος πόλεμος ήταν εξαρχής χαμένος για την Ελλάδα. Ήταν τέτοια η ανοργανωσιά και η ανετοιμότητα του στρατού που στα σχέδιά του δεν είχε καθόλου επιθετικές ενέργειες παρά μόνο αμυντικές!

Επιπλέον, αυτή καθαυτή η κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν άθλια. Είναι ενδεικτικό πως το Ιππικό δεν είχε... άλογα και οι άνδρες του πήγαιναν στις μάχες ως τμήματα πεζικού, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες έμεναν νηστικοί ακόμα και για 48 ώρες μέχρι να φτάσουν στο μέτωπο προμήθειες!

Ο (μετέπειτα δικτάτορας) Θεόδωρος Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του τόνιζε πως «είναι ζήτημα αν υπήρχαν πέντε έξι αξιωματικοί δια την εκτέλεσιν μιας απλής αναγνωρίσεως. [...] Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών. Αυτός ήτο ο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA