Ο Μίμης Φωτόπουλος δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ήταν από εκείνους τους ηθοποιούς που έγραψαν, με ολόχρυσα γράμματα, ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο. Σπάνιο ταλέντο, με τις ατάκες, την εκφραστικότητα και την πηγαία... μαγκιά του, έκλεβε την παράσταση χωρίς καν να προσπαθήσει ιδιαίτερα για να πετύχει κάτι τέτοιο.
Έζησε, όμως, σε δύσκολους καιρούς και η ζωή του τα έφερε έτσι, ώστε, να ζήσει ακόμα πιο δύσκολα. Ορφανός από πατέρα, έχασε την αδερφή του, συνελήφθη στα «Δεκεμβριανά», εξορίστηκε στην Αίγυπτο από τους Βρετανούς.
Όλα αυτά και άλλα τόσα του δημιούργησαν μια μελαγχολία την οποία όσο και αν προσπαθούσε να κρύψει φαινόταν μέσα στα μάτια του. Τι ήταν αυτό που τον βοήθησε; Οι κωμικοί ρόλοι τους οποίους έπαιζε. Λειτούργησαν σαν «φάρμακο» για την ψυχή του. Και ας έγινε ηθοποιός απαντώντας σε μια... αγγελία!
Ένα πολύπλευρο ταλέντο, ένας σπάνιος άνθρωπος
Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1913 σε ένα χωριό που μερικές δεκαετίες αργότερα θα γινόταν διάσημο παγκοσμίως καθώς εκεί είχε εξοριστεί ο Μίκης Θεοδωράκης: Στη Ζάτουνα της Αρκαδίας.
Λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του Μίμη πέθανε από φυματίωση. Η μητέρα πήρε τα παιδιά της και επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της, το Αίγιο. Εκεί μεγάλωσε ο Μίμης Φωτόπουλος. Εκεί τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα καθώς ο Μίμης, έχασε και την αδερφή του. Έτσι ο Μίμης Φωτόπουλος έμεινε μόνο με τη μητέρα του, την Άννα, και τον αδερφό του, τον Άγγελο.
Η μητέρα του Μίμη μαζί με τις αδερφές της αποφάσισαν να φύγουν από το Αίγιο και να μετακομίσουν στην Αθήνα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Έμειναν σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια και εκεί οι γυναίκες της οικογένειες δούλευαν σαν μοδίστρες προκειμένου να μεγαλώσουν τα δύο αγόρια.
Ο Μίμης από μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη του στη λογοτεχνία. Σε ηλικία 17 ετών, μάλιστα, έγραψε το πρώτο του ποίημα.
Μετά το σχολείο άρχισε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή. Τις σπουδές εκεί ουδέποτε τις ολοκλήρωσε καθώς η αγάπη του για το θέατρο τον «οδήγησε» στη Δραματική Σχολή. «Ενώ ακόμα έδινα εξετάσεις στη Φιλοσοφική, τράβηξε την προσοχή μου μια αγγελία στις εφημερίδες που μιλούσε για εισιτηρίους εξετάσεις της Δραματικής Σχολής… Ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου ‘ρθε έτσι...στα καλά καθούμενα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική», έγραφε ο ίδιος.
Αυτό το περίεργο «ένστικτο» που οδήγησε τον Μίμη Φωτόπουλο στη Δραματική Σχολή αποδείχθηκε πέρα για πέρα σωστό. Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, σε ηλικία 19 ετών, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη. Στο θέατρο έπαιξε σε σπουδαίες παραστάσεις. Στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο Θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου.
Την μεγάλη του επιτυχία, ωστόσο, την έκανε στον κινηματογράφο. Έπαιξε σε 101 ταινίες, σε δυο εκ των οποίων έγραψε ο ίδιος το σενάριο. Αυτές ήταν οι: «Προπαντός ψυχραιμία» (1951) και «Μια νταντά και τέζα όλοι» (1971).
Από τις μεγάλες του επιτυχίες θεωρούνται οι ταινίες: «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές», «Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Το Σωφεράκι», «Ο γρουσούζης» και βέβαια η περίφημη «Ο Θόδωρος και το Δίκανο» με τις εκπληκτικές ατάκες και τους κορυφαίους αυτοσχεδιασμούς που έκανε.
Πολύπλευρος καλλιτέχνης ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε τέσσερις ποιητικές συλλογές, τρία βιβλία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και δύο θεατρικά έργα που έχουν παιχτεί. Ασχολήθηκε επίσης με τις εικαστικές τέχνες και συγκεκριμένα με την ιδιότυπη τεχνική του κολάζ γραμματοσήμων.
Εκτός από την αγάπη και το χειροκρότημα του κόσμου, παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου ‘Α και το Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας.
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του κατοικούσε στο Μαρούσι Αττικής. Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Οκτωβρίου του 1986, από ανακοπή καρδιάς.
Η σύλληψη στα «Δεκεμβριανά» και η εξορία
Ο Μίμης Φωτόπουλος εκτός από ηθοποιός ήταν και ένας έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Την περίοδο της κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ. Ήταν στον τομέα της διαφώτισης.
