Το βράδυ της 30ης Σεπτεμβρίου 1826, οι δυνάμεις του Κιουταχή πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Οι μάχες που δίνονταν ήταν επικές. Ανάμεσα στους υπερασπιστές του Ιερού Βράχου ήταν και ο οπλαρχηγός Γιάννης Γκούρας.
Ατρόμητος πολεμιστής, ο Γκούρας, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έδινε ότι είχε και δεν είχε κατά των Τούρκων. Από το ταμπούρι του πυροβολούσε συνεχώς τις θέσεις των εχθρών. Για κακή του τύχη, ωστόσο, έγινε αυτό που βλέπουμε μόνο στις ταινίες.
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ένας Τούρκος είδε τη λάμψη από το τουφέκι του Έλληνα οπλαρχηγού. Περίμενε μέχρι να πυροβολήσει ξανά και όταν είδε πως η λάμψη προέρχεται από το ίδιο ακριβώς σημείο, πυροβόλησε και εκείνος με αποτέλεσμα η σφαίρα να βρει στον κρόταφο τον Γκούρα ο οποίος σωριάστηκε νεκρός.
Σήμερα ο τάφος του Γιάννη Γκούρα βρίσκεται στην αυλή της Ιεράς Μονής Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Τότε, ωστόσο, οι συναγωνιστές του, τίμησαν τον οπλαρχηγό θάβοντάς τον μπροστά από τον Παρθενώνα!
Η «πορεία» του Γκούρα μέσα στην Ιστορία, ωστόσο, έχει και πολλές μελανές σελίδες με σημαντικότερη από αυτή τη διαταγή που έδωσε για να δολοφονηθεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ο αμφιλεγόμενος ρουμελιώτης οπλαρχηγός
Ο Γιάννης Γκούρας, ο οποίος γεννήθηκε στην Γκουρίτσα Παρνασσίδας το 1791, ήταν, αυτό που λέμε μια αδούλωτη ψυχή. Προερχόταν από μια εξαιρετικά φτωχή οικογένεια και για τον λόγο αυτό, από μικρή ηλικία έπρεπε να δουλεύει προκειμένου να βοηθάει και αυτός με τον τρόπο του στα οικονομικά του σπιτιού.
Μικρό παιδί έπιασε δουλειά στα κοπάδια του Τούρκου αγά. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να ζήσει σαν ραγιάς. Έτσι παράτησε την κατσούνα, έπιασε το τουφέκι και βγήκε στο βουνό.
Ο Γκούρας ήταν συγγενής του Πανουργιά, του κλεφταρματολού από τα Σάλωνα, ο οποίος και το μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Έμεινε δίπλα του για περίπου 10 χρόνια και στη συνέχεια πολέμησε δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και ήταν ένας από τους ήρωες της Μάχης στο Χάνι της Γραβιάς αλλά και σε εκείνη των Βασιλικών τον Αύγουστο του 1821.
Την περίοδο της Επανάστασης ο Γκούρας ξεδίπλωσε όλες του τις ικανότητες. Απέκτησε τεράστια φήμη και έγινε από τους πιο αγαπητούς οπλαρχηγούς. Όλοι ήθελαν να πολεμούν στο πλευρό του.
Σταδιακά, ωστόσο, αυτή η εικόνα άρχισε να αλλάζει, μέχρι που φτάνουμε στον εμφύλιο όπου πλέον ο Γκούρας έχει μεταμορφωθεί σε έναν άνθρωπο που το μόνο που τον νοιάζει είναι η προσωπική του ανέλιξη.
Ο Γκούρας πήρε το μέρος των κυβερνητικών και αυτό τον έφερε σε ευθεία σύγκρουση με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο οποίος δρούσε στο πλευρό των στρατιωτικών αποφεύγοντας, όμως, τις ένοπλες συμπλοκές με το αντίπαλο στρατόπεδο προκειμένου να μη χυθεί αδελφικό αίμα.
Το 1825 στη Βοιωτία ο Ανδρούτσος έκανε μια συμφωνία με τους Τούρκους, χωρίς όμως να είναι ουσιαστική ή να προδίδει την Επανάσταση. Ήταν, μάλλον, τυπική και έγινε προκειμένου να πιεστεί η κυβέρνηση.
Οι κυβερνητικοί, ωστόσο, βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν και αφού αποκάλεσαν προδότη τον Ανδρούτσο, έστειλαν μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη προκειμένου να τον συλλάβει. Αρχηγός αυτής της δύναμης ήταν ο ίδιος ο Γιάννης Γκούρας ο οποίος είχε εξελιχθεί σε στενό συνεργάτη του Ιωάννη Κωλέττη.
Ο Ανδρούτσος επέλεξε να μη συγκρουστεί με τον Γκούρα και μετά από κάποιες μικροσυμπλοκές που έγιναν στις Λιβανάτες, τελικά παραδόθηκε στον πρώην συναγωνιστή του υπό έναν όρο: Να τον στείλει στην Πελοπόννησο προκειμένου να δικαστεί εκεί.
Ο Γκούρας αρχικά συμφώνησε αλλά δεν κράτησε τον λόγο του. Μετέφερε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Αθήνα και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη της οποίας ήταν φρούραρχος (που είχε τοποθετηθεί σε αυτή τη θέση με διαταγή του Ανδρούτσου).
Την περίοδο που ο Γκούρας ήταν φρούραρχος στην Ακρόπολη είχε προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων καθώς ο τρόπος που ασκούσε την εξουσία του ήταν αυταρχικός και σκληρός.
