Μενού
  • Α-
  • Α+

Νύχτες με τον δολοφόνο μου, θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος αστυνομικής ταινίας με την υπόθεση της Καρολάιν στη μεζονέτα στα Γλυκά Νερά, που μας φέρνει στο νου απεχθή οικογενειακά εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Τα εγκλήματα πάθους, όπως χαρακτηρίζονται, θεωρούνται από τα πιο κλασικά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η πίεση για την αποτρόπαιη πράξη είναι ακατανίκητη στον εγκληματία πάθους. Πρόκειται στην ουσία για εγκλήματα καταστροφής του άλλου είτε ο δράστης είναι τυφλωμένος από ζήλια είτε διακατέχεται από ερωτικό αμόκ. Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί εγκλήματα πάθους που συντάραξαν την κοινή γνώμη, όπως το τελευταίο της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, από τον σύζυγό της. Ας θυμηθούμε επτά πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις συζυγοκτόνων που προκάλεσαν συζητήσεις. 

Διαβάστε επίσηςΓλυκά Νερά - Ψυχρή ομολογία του πιλότου: Σκέφτηκα να εξαφανίσω το πτώμα της Καρολάιν

«Κομμάτιασα τη Ζωή μου»…

«Κομμάτιασα τη Ζωή μου»…Αυτός ήταν ο τίτλος εφημερίδας που είχε δημοσιεύσει τότε το τεμαχισμένο από τον σύζυγό της πτώμα της Ζωής Γαρμανή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης, 25 Ιουνίου του 1987, σε έναν κάδο απορριμμάτων, επί της οδού Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας, βρίσκεται προ μακάβριας έκπληξης: ανάμεσα σε άχρηστα αντικείμενα και αποφάγια, διπλωμένος σε σακούλες σκουπιδιών, υπήρχε ένας ακέφαλος κορμός από γυναικείο σώμα! Η διαμελισμένη σορός, τυλιγμένη σε πλαστικές σακούλες, ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, το ίδιο απόγευμα, ο 27χρονος Παναγιώτης Φρατζής παραδίδεται στα γραφεία της ΓΑΔΑ και ομολογεί: «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα». Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκει στη σύζυγό του, Ζωή, και ο δράστης υποδεικνύει πού είχε πετάξει τα διάφορα μέλη του. Το κύριο μέρος του κορμού του πτώματος ήταν αυτό που βρέθηκε λίγα μέτρα από το σπίτι του νεαρού ζεύγους. 

Η απροσεξία του δολοφόνου: Μία απόδειξη από το κρεοπωλείο, όπου ψώνιζε ο Παναγιώτης Φραντζής και η σύζυγός του, Ζωή, οδήγησαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος, με τη συνδρομή του ιδιοκτήτη του καταστήματος. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου ένας καβγάς του ζευγαριού κατέληξε σε ειδεχθές έγκλημα, ένα από εκείνα που προκάλεσαν αίσθηση στην ελληνική κοινωνία. Παρά τους ισχυρισμούς του Παναγιώτη Φραντζή, πως ο θάνατος της γυναίκας του ήταν ένα ατύχημα πάνω στον καβγά, ο ιατροδικαστής είχε διαπιστώσει στραγγαλισμό.

Ο δολοφόνος προσπάθησε απεγνωσμένα να εξαφανίσει τη σορό, τεμαχίζοντάς την με κρητικό σουγιά. Αφού διαμέλισε το άψυχο σώμα, το τοποθέτησε σε 16 σακούλες και το πέταξε σε διάφορους κάδους. Στην απολογία του, ο Παναγιώτης Φραντζής, είχε υποστηρίξει: «Δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ό,τι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα!» Και είχε κλείσει την απολογία του ο δολοφόνος: «Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή λογική εξήγηση. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Δεν την στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς και ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ μου». Ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού και του επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Έφεση δεν έγινε ποτέ. Το 2005 και μετά τα 18 χρόνια εγκλεισμού χορηγήθηκε στον Φρατζή «υφ΄ όρον απόλυση», με όρους που συνίσταντο στον περιορισμό της διαμονής και την εμφάνιση στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του.

«Κράτα με στα λεπτά σου δάχτυλα και φίλα με με λύσσα» 

Η υπόθεση Γρηγόρη Κούλα, το 1999, ήταν ένα ακόμα έγκλημα πάθους που συγκλόνισε και απασχόλησε το αστυνομικό ρεπορτάζ και την ελληνική κοινωνία που διψά για μυστήριο…. Δράστης ήταν ένας επιφανής δικηγόρος: Ο Γρήγορης Κούλας, ο οποίος στις 11 Μαΐου του 1999, δολοφονεί με στραγγαλισμό την 38χρονη σύζυγό του Άντα Σίμου στην πολυτελή μεζονέτα τους στην Κηφισιά, όταν υποψιάζεται ότι εκείνη διατηρεί εξωσυζυγική σχέση.

Μετά το φονικό αφήνει πλάι στο άψυχο σώμα της συζύγου του ένα ερωτικό γράμμα: «Κράτα με στα λεπτά σου δάχτυλα και φίλα με με λύσσα. Προστάτευσέ με», ενώ δίπλα της άφησε μια ανθοδέσμη με λουλούδια και ένα άρωμα που της αγόρασε από το Παρίσι.. Λίγο αργότερα θα πει: «Ένιωσα παγωμένο το χέρι της Άντας. Ήταν άκαμπτη, το πρόσωπό της μελανό, αλλά ήρεμο. Τα μάτια της κλειστά. "Ξύπνα" της είπα, "μην μου το κάνεις αυτό". Τότε είδα στο πρόσωπό της μια σταγόνα αίμα κι ένα δάκρυ, που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είναι δικό μου. Της έδινα πνοή από την δική μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί…».

Ο Γρηγόρης Κούλας καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας σε κάθειρξη 20 ετών, αφού προηγουμένως του αναγνωρίστηκε μειωμένος καταλογισμός των πράξεών του λόγω σοβαρής αγχώδους καταθλιπτικής συνδρομής. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, «Στο Εφετείο ο Κούλας κρίθηκε με επιείκεια, …κυρίως για χάρη των παιδιών σας..., όπως ξεκαθάρισε ο πρόεδρος του δικαστηρίου και του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού, μετατρέποντας έτσι την ποινή των ισοβίων που του είχε επιβάλει το Πρωτοβάθμιο Κακουργιοδικείο σε κάθειρξη 20 ετών». Ο πατέρας του θύματος, Νικήτας Σίμος, αναφερόμενος στην απόφαση και την επιεική κρίση του δικαστηρίου αντέτεινε από την πλευρά του πως «ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει σκεφθεί τα παιδιά του πριν από το έγκλημα».

«Δεν κοιμήθηκα από τότε και δεν ξέρω πότε θα ξανακοιμηθώ»

Είναι Σάββατο, 9 Ιανουαρίου 2016, και το ρολόι δείχνει σχεδόν 23:00. Στο Βελβεντό Κοζάνης ένας άνδρας ο Τάσος Τσιουχάρας επιστρέφει στο σπίτι του. Είναι νευρικός, απότομος, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια για το παραμικρό. Η γυναίκα του, η Ανθή, έχει ξαπλώσει. Τα τρία τους παιδιά κοιμούνται και η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιοι περαστικοί ακούν φωνές από το σπίτι της οικογένειας. Κι ύστερα σιωπή. Ο Τάσος έχει στραγγαλίσει την Ανθή. Τώρα πρέπει να ξεφορτωθεί το πτώμα. Σκάβει στο κτήμα του. Από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, ο συζυγοκτόνος μεταφέρει το άψυχο κορμί σε ένα από τα αγροτικά του αυτοκίνητα και ύστερα το ρίχνει στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο. Το επόμενο πρωινό πηγαίνει ξανά στο κτήμα και φρεζάρει το σημείο της «ταφής» προκειμένου να εξαφανίσει κάθε ίχνος. Στη συνέχεια κατευθύνεται στο Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της Ανθής, καταθέτοντας: «…μου είπε ότι θα βγει για ένα ποτό με μια φίλη της κι έκτοτε αγνοείται». Η είδηση ταξιδεύει ταχύτατα στο Βελβεντό και πίσω από τις κλειστές πόρτες όλοι είναι σίγουροι ότι «ο Τάσος σκότωσε την Ανθή» παρά τα όσα διαδίδει ο πεθερός της ότι, «το ’σκασε με άλλον». Ενώ όλοι έψαχναν την Ανθή, ο Μανώλης Τσιουχάρας, ο πατέρας του συζυγοκτόνου, υποστήριζε ότι η Ανθή Λινάρδου «...έφυγε με κάποιον γιατί δεν της άρεσε η ζωή στο Βελβεντό. Ήταν συνεννοημένο το πράγμα».

Δύτες αναζητούν την Ανθή στη λίμνη Πολυφύτου, εθελοντές ανεβαίνουν στα βουνά. Ουδείς έχει δει την Ανθή. Η Αστυνομία βρίσκει στο σπίτι της τα γυαλιά οράσεώς της, το κινητό της τηλέφωνο και τις πατερίτσες της κι έτσι το σενάριο της εγκατάλειψης και της φυγής καταρρέει. Ο 40χρονος ομολόγησε, όταν βρήκαν στο χωράφι του θαμμένο το πτώμα της Ανθής, πως εκείνος την σκότωσε κατά τη διάρκεια καβγά τους κι ενώ τα τρία τους παιδιά κοιμόνταν στο διπλανό δωμάτιο. «Όταν την είδα να πέφτει νεκρή και να μην ανασαίνει άλλο, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πώς να εξαφανίσω το πτώμα της. Τα παιδιά ήταν στο διπλανό δωμάτιο και από τις φωνές της ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει ενώ οι γονείς μου που μένουν στο κάτω διαμέρισμα επίσης δεν είχαν αντιληφθεί το παραμικρό» φέρεται να είπε. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: Ποινή ισόβιας κάθειρξης και ένα χρόνο για περιύβριση νεκρού επέβαλε το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καστοριάς, στον Τάσο Τσιουχάρα για τη δολοφονία  της 37χρονης γυναίκας του Ανθής Λινάρδου. 

«Είχαμε ερωτευθεί παράφορα με την Ανθή. Η Ανθή είχε παράλογες απαιτήσεις, ενώ είχε γίνει πολύ οξύθυμη τελευταία και ήταν αυταρχική. Προσπαθούσα να της κάνω όλα τα χατίρια. Μου είχε πει ότι ήθελε να χωρίσουμε. Την αγαπούσα και συνεχίζω να την αγαπάω».

Για το μοιραίο βράδυ ο Τάσος Τσιουχάρας κατέθεσε:

«Επιστρέφοντας στις 21:00, η Ανθή πήγε να ξαπλώσει. Είδα ότι κάτι την απασχολούσε. Πήγα με ήρεμο τρόπο και της είπα: Τι κάνεις; Είσαι κουρασμένη; Εκείνη μου απάντησε πως δεν είχε όρεξη και με έδιωξε. Θύμωσα και της είπα: γιατί το κάνεις αυτό; Να προσπαθήσουμε… Εκείνη μου είπε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε.  

Κοίταξα τα μηνύματά της στο κινητό, και όταν της είπα λεπτομέρειες, εκείνη μου είπε να μη σε νοιάζει τι κάνω εγώ. Της απάντησα πως δε θέλω να χωρίσουμε και τη ρώτησα ποιος είναι ο λόγος που θέλει εκείνη να χωρίσουμε. Μήπως είναι τα μηνύματα που ανταλλάσσεις; τη ρώτησα… Με έβρισε… Δε θυμάμαι από εκεί και πέρα τι με έπιασε… Θόλωσα, την έπιασα από το λαιμό, στο ενδιάμεσο τη χτύπησα… Δεν κοιμήθηκα κανονικά από τότε και δεν ξέρω πότε θα ξανακοιμηθώ κανονικά…Ζητάω συγνώμη για την πράξη μου, ο Θεός να με συγχωρέσει…».

«Δεν θέλω να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη»

