Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, αν κάποιος πήγαινε στα Εξάρχεια και βρισκόταν σε κουβέντα για τις «σκληρές» εποχές της πλατείας τότε είναι δεδομένο πως θα άκουγε ένα όνομα: Νίκων Αρκουδέας.
Όχι! Δεν ήταν κάποιος αναρχικός. Βασικά, ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ήταν αστυνομικός. Για την ακρίβεια ήταν πρώτα αστυνομικός διευθυντής Αττικής (για χάρη του οι δημοσιογράφοι της εποχής δημιούργησαν τον όρο «Αττικάρχης» που φτάνει μέχρι και τις ημέρες μας) και μετά αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας.
Ο διασημότερος αρχηγός της ΕΛΑΣ, ένας αξιωματικός η πορεία του οποίου, αφού συνταξιοδοτήθηκε, άγγιξε τα όρια του θρύλου αφού σχεδόν όλοι οι παλιοί θαμώνες των Εξαρχείων είχαν να θυμηθούν και μια ιστορία μαζί του.
«Αλλαγή δε γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα...»
Ο Νίκων Αρκουδέας γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1928 στη Μεσσηνιακή Μάνη. Τελείωσε το σχολείο στην Αρεόπολη Λακωνίας και στη συνέχεια σπούδασε στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών αλλά και στη Σχολή Αξιωματικών Αστυνομίας Πόλεων.
Υπηρέτησε στην Αστυνομία Πόλεων και πάντοτε σε μάχιμες θέσεις και κατά κανόνα στα όρια του Λεκανοπεδίου της Αττικής.
Για κάποιο διάστημα ο Νίκων Αρκουδέας υπηρέτησε και στην περίφημη Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας που βασική της αρμοδιότητα ήταν η «εθνική διαφώτισις» και τον κυνήγι των κομμουνιστών.
Όταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την εξουσία το 1981 με την περίφημη «Αλλαγή» που ευαγγελιζόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου άρχισε και η ανέλιξη του Αρκουδέα στην ιεραρχία του Σώματος. Το ΠΑΣΟΚ ήθελε να δείξει πως θα έρθει σε πλήρη ρήξη με την άγρια καταστολή που συνόδευε το «κράτος της δεξιάς»
Ενοποίησε την «αμαρτωλή» Χωροφυλακή με την Αστυνομία Πόλεων, δημιούργησε την Ελληνική Αστυνομία και ο Αρκουδέας βρέθηκε Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Αττικής στα καθήκοντα του οποίου ήταν και το επιχειρησιακό κομμάτι των ΜΑΤ και των ΜΕΑ, των δυνάμεων καταστολής, δηλαδή, σε μια εποχή που τα πνεύματα ήταν οξυμένα.
Αυτό που στην πραγματικότητα, πάντως, άλλαξε ήταν πως επί ΠΑΣΟΚ το ξύλο και η άγρια καταστολή δεν προερχόταν από το «κράτος της δεξιάς» αλλά είχε... «άρωμα» σοσιαλισμού. Επί ημερών του Αρκουδέα εντατικοποιήθηκαν οι επιχειρήσεις – σκούπα στα Εξάρχεια. Στις επιχειρήσεις αυτές δόθηκε το όνομα «Αρετή» και υπήρχαν και πριν τον Αρκουδέα απλά στη δική του εποχή έγιναν πιο τακτικές και πιο άγριες.
Η πρώτη «επιχείρηση Αρετή» υπό τις διαταγές του Αρκουδέα, έγινε τον Σεπτέμβριο του 1984. Για ένα διήμερο η άγρια καταστολή είχε τον πρώτο λόγο. Ροκάδες, πάνκηδες, «φρικιά», αναρχικοί, θαμώνες της πλατείας αλλά και απλοί περαστικοί ένιωσαν τι σημαίνει «σοσιαλιστικό γκλοπ» το οποίο καμία απολύτως διαφορά δεν είχε από το «δεξιό γκλοπ».
Η μόνη διαφορά που υπήρχε και έγινε αμέσως αντιληπτή ήταν πως ο επικεφαλής αστυνομικός όχι απλά βρισκόταν στο «πεδίο» προκειμένου να συντονίζει την όλη επιχείρηση αλλά κάθε τόσο επιχειρούσε να έρθει σε συνεννόηση με το αντίπαλο «στρατόπεδο» προκειμένου να μην ξεφύγει η όλη κατάσταση και τα επεισόδια λάβουν μεγάλες διαστάσεις.
Προφανώς και δεν έβγαινε «άκρη» από αυτές τις συνομιλίες και εννοείται πως το ξύλο συνέχισε να πέφτει χωρίς έλεος αλλά τουλάχιστον το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ μπορούσε να λέει πως προσπαθεί να επιβάλει την τάξη με την πειθώ και όχι με την καταστολή. Είναι η εποχή που γίνεται σύνθημα στα χείλη των αναρχικών οι οποίοι στις πορείες φώναζαν το επικό: «Αλλαγή δε γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα / Αυτός δεν είναι μπάτσος, είναι μια ιδέα»!
