Αν κάνουμε μια συζήτηση για γυναίκες που, σε εποχές δύσκολες, «έριξαν» κάποια από τα πιο «ισχυρά κάστρα» των ανδρών, τότε, σχεδόν νομοτελειακά, η κουβέντα αυτή θα πάει και στη Σωτηρία Μπέλλου. Η Μπέλλου ήταν η πρώτη γυναίκα που κάθισε στο πάλκο δίπλα σε σπουδαίους ρεμπέτες για να τραγουδήσει. Και το έκανε με τον τρόπο της. Βασικά, το έκανε με τον τσαμπουκά της.
Όλοι έχουμε δει στις παλιές ελληνικές ταινίες τις γυναίκες τραγουδίστριες να κάθονται σε μια καρέκλα, με τα χέρια πάνω στα πόδια, τόσο φοβισμένες που στην πραγματικότητα σπάνια κοιτούσαν δεξιά ή αριστερά.
Η Μπέλλου, όμως, ήταν από... άλλο ανέκδοτο. Καθόταν στην καρέκλα χαλαρή. Έγερνε, κιόλας, λίγο προς τα πίσω. «Σκάναρε» τον χώρο. Έκανε νοήματα (κάτι σαν διευθυντής ορχήστρας) στους μουσικούς να ακολουθούν τον ρυθμό της και όταν η ώρα περνούσε, έπινε το κρασί της, άναβε και το τσιγάρο της.
Η Σωτηρία Μπέλλου, δεν ήταν μια ακόμα τραγουδίστρια. Ήταν ρεμπέτισσα πρώτα στην ψυχή και μετά στη φωνή. Ήταν «ζόρικη». Η ζωή την είχε κάνει ζόρικη. Αλλά και εκείνη δε «μασούσε». Πιο μάγκισσα και από τους μάγκες, έβαλε τη δική της σφραγίδα στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Το σημαντικότερο; Μέσα από όλο αυτό κατάφερε και έμεινε απείθαρχη και αδούλωτη. Και έτσι και «έφυγε». Μια ημέρα σαν σήμερα.
«Μια ημέρα θα γυρίσω μεγάλη και τρανή»
Η Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Οι γονείς της είχαν μπακάλικο και, επειδή δούλευαν πολλές ώρες, την ανατροφή της, όπως και των τεσσάρων αδερφών της, ανέλαβε ο ιερέας παππούς της. Από μικρή βρέθηκε μέσα σε ήχους και ψαλμωδίες. Προφανώς, η βυζαντινή μουσική ήταν αυτή που προκάλεσε μέσα της το πρώτο σκίρτημα. Το δεύτερο ήταν όταν είδε στον κινηματογράφο την «Προσφυγοπούλα» με την αξέχαστη Σοφία Βέμπο. Η Μπέλλου «μαγεύτηκε». Καθόταν με τις ώρες και προσπαθούσε να αντιγράψει τις κινήσεις της Βέμπο.
Όταν ανακοίνωσε στους γονείς της πως θέλει να γίνει τραγουδίστρια, εκείνοι αντέδρασαν έντονα. Η Μπέλλου, ωστόσο, δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσες να τους βάλεις χαλινάρι. Ψάχνοντας τρόπο για να «αποδράσει», θεώρησε πως με ένα γάμο μπορεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο τους και αν και μόλις 17 ετών παντρεύτηκε τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της Βαγγέλη Τριμούρα. Ελεγκτής στα λεωφορεία, μέθυσος και με βίαια ξεσπάσματα αυτός, κάνει δύσκολη τη ζωή της Μπέλλου. Έμεινε έγκυος αλλά σε έναν του καυγά εκείνος τη χτυπά δίχως έλεος και χάνει το παιδί.
Ο γάμος τους κράτησε, ουσιαστικά, λίγους μήνες. Οι καυγάδες ήταν σχεδόν καθημερινοί. Στον τελευταίο τους αυτός πάει να τη χτυπήσει ξανά, εκείνη, όμως, αυτή τη φορά είναι προετοιμασμένη. Του πέταξε στο πρόσωπο βιτριόλι και τον άφησε να ζήσει μια ολόκληρη ζωή με εκείνα τα βαθιά σημάδια στο πρόσωπο. Για να την θυμάται!
Η Μπέλλου συνελήφθη, καταδικάστηκε και έμεινε για έξι μήνες στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν βγήκε επιχείρησε να γυρίσει στο χωριό της αλλά είδε πως εκεί, πλέον, το κλίμα δεν τη «σήκωνε». Ήταν δακτυλοδεικτούμενη. Τσακώθηκε ξανά με τους γονείς της, μάζεψε τη βαλίτσα της και έφυγε για την Αθήνα. «Μια ημέρα θα γυρίσω μεγάλη και τρανή» τους είπε.