Η υπόθεση της δολοφονίας της Παναγιώτας Μαζαράκη από τον σύζυγό της, μουσικό Γιάννη Κατσιλάμπρο, αποκαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008. Ένα τηλεφώνημα γείτονα ήταν η άκρη του νήματος για την εξιχνίαση της δολοφονίας. Μέχρι εκείνη τη μέρα, η δήλωση της εξαφάνισής της Παναγιώτας είχε καταχωρηθεί στο βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Φιλοθέης και η μόνη έρευνα για τον εντοπισμό της γινόταν από τον ιδιωτικό ερευνητή, που είχε προσλάβει ο σύζυγός της. Η πληροφορία «ο άνδρας της κάτι ξέρει» έφθασε στο Τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών, το οποίο ανέλαβε το φάκελο εξαφάνισης και στη συνέχεια άρχισε να ζητά πληροφορίες από το οικογενειακό περιβάλλον της Παναγιώτας. Γρήγορα οι αστυνομικοί αντελήφθησαν ότι ο σύζυγος όντως ήξερε κάτι κι έτσι του έστησαν καρτέρι έξω από το σπίτι του στη Φιλοθέη. Ο καθηγητής μουσικής μετά από πολυήμερες έρευνες και ανακρίσεις ομολόγησε την πράξη του, ενώ αρχικά προσποιούνταν τον χτυπημένο από τη μοίρα σύζυγο. Υποστήριξε πως έπειτα από καβγά με τη σύζυγό του, την χτύπησε με ένα σίδερο στο κεφάλι και στη συνέχεια της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να τη θάψει, στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους. Τελικά έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.

Στην απολογία του στο δικαστήριο, ο δράστης με λυγμούς, είχε υποστηρίξει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», για να υποστηρίξει στη συνέχεια πως η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει.

«Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει» είπε ο 42χρονος και επισήμανε πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι.

Ανάφερε χαρακτηριστικά: «Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας ''θα σε σκοτώσω''. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ...κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου».

Στη συνέχεια περιέγραψε τις προσπάθειες να κρύψει το πτώμα της, αποδίδοντας τις κινήσεις του αυτές σε πανικό.

Σύμφωνα με όσα είχε πει στους δικαστές, η σύζυγός του του μιλούσε άσχημα, τον μείωνε συνεχώς και έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους. Ο πατέρας του κατηγορουμένου, Νικόλαος Κατσιλάμπρος, ομότιμος καθηγητής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο, καταθέτοντας στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, δήλωσε ότι ο γιος του είναι ανώριμος και είχε παθολογική εμμονή στην Παναγιώτα και τα παιδιά τους. Ο δράστης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 20 χρόνια κάθειρξη, αλλά το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και αποφυλακίστηκε στα επτά χρόνια.

«Το να τον σκοτώσω θα ήταν απόδειξη της αγάπης μου»

Το έγκλημα που συγκλόνισε την Ηλεία είχε για θύμα έναν παπά και θύτες τη σύζυγό του και τον εραστή της. Η παπαδιά και ο ιερέας είχαν φύγει από το σπίτι τους από την περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας με κατεύθυνση τη Ζαχάρω διά μέσου της Κρέστενας, για να κάνουν ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.

Ιερέας και παπαδιά σταμάτησαν στην Εθνική Οδό Πύργου-Κυπαρισσίας για την φυσική ανάγκη της γυναίκας. Η παπαδιά απομακρύνθηκε και τότε ο εραστής της, που περίμενε κρυμμένος στα χωράφια, σκότωσε τον ιερέα με κυνηγετική καραμπίνα και στη συνέχεια έφυγε με τη μηχανή του. Η παπαδιά - δήθεν έντρομη - κάλεσε την ΕΛ.ΑΣ. και κατέθεσε πως είδε δύο άντρες να φεύγουν από το σημείο με μηχανή μεγάλου κυβισμού. Όμως τα στοιχεία και οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε η παπαδιά έφεραν στο φως το έγκλημα. Τελικά η παπαδιά ομολόγησε πως δολοφόνος ήταν ο εραστής της. Ο λόγος του εγκλήματος; «Για να χαρούν τον έρωτά τους»...

Παρά το γεγονός ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ο εραστής της υποστήριξε πως πάνω στη ζήλεια και τη θολούρα του, σκότωσε τον ιερέα, χωρίς να συμμετέχει  η παπαδιά στο έγκλημα, η Δικαιοσύνη καταδίκασε και τους δύο, χωρίς να τους αναγνωρίσει ελαφρυντικό. Πρωτόδικα καταδικάστηκαν σε ισόβια. Η ίδια ποινή τους επιβλήθηκε και στο Εφετείο. Η παπαδιά μάλιστα λιποθύμησε όταν άκουσε ότι την απόφαση.  Ο κατηγορούμενος στην απολογία του είχε ισχυριστεί: «Το να τον σκοτώσω θα ήταν απόδειξη της αγάπης μου. Πέρα από το ερωτικό μου πάθος δεν είχα άλλο κίνητρο».

«Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε»

Η Αθανασία Αγγελινού, μία από τις τέσσερις γυναίκες που καταδικάστηκαν σε θάνατο στην Ελλάδα και εκτελέστηκαν, είχε ομολογήσει πως δολοφόνησε το σύζυγό της, Νίκο, με γκασμά ενώ εκείνος κοιμόταν. Η σχέση του ζευγαριού μόνο καλή δεν ήταν. Είχαν ήδη αιτηθεί διαζύγιο, καθώς ο Αγγελινός είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, ήταν βίαιος και συχνά την υποχρέωνε να βλέπει φωτογραφίες γυμνών γυναικών. Από την πλευρά της, η Αθανασία αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα και ήταν φανατική θρησκόληπτη, στοιχείο που την εμπόδιζε να ικανοποίησει τις ερωτικές επιθυμίες του άντρα της. Έτσι, το βράδυ της 25ης Ιουνίου του 1960, η Αθανασία Αγγελινού, αφού παραμόρφωσε το σώμα του συζύγου της από τα χτυπήματα, επιχείρησε να αυτοκτονήσει, καταναλώνοντας - ανεπιτυχώς - μεγάλες ποσότητες χαπιών. Τη νύχτα έκανε εμετό, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί να ξυπνήσει, δίχως όμως, να θυμάται όσα προηγήθηκαν.

Αυτό συνέβη στο δρόμο για το νοσοκομείο, με αποτέλεσμα η συζυγοκτόνος να παραδοθεί στο Αστυνομικό Τμήμα Αμαρουσίου. «Σκότωσα τον άντρα μου! Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα. Θα τον βρείτε νεκρό στο κρεβάτι του», φώναζε η Αγγελινού. Πράγματι, οι αστυνομική βρήκαν το πτώμα στο κρεβάτι, όπως τους είχε ενημερώσει.

Η Δικαιοσύνη απεφάνθη πως είχε να κάνει με προμελετημένο έγκλημα, αφού είχε βρεθεί και επιστολή της Αγγελινού, στην οποία έγραφε: «Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε τόσο πολύ τις νύχτες και δεν με εβασάνιζε με εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες γυναικών που μου έδειχνε. Με βασάνιζε και με έδερνε, γι' αυτό αναγκάστηκα να κάνω ό,τι έκανα». Το δικαστήριο θα την καταδικάσει για φόνο εκ προμελέτης και στις 4 Οκτωβρίου του 1962, στου Γουδή η Αθανασία Αγγελινού, 54 ετών τότε, πέφτει νεκρή από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος!

Περιφερόταν με το κομμένο κεφάλι της γυναίκας του!

Ήταν λίγο πριν δύσει ο ήλιος στη Σαντορίνη, όταν ένα τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα Φηρών έμελλε να διαταράξει την ηρεμία του νησιού, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό που αντίκρισε η ομάδα των αστυνομικών φτάνοντας στην περιοχή τους έκανε να παγώσουν: ένας άνθρωπος περιφερόταν στο δρόμο κρατώντας ένα μαχαίρι και ένα κομμένο κεφάλι γυναίκας! Ο Αθανάσιος Αρβανίτης ήταν ένα άτομο με επιβεβαιωμένα ψυχολογικά. Άνθρωποι που τον γνώριζαν από τον Έβρο, όπου ζούσε, μιλούσαν για ένα αγόρι με προβληματική συμπεριφορά, που δημιουργούσε συχνά εντάσεις τόσο στη οικογένειά του, όσο και στο υπόλοιπο χωριό. Όταν ήταν 21 χρονών και παρουσιάστηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, κρίθηκε ανίκανος για στράτευση. Από τότε ακολούθησαν δύο χρόνια θεραπείας, με φαρμακευτικές αγωγές και περιοδικές νοσηλείες σε κλινική της Αλεξανδρούπολης.

