«Να πας στο καλό Μάνο και σ’ ευχαριστούμε. Σε ευχαριστούμε γιατί ήσουν ο πρώτος που μας πήρε από το χέρι και μας έμαθε να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου». Αυτό ήταν το «αντίο» της Χαρούλας στον Μάνο Λοΐζο ο οποίος έφυγε από τη ζωή μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Ο Λοΐζος ήταν από αυτή την ξεχωριστή και σπάνια «πάστα» δημιουργών που παίρνουν τους πόνους και τις αγωνίες και, όχι απλά τις κάνουν τραγούδια, αλλά σε αρπάζουν από τον γιακά και σε βγάζουν έξω στο δρόμο για να παλέψεις για να κατακτήσεις όλα όσα σου ανήκουν.
«Όταν έχω κέφια, είμαι σε θέση να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο» έχει πει ο ίδιος και είναι περίπου δεδομένο πως αν το έκανε (και) αυτό, τότε ακόμα και ο... τηλεφωνικός κατάλογος, θα μπορούσε να πυρπολήσει ψυχές, καρδιές και συνειδήσεις.
«Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει»
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον Οκτώβριο του 1937. Πάντα υπήρχε ένα άτυπο debate για το πού γεννήθηκε. Οι περισσότεροι ισχυρίζονται πως γεννήθηκε στη Λάρνακα αλλά η κόρη του, με συνέντευξή της, είχε βάλει τέλος στα διάφορα σενάρια, μια και καλή.
Η αγάπη του μικρού Μάνου για τη μουσική φάνηκε από νεαρή ηλικία. Όταν οι γονείς του είδαν την κλίση που είχε τον έγραψαν στο τοπικό Ωδείο. Αν και άρχισε να μαθαίνει βιολί, τελικά κατέληξε σε αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν η φυσική προέκταση των χεριών του: στην αγαπημένη του κιθάρα.
Το 1955 έφυγε από την Αλεξάνδρεια και ήρθε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή. Δεν υπήρχε, όμως, τίποτα που να τον «τραβαέι». Σύντομα τα παράτησε και συνέχισε τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ. Ούτε αυτό, όμως είναι κάτι που τον γεμίζει και έτσι το 1960 πήρε τη μεγάλη απόφαση. Σταμάτησε τα πάντα και άρχισε να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη μουσική. Για να καταφέρει να ζήσει κάνει διάφορες δουλειές. Από γραφίστας μέχρι γκαρσόνι.
Δυο χρόνια μετά ήρθε σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος τον βοήθησε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το «Τραγούδι του δρόμου». Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου σ' ένα ποίημα του Λόρκα με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο.
Το Απρίλιο του 1962 είναι ακόμα ένα κομβικό σημείο στην πορεία του Λοΐζου. Έγινε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί θα γνωριστεί με τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Ελευθερίου και πολλούς άλλους.
Η ζωή του έχει βρει τον δρόμο της. Ο Λοΐζος ξέρει, πλέον, και τι θέλει και, κυρίως, πως να το αποκτήσει. Γράφει πολλά τραγούδια και πολλή μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύτηκε τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, γεννήθηκε η κόρη τους Μυρσίνη.
Τα δύσκολα, όμως, ήρθαν με την χούντα. Κυνηγήθηκε εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων του με τη λογοκρισία να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Τον ταραγμένο Νοέμβρη του 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Λοΐζος συνελήφθη από χωροφύλακες του τμήματος της Νέας Ιωνίας, μπροστά στα μάτια της μικρής του κόρης και πέρασε 10 ημέρες στα κρατητήρια της Ασφάλειας.
Η «μπόρα», ωστόσο, πέρασε και έτσι όταν έπεσε η χούντα ο Λοΐζος κυκλοφόρησε τον θρυλικό δίσκο «Τα τραγούδια του δρόμου» στον οποίο συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί, είτε τα είχε «πετσοκόψει» η χουντική λογοκρισία. Ο δίσκος αυτός ήταν που τον ανέδειξε σε έναν από τους βασικότερους εκφραστές του πολιτικού («στρατευμένου», όπως το χαρακτήριζαν τότε) τραγουδιού.
«Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά», έλεγε ο ίδιος.
Στα 20 χρόνια της πορείας του ο Λοΐζος συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα και θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει πολλά περισσότερα πράγματα αν στις 8 Ιουνίου του 1982 δεν τον «χτυπούσε» το εγκεφαλικό. Έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο και μετά μεταφέρθηκε στη Μόσχα για θεραπεία. Εκεί, όμως, έπαθε και δεύτερο εγκεφαλικό. Δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει. Δέκα ημέρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Το τελευταίο γλέντι της ζωής του
«Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων.
Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή (δεν πήγαιναν καλά οι σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση), αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση - με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει. Και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα και άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους («οι ερμηνευτές τα λένε ωραία, οι δημιουργοί τα λένε σωστά» είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος) και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει.
Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο. ''Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;'' λέει μια νοσοκόμα. Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει. αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. ''Θα περάσει που θα πάει''....
Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – στιχουργών Ελλάδας: ''Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας''. Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης.
Το βράδυ της ταφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια ''μακαριά'' για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου, Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.α) Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη ''βιασύνη'' του Λοϊζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής.
Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε» γράφει στο βιβλίο του «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ) ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης.
Πριν από μερικά χρόνια, η κόρη του Μάνου Λοΐζου, σε συνέντευξή της στην LiFo είχε μιλήσει για τις τελευταίες στιγμές μαζί του, πριν φύγει για τη Μόσχα το 1982.
«Ήτανε μέσα στο ασανσέρ. Μέσα στο ασανσέρ ήταν και η μητέρα μου. Της είπε: ''Δε θα ξαναγυρίσω από εκεί''. Η μητέρα μου γύρισε και του είπε ''τότε μη φύγεις'', κι εκείνος της απάντησε: ''Όχι, όχι, θα φύγω''. Αυτές ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.
» Τον θυμάμαι κι απ' τα γενέθλιά μου, την προηγούμενη μέρα. Τα γενέθλιά μου ήταν στις 15 Αυγούστου κι εκείνος έφυγε στις 16 Αυγούστου για τη Μόσχα, για το νοσοκομείο. Ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι, ο μπαμπάς είχε δεμένο το χέρι, το στόμα του ήταν στραβό από το εγκεφαλικό. Αυτά. Πέθανε τελικά στα γενέθλια της μητέρας μου, στις 17 Σεπτεμβρίου», είχε τονίσει η Μυρσίνη Λοΐζου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.