Μενού
tzavellas
Πάνος Τζαβέλλας | YouTube
  • Α-
  • Α+

«Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».

Αν κάποιος καλλιτέχνης μπορούσε να ξεκινήσει μια επανάσταση, μια εξέγερση και να βάλει «φωτιά» στις καρδιές, τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων, τότε αυτός ήταν ο Πάνος Τζαβέλλας, ο άνθρωπος που μετέφερε στις μπουάτ της Αθήνας όλο εκείνο το πάθος που είχαν τη λευτεριά οι αντάρτες στα βουνά.

Ο θάνατος προσπάθησε πάρα πολλές φορές να νικήσει τον Πάνο Τζαβέλλα. Δεν τα κατάφερε στον πόλεμο με τους ναζί, δεν τα κατάφερε στον εμφύλιο, δε θα τα κατάφερε με τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια στα «πέτρινα χρόνια».

Τα κατάφερε με τον καρκίνο μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 2009. Και τότε, όμως, ο Τζαβέλλας τον «ξεγέλασε» γιατί άφησε πίσω του μια μεγάλη κληρονομιά αλλά και τα... ανταρτορόκ τραγούδια του.

Ο αντάρτης Πάνος Τζαβέλλας

«Ότι έγραψα το γραψα γιατί με βαραίνουν οι μνήμες. Σπαράγματα μόνο είναι ότι θα διαβάσεις... Σπαράγματα λόγου από έναν άνθρωπο που στάθηκε όρθιος, άντεξε την ερημιά και την οδύνη με μόνο αποκούμπι – μπάλσαμο για την ψυχή μου – την ποίηση και το τραγούδι.

Πρέπει να καταλάβεις τη γενιά τη δικιά μας. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες σήμερα και παράγουν αντίθετους ανθρώπους. Εμείς είμαστε μια γενιά της θυσίας, της προσφοράς και των στερήσεων. Όταν μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί καταχτητές, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι μοναρχοφασίστες και είδαμε την ταπείνωση της πατρίδας μας, καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι. Ξεπήδησαν οργανώσεις από κάτω, από τους απλούς ανθρώπους. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες της πάλης παίζαμε τη ζωή μας κορώνα γράμματα. Παρατήσαμε το παιχνίδι, την κιθάρα και τον έρωτα, πιάσαμε τα όπλα και στήσαμε ένα με το χάρο. Χορεύαμε αγκαλιά με το χάρο».

Όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Πάνου Τζαβέλλα τα έχει πει, τα έχει γράψει και τα έχει τραγουδήσει ο ίδιος.

Άνθρωπος της προσφοράς. Νεαρό αγόρι ήταν όταν αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του τη νιότη του, την ξεγνοιασιά, τον έρωτα, τα παιχνίδια και την κιθάρα του για να ενταχθεί στην ΕΠΟΝ μετά στον ΕΛΑΣ και στη συνέχεια στον ΔΣΕ και να κάνει σπίτι του τα βουνά και στέκι του τα αντάρτικα λημέρια.

Στα 15 του χρόνια δήλωσε εθελοντής «δεύτερης γραμμής» και έφτασε μέχρι την Κορυτσά. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο επέστρεψε στη γενέτειρά του, την Κοζάνη και τότε θα ενταχθεί στις τάξεις της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (της νεολαιίστικης οργάνωσης του ΕΑΜ).

Το 1945 θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί. Θα βρει την ευκαιρία να ξεφύγει όταν θα τον στρατολογήσουν στον εθνικό στρατό προκειμένου να κάνει τη θητεία του. Στην πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, ωστόσο, εκείνος έφυγε και μπαίνει πρώτα στον ΕΛΑΣ και βέβαια στη συνέχεια στον ΔΣΕ.

Ως αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το καλοκαίρι του 1949, λίγο πριν το οριστικό τέλος του εμφυλίου πολέμου τραυματίστηκε το πόδι από σφαίρα στη διάρκεια ένοπλης αντιπαράθεσης με στρατιώτες του εθνικού στρατού.