Στην Θεσσαλονίκη γνωρίστηκε με την Αδαμαντία Κάρκαλη, μια «ήσυχη και ευγενική κοπέλα», που είχε τελειώσει το σχολείο και είχε περάσει στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Ρεθύμνο. Το ζευγάρι μετακόμισε στην Κρήτη, όπου η κοπέλα σπούδαζε και ο Αρβανίτης δούλευε μάγειρας σε εστιατόρια. Ο ευέξαπτος χαρακτήρας του όμως προκαλούσε εντάσεις και στο εργασιακό του περιβάλλον με αποτέλεσμα η παραμονή του στις περισσότερες δουλειές να είναι σύντομη. Στο νησί της Σαντορίνης, όλα έδειχναν ότι το ζευγάρι θα έκανε νέα αρχή. Η Αδαμαντία είχε γίνει αγαπητή στους μαθητές της και ο Θανάσης εργαζόταν ως μάγειρας σε ξενοδοχείο. Μπαίνοντας ο Αύγουστος του 2008, η συμπεριφορά του συζύγου άρχισε να γίνεται όλο και πιο επιθετική, ενώ ταλαιπωρούταν από αϋπνίες. Η επιμονή της Αδαμαντίας να τον βοηθήσει τους οδήγησε σε έναν γιατρό, ο οποίος του χορήγησε ηρεμιστικά χάπια και τους πρότεινε να επισκεφτούν έναν ψυχίατρο. 

Μια μέρα πριν το έγκλημα, ο Θανάσης, προκάλεσε έντονο καβγά στον χώρο της εργασίας του, που οδήγησε στην απόλυσή του, αλλά και δημιούργησε άλλη μια μεγάλη ένταση μεταξύ του ζευγαριού. Αυτός φαίνεται να ήταν και ο λόγος που εκείνο το μοιραίο απόγευμα της 3ης Αυγούστου οι γείτονες τους άκουσαν να μαλώνουν και θορυβήθηκαν, παρόλο που ήταν συνηθισμένοι στους συχνούς καβγάδες του ζευγαριού. Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία ήταν όταν είδαν τον 31χρονο να πετάει από το μπαλκόνι του σπιτιού το σκυλάκι της γυναίκας του αποκεφαλισμένο!

Περίπου 10 λεπτά αργότερα η αστυνομία έφτασε στην περιοχή. Ο σύζυγος περιφερόταν στο δρόμο με το κομμένο κεφάλι της γυναίκας του! Οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό καλώντας τον να παραδοθεί. 

Αρχικά ο Αρβανίτης, έδειξε να υπακούει σκύβοντας το κεφάλι του στο έδαφος, όμως όταν οι αστυνομικοί τον πλησίασαν για να του βάλουν χειροπέδες, σηκώθηκε απότομα και βρίζοντάς τους προσπάθησε να τους επιτεθεί με μαχαίρι. Ο Αρβανίτης πέταξε το κεφάλι της γυναίκας του μέσα στο περιπολικό και μετά μπήκε κι εκείνος στη θέση του οδηγού. Οι αστυνομικοί τον είχαν πυροβολήσει τρεις φορές. Κατάφερε να ξεφύγει με το περιπολικό και το κεφάλι της γυναίκας του στη διπλανή θέση. Καθώς έτρεχε χωρίς συναίσθηση, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου και συγκρούστηκε με ένα μοτοποδήλατο, στο οποίο επέβαιναν δύο 26χρονες κοπέλες, τις οποίες τραυμάτισε ελαφρά. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε. Οι αστυνομικοί γάζωσαν με σφαίρες το περιπολικό, ζητώντας του να πετάξει το μαχαίρι και να παραδοθεί, αλλά ο Αρβανίτης δεν υπάκουσε. Βγαίνοντας από το τρακαρισμένο αυτοκίνητο προσπάθησε να επιτεθεί ξανά στους αστυνομικούς και να πάρει το όπλο του ενός. Έπειτα από άλλους πέντε πυροβολισμούς τον ακινητοποίησαν.

Ο Αρβανίτης κατάφερε να επιζήσει από τις σφαίρες των αστυνομικών και όταν ανάρρωσε μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Η δίκη του πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 2009 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μυτιλήνης. Καταδικάστηκε σε ισόβια και 36 χρόνια φυλάκιση χωρίς ελαφρυντικά. Ο ιατροδικαστής είχε προκαλέσει αίσθηση με τη συγκλονιστική του έκθεση: Ο Αρβανίτης είχε αποκεφαλίσει την 25χρονη γυναίκα του όσο ήταν ακόμη ζωντανή και συνέχισε να την μαχαιρώνει με μανία ακόμα και αφού είχε πεθάνει. Πάνω της έφερε 10 μαχαιριές στον θώρακα και στο λαιμό, εκ των οποίων οι 3 ήταν όσο ζούσε και οι υπόλοιπες 7 όταν πλέον ήταν νεκρή.