Ο Νίκων Αρκουδέας συνέχισε να ανεβαίνει την ιεραρχία της Ελληνικής Αστυνομίας (παρά τα όσα αιματηρά έγιναν στη θητεία του και στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια) και ενώ θα έπρεπε να αποστρατευτεί ως Ταξίαρχος, εκμεταλλευόμενος μία (για πολλούς φωτογραφική) διάταξη που ψηφίστηκε εκείνη την εποχή, συνέχισε να υπηρετεί και έφτασε να γίνει αρχηγός της ΕΛΑΣ (1986-1988).
Μετά την αποστρατεία του ο Αρκουδέας εκλέχθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ. Ήταν υποψήφιος βουλευτής Α΄ Αθηνών στις εκλογές της περιόδου 1989-1990, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1994 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων με την παράταξη του Θεόδωρου Πάγκαλου, και το 1998 με την παράταξη της Μαρίας Δαμανάκη.
Ο Νίκων Αρκουδέας, μετά από μάχη με τον καρκίνο, πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2005, σε ηλικία 77 ετών.
«Αυτός δεν είναι μπάτσος, είναι μια ιδέα»
Η περίοδος που ο Αρκουδέας ήταν Αττικάρχης συνδέθηκε με την αύξηση της έντασης (σε υψηλότατα επίπεδα) ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τις δυνάμεις του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Ειδικά με τους αναρχικούς η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο τον Νοέμβριο του 1985. Ανήμερα της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και μετά την καθιερωμένη πορεία στην πρεσβεία των ΗΠΑ, ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε και σκότωσε τον 15χρονο μαθητή γυμνασίου Μιχάλη Καλτεζά στην οδό Στουρνάρη.
Λίγη ώρα αργότερα οι αναρχικοί κατέλαβαν το Χημείο. Ο Αρκουδέας πήγε εκεί και ζήτησε να συνομιλήσει μαζί τους. Η συνομιλία δεν οδήγησε πουθενά και την επόμενη το πρωί ο Αρκουδέας έθεσε τελεσίγραφο στους καταληψίες. Όταν η διορία παρήλθε η καταστολή «χτύπησε κόκκινα», με τις συγκρούσεις να είναι σκληρές και την αστυνομία να «πνίγει» το κέντρο της πόλης στα δακρυγόνα και τα χημικά.
Παρά τη σκληρή καταστολή, πάντως, η ένταση δεν εκτονώθηκε με αποτέλεσμα του επόμενους μήνες συχνά – πυκνά το κέντρο της Αθήνας να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Ενδεικτικό του κλίματος είναι πως σε μια από τις συγκρουσιακές πορείες της εποχής, οι αστυνομικοί προσήγαγαν έναν... Κινέζο τουρίστα με τις βαλίτσες του καθώς θεωρήθηκε ύποπτος!
Τον Οκτώβριο του 1987 ο Αρκουδέας (ως αρχηγός της ΕΛΑΣ, πλέον) αντιμετώπισε μια ακόμα μεγάλη κρίση. Ήταν η περιβόητη «Μάχη της Καλογρέζας» ανάμεσα σε αστυνομικούς και αναρχικούς. Κατά τη διάρκεια της ένοπλης συμπλοκής, έγινε αντιληπτό πως ένας εκ των αναρχικών ήταν ο καταζητούμενος Μιχάλης Πρέκας για τον υπήρχαν – κατά τους αστυνομικούς – αποδείξεις πως ήταν μέλος της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη» που συμμετείχε και ο Χρήστος Τσουτσουβής.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής ο Αρκουδέας έδωσε ρητή εντολή να συλληφθεί – πάση θυσία – ζωντανός ο καταζητούμενος αναρχικός αλλά κάτω από «περίεργες» συνθήκες ο Πρέκας έπεσε νεκρός με συγγενείς και συντρόφους του Πρέκα να κάνουν λόγο για «κρατική δολοφονία».
Λίγο καιρό αργότερα, τον Νοέμβριο του 1987, και με την ένταση να είναι σε πρωτόγνωρα επίπεδα, η αστυνομία «χτύπησε» με ιδιαίτερη σκληρότητα, μια μεγαλειώδη πορεία φοιτητών, με τις συλλήψεις να είναι δεκάδες και πολλούς διαδηλωτές να καταλήγουν στα νοσοκομεία για την παροχή πρώτων βοηθειών.
Όταν αποστρατεύτηκε ο Νίκων Αρκουδέας μίλησε για εκείνες τις «παλιές ωραίες ημέρες και... άγρυπνες νύχτες» σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα». Εκεί, αναφερόμενους στην κόντρα με τους αναρχικούς τόνισε πως «ακόμα και η πιο άγρια αντιμετώπιση, πιστέψτε με, έκρυβε μέσα της μια παρεξηγημένη τρυφερότητα και από τις δύο πλευρές»!
Ο Νίκων Αρκουδέας δήλωσε «αμετανόητος», σημείωσε πως «εγώ δεν ξεχνώ και δεν ξεχνιέμαι» ενώ σε ερώτηση για το ποιος κέρδισε το «ντέρμπι» ανάμεσα σε αστυνομικούς και αναρχικούς σημείωσε: «Ό,τι συμβαίνει σε κάθε αγώνα θρίλερ: 0-0»!
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.