Ο Πάνος Τζαβέλλας συνελήφθη από έναν χωροφύλακα ο οποίος τον βρήκε να σέρνεται ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα δέντρα προκειμένου να κρυφτεί. Του κόλλησε το περίστροφο στον κρόταφο και τον απείλησε να τον εκτελέσει. Τότε εμφανίστηκε ένας λοχαγός του εθνικού στρατού ο οποίος εμπόδισε τον χωροφύλακα να πατήσει την σκανδάλη.

Ο τραυματισμένος Τζαβέλλας μεταφέρεται στο νοσοκομείο και εκεί θα υποβληθεί σε ακρωτηριασμό αν και πιθανότατα αυτό ήταν κάτι που με την κατάλληλη ιατρική φροντίδα θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Όταν συνήλθε του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση και να ζήσει ελεύθερος. Εκείνος αρνήθηκε και περίμενε κάθε ημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα τη στιγμή που θα τον πάνε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τελικά, αυτή η στιγμή δεν ήρθε ποτέ.

Στη συνέχεια πέρασε από σχεδόν όλες τις φυλακές. Εκεί μέσα και κάπου ανάμεσα σε βασανιστήρια και πόνους από την ενδαρτηρίτιδα που τον ταλαιπωρούσε γράφει πάνω σε τσιγαρόχαρτα τους στίχους των τραγουδιών που θα τον κάνουν γνωστό αργότερα.

«Από μικρός έπαιζα κιθάρα κι αγαπούσα πολύ αυτό το όργανο. Μου ‘λειπε στη φυλακή όσο τίποτε άλλο. Πελέκησα λοιπόν ένα ξύλο κι έκανα το μπράτσο, χάραξα τα διαστήματα με μαθηματικούς υπολογισμούς, χάλασα μια καραβάνα κι έκανα τα τάστα κι εκεί πάνω τέντωσα έξι σύρματα. Έτσι κρατούσα επαφή με τον ήχο. Στις γιορτές της κόλλαγα και μια ρεγγόκασα για ηχείο. Αυτή ήταν η κιθάρα μου στις φυλακές, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Είχε πλάκα. Τη δουλειά της όμως την έκανε», είχε γράψει ο ίδιος.

Ο «ανταρτοροκάς» Πάνος Τζαβέλλας

Το 1958 αρρώστησε βαριά. Τον χτύπησε η νόσος Buerger, ή διαφορετικά αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα. Μία σπάνια νόσος των αρτηριών και των φλεβών των άνω και κάτω άκρων. Από τους ισχυρούς πόνους ο Τζαβέλλας είχε μετατραπεί σε έναν ζωντανό – νεκρό.

Οι ανθρωποφύλακες τον είδαν έτσι και προκειμένου να μην πεθάνει στα χέρια τους, τον «αποφυλάκισαν» με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Τζαβέλλας, ωστόσο, ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε ούτε να απομακρυνθεί. Κάποιες κρατούμενες στις φυλακές Αβέρωφ τον είδαν και μέσω του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, βρήκε καταφύγιο σε ένα ξενοδοχείο το οποίο στην πραγματικότητα λειτουργούσε σαν χώρος υποδοχής κομμουνιστών που το είχαν ανάγκη.

Εκεί κατάφερε και ανέκτησε δυνάμεις. Στη συνέχεια επειδή φοβόταν πως αν τον έβλεπαν καλά θα τον ξαναπήγαιναν στη φυλακή, έζησε για αρκετό διάστημα σε μια σπηλιά στα Τουρκοβούνια!

Η κατάσταση της υγείας του, ωστόσο, χειροτέρεψε και έτσι το 1961, με ενέργειες του ΚΚΕ, μεταφέρθηκε στη Σοβιετική Ένωση προκειμένου να έχει την κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Όταν έφτασε στη Μόσχα διαπιστώθηκε πως αν δε γινόταν κάτι γρήγορα θα έχανε και το άλλο του πόδι.

Τελικά, εκεί οι γιατροί κατάφεραν να το σώσουν και με την κατάλληλη θεραπεία αντιμετώπισαν και όλα τα άλλα προβλήματα υγείας που είχε.