Το τρένο με το οποίο έκανε το ταξίδι, ήταν γεμάτο φαντάρους. Ένας από αυτούς την είδε σε «κακό χάλι», την πλησίασε, της μίλησε και της έδωσε μια φραντζόλα ψωμί για να φάει. Αυτή ήταν η αρχή στη νέα ζωή της. Και τα δύσκολα δεν είχαν έρθει ακόμα.
Όταν έφτασε στην Αθήνα βρήκε μια πόλη σε πολεμικό συναγερμό. Είναι η 29η Οκτωβρίου του 1940. Μια ημέρα μετά το περήφανο «Όχι» του ελληνικού λαού απέναντι στη φασιστική Ιταλία. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα. Για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές: πουλούσε τσιγάρα, κουβαλούσε δέματα, έπλενε πιάτα... Μερικές φορές με την κιθάρα της τραγουδούσε σε μικρά ταβερνάκια, κάνοντας τον κόσμο να ξεχνάει τους καημούς του. Σπίτι δεν είχε και κοιμόταν στα βαγόνια των τρένων. Οργανώθηκε στην Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜικου κινήματος. «Εγκατέλειψα τα πλούτη και ήρθα εδώ και έκανα την υπηρέτρια. Και λαντζιέρισα έγινα και Ριζοσπάστη πουλούσα», είχε πει σε συνέντευξή της.
Το 1943, στην Καισαριανή, έπεσε στα χέρια των Ναζί. Την είχε καρφώσει ένας ντόπιος συνεργάτης τους. Κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια επί τρεις ολόκληρες ημέρες στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Πήγε ξανά φυλακή. Άντεξε ξανά. Στα Δεκεμβριανά πήρε μέρος στις αιματηρές μάχες στην Καισαριανή μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ.
Η μεγάλη ρεμπέτισσα
Όταν, πλέον, η μάχη της Αθήνας είχε κριθεί και ο εμφύλιος είχε μεταφερθεί οριστικά στα βουνά, η Μπέλλου έπιασε δουλειά ως τραγουδίστρια στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Η ίδια είχε περιγράψει με τρόπο μοναδικό το πως έπιασε δουλειά εκεί.
«Το ’45 επήγαινα – διότι, όπως είπαμε, μεσολάβησαν πολλά και όσο να 'ναι θέλαμε να ζήσουμε – επήγαινα, όλως τυχαίως, κατεβαίνοντας από τα Εξάρχεια, από κάποιο συγγενικό μου σπίτι, εκατέβαινα την οδό Μεταξά και ψιλοέβρεχε κι όπως ήμουνα στενοχωρημένη γιατί δεν υπήρχανε (σσ: λεφτά) στην τσέπη μου, ήταν ένα ταβερνάκι ενός Κρητικού, τραγουδούσανε μέσα και παίζανε κιθάρα κάτι γερόντια και λέγανε παλιά τραγούδια, "Αν παρήλθον οι χρόνοι" και τέτοια. Λοιπόν, είχα κάτι λίγα ψιλά στην τσέπη μου και λέω: ας μπω κι εγώ μέσα να πιω ένα κατοστάρι, γιατί νοστάλγησα την κιθάρα. Λοιπόν, κάθησα σε μια γωνία, παρήγγειλα ένα μεζεδάκι κι ένα κατοσταράκι κρασάκι. Μόνο και μόνο το 'κανα γιατί είχα τη νοσταλγία να μπορέσω να βρω τρόπο να πιάσω την κιθάρα στα χέρια μου.
Αυτοί, μόλις με είδανε να μπω μέσα – ήμουνα μικρή – αρχίσανε, λοιπόν, να ψιθυρίζουνε ο ένας με τον άλλον και να με κοιτάζουν. Ένας ωραίος τύπος, μεταξύ αυτών (τώρα είναι μακαρίτης), λέει: "Βρε ένα κελεπουράκι που μας ήρθε απόψε". Μόλις ακούω κελεπουράκι εμένα μου την έδωσε στο κεφάλι. Λέω, "τι με περάσανε εμένα" και πάω εκεί και του λέω: "Άκουσε, κύριε, δεν είμαι κελεπουράκι, είμαι για τον εαυτό μου" – τους πούλησα νταηλίκι –, "μου κάνετε τη χάρη να μου δώσετε την κιθάρα εμένα;". Αυτοί τα χάσανε και μου λένε: "Ορίστε, κοπελίτσα, πάρε την κιθάρα". Παίρνω, που λες, την κιθάρα και κάθομαι στο τραπέζι μου κι αφού παραγγέλνω και το δεύτερο κατοστάρι, κουρντίζω, που λες Ηλία μου, την κιθάρα κι αρχίζω το τραγούδι μόνη μου, στο κέφι μου, στην τρέλα μου και μείνανε όλοι, Ηλία μου, όλοι με το στόμα ανοιχτό.
Αυτός που μου είπε καλώς το κελεπούρι να μ’ αγκαλιάζει, να με φιλάει, κι όπως ήτανε και λιγάκι πιωμένος, να μου λέει: "Βρε κορίτσι μου, πού ήσουνα; Ο Θεός σ’ έστειλε εδώ πέρα;"».
Εκεί, στην ταβέρνα του Καλλέργη, ένα βράδυ, την άκουσε ο μοναδικός Βασίλης Τσιτσάνης. Ο «δάσκαλος» κατάλαβε αμέσως το ακατέργαστο διαμάντι που έχει απέναντί του και χωρίς να χαθεί πολύτιμος χρόνος, έβαλε την Μπέλλου να ηχογραφήσει τα πρώτα της τραγούδια.
Τον Μάη του 1945 ηχογραφούν «Το παιδί που είχες φίλο» και «Όταν πίνεις στην ταβέρνα». Το ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» και «Τα καβουράκια» την καθιέρωσαν ως μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια. Μια νύχτα, όμως, μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών μπήκαν στο μαγαζί και της ζήτησαν να πει το τραγούδι «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε λέγοντας σε έναν από αυτούς «α πάενε ρε» και οι Χίτες την ξυλοκόπησαν, αποκαλώντας τη «Βουλγάρα». Κανείς δε σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. Ούτε ο Τσιτσάνης.
«Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δε σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» είχε πει η ίδια για το περιστατικό. Η Μπέλλου στεναχωρήθηκε αλλά πείσμωσε κιόλας. Από τότε και μέχρι το 1955 συνεργάστηκε με τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Καλδάρα, τον Ξαρχάκο, τον Χιώτη και έκανε τη μια επιτυχία μετά την άλλη.
Παράλληλα με τις επιτυχίες, ωστόσο, άρχισαν σιγά – σιγά να κάνουν την εμφάνισή της και όλοι οι δαίμονες της Μπέλλου. Τζόγος, αλκοόλ, χασίσια και πολλά άλλα. Μέσα στα νεύρα της μια νύχτα πλάκωσε στο ξύλο και έστειλε στο νοσοκομείο τη Μαρίκα Νίνου με τις φήμες να λένε πως ζήλεψε τη σχέση της με τον Τσιτσάνη.
Όχι την ερωτική της σχέση με τον Τσιτσάνη. Την επαγγελματική. Η Μπέλλου, άλλωστε, ήταν δηλωμένη λεσβία. Ανοιχτά ομοφυλόφιλη σε μια εποχή που αυτό ήταν... επιστημονική φαντασία για τους υπόλοιπους. Και μιλάμε για ξύλο, όχι αστεία. Την έστειλε στο νοσοκομείο τη Νίνου.
Και είχε και μια φυσική απέχθεια για τους τύπους που το έπαιζαν μάγκες. Μια νύχτα ένας τύπος της πέταγε συνέχεια λουλούδια. Κάποια στιγμή η Μπέλλου τα «πήρε στο κρανίο», κατέβηκε από το πάλκο, πήγε από πάνω του και του είπε: «Καλά ρε μαλάκα, τι νομίζεις πως είμαι; Καμία πουτάνα; Έτσι νομίζεις πως θα με ρίξεις»;
Μετά από μια μικρή κάμψη στην καριέρα της, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο. Αυτό του έντεχνου. Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Μούτσης και ο Σαββόπουλος και συστήθηκε στη νεολαία της εποχής η οποία τη λάτρεψε και την αγκάλιασε επειδή είδε στο πρόσωπό της το αυθεντικό και όχι το «δήθεν». Η Μπέλλου ανάμεσα στα έντεχνα τραγουδάει και παλιά αγαπημένα ρεμπέτικα και στα λαϊκά κέντρα και της μπουάτ της Πλάκας που εμφανιζόταν, κάθε νύχτα, γινόταν το αδιαχώρητο.
«Κούραση, στεναχώριες, βάσανα, ταλαιπωρίες… Είδα όμως και πολλές δόξες, έπιασα και πολύ χρήμα στο χέρι μου. Αλλά όλα αυτά δε με άλλαξαν καθόλου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι η σεμνή Σωτηρία Μπέλλου», είχε πει το 1976 σε ένα αφιέρωμα που της έκανε ο Γιώργος Παπαστεφάνου στην κρατική τηλεόραση.
Τον Μάρτιο του 1993, εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Αργότερα, διαγνώστηκε με καρκίνο στον φάρυγγα, μέχρι που έχασε τη φωνή της. Πάμφτωχη, εξαιτίας του τζόγου, πούλησε όλους τους δίσκους της σε μια μέρα για να ξεχρεώσει και να καλύψει τα έξοδα. Πέρασε το τελευταίο διάστημα της ζωής της, απογοητευμένη και πικραμένη. Η σπουδαία ρεμπέτισσα, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1997, δυο ημέρες πριν τα γενέθλιά της άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά και πέρασε, μια για πάντα, στη σφαίρα του θρύλου της λαϊκής μουσικής.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.