Όταν όλα έδειχναν πως η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε εμφύλιο, ο Μίμης Φωτόπουλος δεν έκανε ούτε βήμα πίσω. Συνέχισε να έχει πολιτική δράση ακόμα και αν ήξερε πως αυτό θα τον έφερνε αντιμέτωπο με πολλούς κινδύνους.
Έγινε, μάλιστα, και μέλος του θιάσου «Ενωμένοι Καλλιτέχνες», ο οποίος απαρτιζόταν από ηθοποιούς με αριστερή ιδεολογία την οποία «περνούσαν» μέσα από τα έργα τους. Τις παραστάσεις τους, μάλιστα, της περιφρουρούσαν ένοπλες ομάδες του στρατιωτικού βραχίωνα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, προκειμένου να προστατεύουν ηθοποιούς και θεατές από επιθέσεις δεξιών.
Στα αιματοβαμμένα Δεκεμβριανά του 1944, την περίοδο, δηλαδή, που ουσιαστικά αποτέλεσε πρελούδιο του εμφυλίου πολέμου, το σπίτι του Μίμη Φωτόπουλου καταστράφηκε μετά από επίθεση των βρετανών.
Η απώλεια ήταν τεράστια καθώς αφενός η οικογένεια του ηθοποιού και ο ίδιος έμειναν άστεγοι σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο και αφετέρου μαζί με το σπίτι καταστράφηκε και μια πολύτιμη βιβλιοθήκη που αριθμούσε πάνω από 2000 τίτλους βιβλίων και την οποία την είχε φτιάξει με κόπο (και χρήμα) μαζί με τον αδερφό του.
«Το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι. Κάτι που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου. Αναρωτιόταν η μάνα μου:
''Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας το κάψανε;''
Τι μπορούσαμε να έχουμε κάνει εμείς στους Εγγλέζους; Τίποτα. Είχαμε μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας, κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Με ρώτησε η γιαγιά μου:
''Καλά παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι από πού ήρθανε και μας βάλανε φωτιά;''
''Από την Αγγλία!''
''Και κατά πού πέφτει η Αγγλία;''
''Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά…''
''Χριστός και Παναγιά. Κι ήρθανε από τόσο μακριά που λες να κάψουνε το δικό μας; Δεν έχουν σπίτια εκεί να τα κάψουνε;''
''Ε, είναι ιδιότροποι βλέπεις…''
Έκανε το σταυρό της η γριά και συνέχισε να καθαρίζει κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, το φαγητό μας για το μεσημέρι. Μέναμε στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, μακρινός συγγενής, μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του, από τότε που το μικρό νοικοκυριό μας το ‘καψαν εμπρηστικές βόμβες, αφήνοντας το κτίσμα ανέπαφο. Κάτι εγγλέζικα τανκς είχαν σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας και ρίχνανε» είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του «Το ποτάμι της ζωής» (εκδόσεις Καστανιώτης), ο Μίμης Φωτόπουλος.
Εξαιτίας της δράσης του στα Δεκεμβριανά, ο αγαπημένος ηθοποιός είχε μπει στο στόχαστρο πολλών. Την παραμονή της Πρωτοχρονιά του 1945, ο Φωτόπουλος συνελήφθη μετά από «καρφωτή». Στους βρετανούς τον πήγε ένας ταξιθέτης, «ένα πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου», όπως τον χαρακτήριζε ο Φωτόπουλος.
Τον πήγε για ανάκριση ενώπιον ενός αξιωματικού του εθνικού στρατού. Τον μεταξύ τους διάλογο τον μετέφερε ο Φωτόπουλος στην αυτοβιογραφία του:
«''Ώστε έτσι λοιπόν; Λαοκρατία;''
''Δε σας αντελήφθην…''
''Εσύ δε φώναζες στους δρόμους Λαοκρατία;''
''Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ γενικά τις φωνές. Μ’ αρέσει να μιλώ λίγο, σιγά και απλά''.
''Το βεβαιώνει ο κύριος από δω που είναι αξιόπιστος μάρτυς''.
''Ο Αποστόλης;
''Μάλιστα''.
''Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου''.
''Ητανε, αλλά προχτές ανένηψε''.
''Κατάλαβα''.
''Πάρτε τον!''».
Στη συνέχεια παρέδωσαν τον Φωτόπουλο στους Βρετανούς οι οποίοι (μαζί με άλλους κρατούμενους) μετέφεραν τον ηθοποιό στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο. Έναν σκληρό τόπο εξορίας που ήταν χτισμένος ανάμεσα σε τεράστιους αμμόλοφους της ερήμου.
Την ημέρα αφόρητη ζέστη, τη νύχτα αφόρητο κρύο. Οι κρατούμενοι ζούσαν μέσα σε κλουβιά φτιαγμένα από συρματοπλέγματα κάτι που έκανε τις συνθήκες διαβίωσης εφιαλτικές.
Ο Μίμης Φωτόπουλος έμεινε στην εξορία μέχρι την 25η Μαρτίου του 1945. Εκείνη την ημέρα επέστρεψε στο σπίτι του κάτι που ο ίδιος πάντα θεωρούσε πως ήταν «σημάδι της μοίρας».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.