Όσο καιρό νοσηλευόταν, ο Πάνος Τζαβέλλας, σπούδασε μουσική. Έπαιζε και μουσική στους υπόλοιπους ασθενείς, μάλιστα, για να έχουν οι άνθρωποι μια παρηγοριά. Σε μια από αυτές τις «συναυλίες», ο Τζαβέλλας έκανε και μια γνωριμία που εξελίχθηκε σε μια βαθιά φιλία. Ένας από τους ακροατές του αποδείχθηκε πως ήταν ο σπουδαίος συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς με τον οποίον κράτησαν επαφή και μιλούσαν μέχρι το θάνατο του δημιουργού του ιδιοφυούς «Waltz Νο. 2», τον Αύγουστο του 1975.

Ο Πάνος Τζαβέλλας επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και έπιασε αμέσως δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας. Πάνω που είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα, ωστόσο, ήρθε η χούντα. Ήταν το «δεύτερο ημίχρονο» διώξεων, φυλακίσεων και βασανιστηρίων.

Παρά το γεγονός πως είναι εμφανώς ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος από την ασθένεια του, στην Ασφάλεια η «περιποίηση» θα είναι η προβλεπόμενη για έναν αντάρτη που δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση.

Όσο παρέμεινε στα κελιά της δικτατορίας βρήκε ξανά την ευκαιρία να μελετήσει μουσική. Το 1971 ακόμα και οι χουντικοί είδαν πως δεν μπορούν να τον κρατάνε άλλο φυλακισμένο και τον αποφυλάκισαν λόγω «ανηκέστου βλάβης». 

Η καριέρα του Πάνου Τζαβέλλα στην πραγματικότητα ξεκινάει δύο μήνες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τότε, στο πλαίσιο της ψευτο-φιλελευθεροποίησης που είχε ξεκινήσει ο αρχιπραξικοπηματίας Παπαδόπουλος, άνοιξαν ξανά οι μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρέθηκε στην «5η εποχή μαζί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Νικόλα Άσιμο.

Στη μεταπολίτευση πια στήνει στην οδό Μνησικλέους το θρυλικό «Αντάρτικο Λημέρι» ενώ αργότερα θα έρθει η καθολική αναγνώριση με τις εμφανίσεις στη «Λήδρα» και έχοντας στο πλάι του τον Γιώργο Μεράντζα και άλλους καλλιτέχνες κάθε νύχτα σκαρώνει και από μια μικρή εξέγερση, με τους νεολαίους της εποχής να κάνουν ουρές για να τον απολαύσουν. Είναι τέτοια η ζήτηση που έφτασε να δίνει ακόμα και δύο ή και τρεις παραστάσεις την ημέρα.

Τραγουδάει για την αντίσταση και το πάθος για τη λευτεριά. Τραγουδάει για να... ξυπνήσει τους «κυρ Παντελήδες» αυτού του κόσμου. Βγάζει δίσκους, κάνει περιοδείες. Κάνει τη ζωή που του στέρησαν. «Θέλω πίσω τις καταδίκες μου σε θάνατο, την αγωνία μου πριν κάθε αυγή, ν' αφουγκράζομαι τα βήματα της φρίκης στο σκοτάδι, μπροστά στον Άδη, ποιον θα πάρει;», όπως γράφει και η επιτύμβια στήλη του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πάνος Τζαβέλλας ζούσε σε ένα δώμα στην Πειραϊκή. Το σώμα του, πλέον, τον είχε εγκαταλείψει και ο καρκίνος είχε «χτυπήσει την πόρτα» του σπουδαίου καλλιτέχνη. Το 2008 το δώμα πήρε φωτιά και δυστυχώς έγινε στάχτη όλο το αρχείο του. Από παρτιτούρες μέχρι την αλληλογραφία που διατηρούσε με τον Σοστακόβιτς. Ο ίδιος την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή κατόρθωσε να συρθεί μέχρι έξω και να γλυτώσει. Το μόνο που πήρε μαζί του ήταν η κιθάρα του.

Η αντάρτικη φωνή του Πάνου Τζαβέλλα, σίγησε μία ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 2009. Στην κηδεία του, οι φίλοι του συνόδευσαν το φέρετρο στο νεκροταφείο του Σχιστού παίζοντας στο κλαρίνο το αγαπημένο του τραγούδι: Τα «Παιδιά της Σαμαρίνας».

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA