Δάσκαλος του ρεμπέτικου. Θεμελιωτής αυτού που σήμερα ονομάζουμε (γνήσιο) λαϊκό τραγούδι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου καθόρισε μια ολόκληρη γενιά, σημάδεψε ένα μουσικό είδος και έγραψε τραγούδια που ακόμα και σήμερα ακούγονται σαν να γράφτηκαν... χθες. Συνολικά έγραψε πάνω από 800 τραγούδια. Τι να πρωτογράψει κάποιος για έναν θρύλο της ελληνικής μουσικής; Έναν λαϊκό άνθρωπο που μιλούσε για τον έρωτα, τις αγωνίες, τον πόνο, τη χαρά και την μπέσα;
Ο σπουδαίος Γιάννης Παπαϊωάννου πρώτα ζούσε και μετά έγραφε. Μάγκας με τα όλα του. «Γεια σου Γιάνναρε»! Έτσι, με δάκρυα στα μάτια, τον αποχαιρέτισε ο Βασίλης Τσιτσάνης, όταν ο Παπαϊωάννου, μια ημέρα σαν σήμερα, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Πέραμα. Δυο ημέρες πριν είχε κάνει την τελευταία του εμφάνιση σε νυχτερινό κέντρο. Είχε κλείσει εκείνη την εμφάνιση με το τραγούδι «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει».
Γεννημένος με μοίρα σκληρή
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1913 στην Κίο της Μικράς Ασίας. Μόλις σε ηλικία δυο ετών ορφάνεψε από πατέρα. Πριν ακόμα η οικογένειά του συνέλθει από αυτόν τον θάνατο ξεκίνησε ο εφιάλτης της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έζησε από πρώτο χέρι τον πόλεμο, τον πόνο, τον θάνατο και τελικά τον ξεριζωμό.
Με τη μητέρα του, η κυρά Χρύσα και τη γιαγιά του κατάφεραν και πέρασαν στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη. Σύντομα, ωστόσο, έφυγαν από εκεί και έφτασαν στην Αθήνα. Όλα τους τα... πλούτη ήταν κρυμμένα μέσα σε μια μαξιλαροθήκη αλλά και αυτά γρήγορα εξαντλήθηκαν.
Πρώτα έμειναν σε μια παράγκα στις Τζιτζιφιές, στον Φαληρικό όρμο, επειδή εκεί κατοικούσαν συγγενείς τους. Δύσκολες εποχές. Άγριοι καιροί. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έπρεπε να βγει από μικρός στο μεροκάματο. Και έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει την οικογένειά του. Δούλεψε σαν ψαράς, σαν οικοδόμος, σαν μαραγκός. Ακόμα και σε συνεργείο αυτοκινήτων έκανε μεροκάματα.
Όταν δούλεψε σαν ψαράς γνώρισε τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, τον φημισμένο ψαρά από το Αϊβαλί ο οποίος όταν έμαθες πως ο Παπαϊωάννου ήταν προσφυγόπουλο τον πήρε κοντά του. Χρόνια αργότερα ο Παπαϊωάννου έγραψε για τον καλόκαρδο ψαρά το γνωστό λαϊκό (με πολλά στοιχεία μπάλου) τραγούδι. «Μπορεί άλλοι καλλιτέχνες, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης να είναι καλύτεροι οργανοπαίχτες, δεν είναι όμως καλύτεροι ποδοσφαιριστές από μένα και ψαράδες. Εμένα την τέχνη μου την έχει μάθει ο φίλος μου, ο καπετάν Ανδρέας Ζέπος», είχε πει χρόνια αργότερα.
Το σχολείο, όπως είναι φυσικό κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Η πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν ψηλός και έτσι έπαιξε στη θέση του τερματοφύλακα. Αγωνίστηκε στην ομάδα του Φαληρικού Συνδέσμου. Λέγεται πως είχε μεγάλο ταλέντο αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός του στέρησε τη δυνατότητα να συνεχίσει να αγωνίζεται.
Ο νεαρός Γιάννης Παπαϊωάννου ήρθε για ακόμα μια φορά αντιμέτωπος με τη σκληρή μοίρα του αλλά, τουλάχιστον, από εκείνη την περιπέτεια βγήκε κάτι καλό. «Γεννήθηκε» ο μουσικός που σημάδεψε το ρεμπέτικο.
Όταν τραυματίστηκε, η μητέρα του προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα και έτσι του αγόρασε ένα μαντολίνο προκειμένου να «σκοτώνει» τον ελεύθερο χρόνο του. Σιγά σιγά άρχισε να μαθαίνει το μουσικό όργανο και να «μπαίνει» ολοένα και περισσότερο στον κόσμο της μουσικής.
Ένα μεσημέρι πέρασε έξω από μια ταβέρνα. Οι μάγκες που ήταν μαζεμένοι εκείνη την ώρα μέσα είχαν βάλει να ακούσουν ένα δίσκο του Γιάννη Χαλκιά. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουσε το θρυλικό «Μινόρε του τεκέ», του τραγουδιού που ουσιαστικά καθιέρωσε το μπουζούκι στο ελληνικό πεντάγραμμο. Η επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν τέτοια που οι δισκογραφικές έψαχναν με μανία καλλιτέχνες που να παίζουν το συγκεκριμένο όργανο προκειμένου να τους βάλουν να ηχογραφήσουν νέα τραγούδια.
Όπως οι δισκογραφικές έτσι και ο Παπαϊωάννου ξετρελάθηκε με τον ήχο του μπουζουκιού. Δεν τολμούσε, όμως, να το πει στη μάνα του. Εκείνη την εποχή το μπουζούκι ήταν συνώνυμο της αλητείας και ο μπουζουξής ήταν, στα μάτια των πολλών, ένα ρεμάλι.
Ο έρωτας, όμως, για το μπουζούκι ήταν μεγάλος. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άρχισε να παίζει κρυφά, στο σπίτι ενός φίλου του. Μόνος του έμαθε. Άκουγε τραγούδια από το γραμμόφωνο, αποτύπωνε τον ήχο και τον μετέφερε στο μπουζούκι που κρατούσε στα χέρια του.
«Οι μάγκες όλοι του ντουνιά σε κλαιν’ απαρηγόρητα»
Γρήγορα αποδείχθηκε πως ο Παπαϊωάννου ήταν ένα σπάνιο ταλέντο. Άρχισε να παίζει ζωντανά σε διάφορα στέκια. Πρώτα κρυφά και μετά φανερά. Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937.
Πρώτο του τραγούδι ήταν η «Φαληριώτισσα» που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του που δε χρειάστηκε καν δεύτερο τραγούδι. Με το πρώτο έγινε... φίρμα.
Από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο η άνοδος για τον πιτσιρικά που έκανε το μπουζούκι να «κελαηδά». Σε εκείνη την πρώτη περίοδο, έγραψε πλήθος τραγουδιών που τον καθιέρωσαν ανάμεσα στους καλύτερους. Και μετά ήρθε πρώτα η δικτατορία που απαγόρεψε το ρεμπέτικο και στη συνέχεια ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που τον βρήκε στο Αλβανικό μέτωπο.
Στην περίοδο της κατοχής ο Παπαϊωάννου επέστρεψε στο τραγούδι σημειώνοντας τη μια επιτυχία μετά την άλλη. Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό υπήρξε η στιγμή που η Ελλάδα δεν «χωρούσε» το ταλέντο του Παπαϊωάννου και έτσι το 1953 έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που έκανε το «άλμα» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου πήγε προκειμένου να βρεθεί κοντά στους Έλληνες οικονομικούς μετανάστες.
Το 1955 γνωρίστηκε με τον αξέχαστο Βασίλη Τσιτσάνη. Καρμική η σχέση τους. Είχαν γεννηθεί και οι δυο στις 18 Ιανουαρίου με δυο χρόνια διαφορά (πρώτα ο Παπαϊωάννου και μετά ο Τσιτσάνης). Αργότερα θα γίνουν και κουμπάροι.
Ο Παπαϊωάννου έγραψε ιστορία με τραγούδια όπως: «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Γλέντα τη ζωή», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Το φτωχόπαιδο», «Ο φυλακισμένος», «Μες της Πόλης τα στενά (Καραμπιμπερίμ)», «Ο θάνατος του μπεκρή», «Άσε με, άσε με», «Ο Χάρος (Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει)» και πολλά άλλα εξίσου διαχρονικά που σημάδεψαν το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.
Σχεδόν όλα τους τραγουδισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα: Σωτηρία Μπέλλου, Στελλάκης Περπινιάδης, Καίτη Γκρέυ, Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζης, Μαρίκα Νίνου, Ρόζα Εσκενάζη, Στέλιος Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Αντώνης Ρεπάνης, Χρηστάκης, Μαίρη Λίντα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης και πολλοί άλλοι.
Μια ημέρα σαν σήμερα, ωστόσο, όλα σταμάτησαν απότομα. Ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1972, ο Γιάννης Παπαϊωάννου έφυγε από το νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν στις Τζιτζιφιές και πήγαινε στο εξοχικό του, στα Βασιλικά της Σαλαμίνας. Όταν έφτασε στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στο Πέραμα, ένας πεζός πετάχτηκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου που κινούταν με μεγάλη ταχύτητα προσπάθησε να τον αποφύγει, έχασε τον έλεγχο του οχήματος και «καρφώθηκε» σε μια κολώνας της ΔΕΗ.
Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που το τιμόνι του αυτοκινήτου, «τσάκισε» το στήθος του σπουδαίου συνθέτη. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος και σόκαρε τους πάντες. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε «Το τραγούδι του Γιάννη» που τραγουδά η Πόλη Πάνου.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.