Λέγεται πως όταν ο Γκούρας έμαθε πως οι κυβερνητικοί, εξαιτίας των σφοδρών πιέσεων που δέχονταν, είχαν αποφασίσει να δώσουν χάρη και να αποκαταστήσουν τον Ανδρούτσο, «τυφλώθηκε» από το μίσος του και άρχισε να σκέφτεται τον τρόπο που θα έβγαζε από τη μέση τον σπουδαίο οπλαρχηγό.
Ξημερώματα της 5ης Ιουνίου 1825, ο Γκούρας έστειλε τέσσερις πιστούς στρατιώτες του στο κελί του Ανδρούτσου, στον φράγκικο πύργο στα Προπύλαια και αφού τον βασάνισαν με απάνθρωπους τρόπους στη συνέχεια τον πέταξαν από τον Ιερό Βράχο στο λιθόστρωτου του Ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν πως ο φυλακισμένος προσπάθησε να... αποδράσει και σκοτώθηκε!
Η πανέμορφη σύζυγος του Γκούρα και το τραγικό τέλος
Και ένω ήταν σε εξέλιξη όσα (και άλλα τόσα) διαβάσατε παραπάνω, ο Γκούρας έχει προλάβει και έχει κάνει και έναν γάμο ο οποίος από κάθε άποψη αποδείχθηκε «λίρα 100».
Τον Φεβρουάριο του 1823 ο οπλαρχηγός της Ρούμελης παντρεύτηκε την πανέμορφη και πλούσια Ασήμω Λιδωρίκη. Κουμπάρος ήταν ο... Οδυσσέας Ανδρούτσος!
Η οικογένεια της Ασήμως ήταν πρόχουντες με επαφές στην Αυλή του Αλή Πασά (προεπαναστατικά), ενώ κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού ήταν σημαντικοί πολιτικοί παράγοντες στην Ανατολική Ρούμελη κάτι που άνοιξε ακόμα περισσότερες πόρτες στον υπερ-φιλόδοξο Γκούρα.
Η Ασήμω έμεινε στην Ιστορία ως η θρυλική «Νταλλιάνα» της Επανάστασης του 1821 και ήταν και αυτή μυημένη στη Φιλική Εταιρεία. Το προσωνύμιο αυτό το απέκτησε επειδή ήταν εντυπωσιακά όμορφη, ψηλή και λυγερόκορμη όπως το καριοφίλι το οποίο εκείνα τα χρόνια το έλεγαν και νταλιάνι.
Τα... κουτσομπολιά της εποχής, μάλιστα, έλεγαν πως ο Ανδρούτσος ήταν και αυτός σαγηνευμένος από το κάλλη της κουμπάρας του και ίσως ήταν και αυτός ένας επιπλέον λόγος που ο Γκούρας διέταξε τη δολοφονία του.
Σε κάθε περίπτωση, μερικούς μήνες μετά τον γάμο τους, ο Γκούρας οδήγησε την Ασήμω στην Ακρόπολη. Το ζευγάρι χρησιμοποιούσε ως σπίτι το Ερέχθειο.
Λέγεται πως μετά τη δολοφονία του Ανδρούτσου ο Γκούρας δε συνήλθε ποτέ και ήταν σαν να γνώριζε πως και το δικό του τέλος πλησιάζει. Ήταν πολλοί εκείνοι που τον είχαν ακούσει να λέει για τη δολοφονία του Ανδρούτσου πως «με παρασύρανε σ’ αυτή τη δουλειά, με παρασύρανε».
Λίγες ημέρες πριν πεθάνει, μάλιστα, φέρεται να είπε στην Ασήμω: «Αν πεθάνω, κοίτα να φυλάξεις την τιμή μου. Τότε ο θεός θα σε σώσει. Σου εύχομαι να απολαύσεις όλα αυτά που σου αφήνω με τη διαθήκη μου. Αν, όμως, φανείς άπιστη και με ξεχάσεις γρήγορα, ο Θεός να σε στείλει αμέσως κοντά μου».
Μετά το θάνατο του Γιάννη Γκούρα, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς (όχι όλους) η Ασήμω ερωτεύτηκε τον νέο Φρούραρχο της Ακρόπολης τον Νικόλαο Κριεζώτη. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει αν αυτό είναι αλήθεια καθώς στις 12 Ιανουαρίου 1827 οι Τούρκοι βομβάρδισαν με πείσμα το Ερέχθειο με αποτέλεσμα αυτό να καταρρεύσει και να πλακώσει την Ασήμω, τα παιδιά της και μερικούς συγγενείς. Συνολικά 11 άτομα!
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, τόσο η Ασήμω όσο και κάποιοι συγγενείς της ζούσαν τις πρώτες ώρες μετά την κατάρρευση της οροφής. Ο Γιάννης Μαμούρης, ωστόσο, ξάδερφος του Γκούρα, αντιφρούραρχος της Ακρόπολης και ένας από τους φονιάδες του Ανδρούτσου, δεν άφησε κανέναν να πλησιάσει τα ερείπια και να ψάξει να δει αν υπάρχει κάποιος ζωντανός.
Οι έρευνες άρχισαν το επόμενο πρωί και αφού οι άνδρες του Μαμούρη είχαν βρει και είχαν πάρει ένα μεγάλο μέρος του χρυσού που είχε κληροδοτήσει ο Γκούρας στη γυναίκα του. Τότε, όμως, δεν βρέθηκε κανείς ζωντανός. Ήταν πολύ αργά για όλους.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.