Εγκλήματα μέσα στην οικογένεια

Εκτός όμως από τα εγκλήματα με θύτη τον έναν από τους δυο συζύγους και θύμα τον άλλον, στον τόπο μας έχουν κάνει αίσθηση και εγκλήματα ενδοοικογενειακά με θύματα ένα ή δυο μέλη οικογένειας. Ποιος δεν θυμάται την Υπόθεση Σεχίδη ή τον Βασίλη Λυμπέρη, τον τελευταίο που εκτελέστηκε στην Ελλάδα; Ας τα όμως πάρουμε ένα ένα τα θέματα.

Ο τελευταίος θανατοποινίτης

Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική, χωρίς ο ίδιος να το θέλει, αφού κατηγορούσε συνεχώς την πεθερά του, η οποία «της έβαζε λόγια», όπως περιέγραφε. Είχε καταλύσει σε μια πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνες τις ημέρες θα γνωρίσει παίζοντας χαρτιά τον Παύλο Αγγελόπουλο. Θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας την πεθερά του. 

Ο Αγγελόπουλος αν και στην αρχή ήταν αρνητικός, τελικά πείθεται με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και ενημερώνει και τον εξάδλεφό του Θεόδωρο Καπρέτσο, να βοηθήσουν τον Λυμπέρη να «ξεφορτωθεί» την πεθερά του. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Θα επαναλάβει τα σχέδια του. Είχε άλλωστε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε το κακό».

Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν στο σπίτι. Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος δεν μπήκε μέσα. Στα γρήγορα ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά σε όλο το δωμάτιο. Το σπίρτο άναψε, η φωτιά ξέσπασε ακαριαία και συνοδεύτηκε από έναν έντονο κρότο. Έσπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε πάνω στη βενζίνη. Μάνα και κόρη έκαναν μια προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε προς τις φλόγες. Η γυναίκα του προσπάθησε να φτάσει το τηλέφωνο. Τον εξόργισε. Την έριξε κάτω και την πάτησε στο στήθος για να μην μπορεί να κινηθεί. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι. 

Την στιγμή που απομακρύνονταν από την περιοχή, το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η σύζυγος ανέπνεε ακόμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Η Βασιλική διακομίζεται στο νοσοκομείο. Θα αντέξει μόλις 20 ώρες. Πριν φύγει από τη ζωή θα προλάβει να μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή. «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά». Μετά τις αποκαλύψεις της γυναίκας του, ο Λυμπέρης, ομολόγησε. Θα υποστηρίξει ότι ήθελε απλώς να φοβίσει την πεθερά του για να σταματήσει να ανακατεύεται στην ζωή του ζευγαριού.

Διαβάστε επίσης: Η άγνωστη ιστορία του Λυμπέρη, του τελευταίου θανατοποινίτη της Ελλάδας

Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία. «Τετράκις εις θάνατον» ήταν η ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρία χρόνια ο Σταμάτης. Τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου, ο Βασίλης Λυμπέρης, θα επιβιβαστεί στο όχημα που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, στα «Δυο Αοράκια». Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης, που θα εκτελεστεί στην Ελλάδα. Για την ίδια μέρα είχε ορισθεί και η εκτέλεση του Παύλου Αγγελόπουλου στην Κέρκυρα ο συνεργός του Παύλος Αγγελόπουλος. Όμως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος του έδωσε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αφού την στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια και ο Αγγελόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφυλακίστηκε. 

Άκουγε Τσαϊκόφσκι και τεμάχιζε συγγενείς!

Ο φοιτητής της Νομικής Σχολής Κομοτηνής, Θεόφιλος Σεχίδης, 24 ετών το 1996, συνελλήφθη για τις δολοφονίες πέντε συγγενών του. Τους σκότωσε στη Θάσο. Τους τεμάχισε, κράτησε τα μέλη τους στο ψυγείο κι έπειτα, κάνοντας τρία διαφορετικά δρομολόγια με πλοίο, μετέφερε τα διαμελισμένα πτώματα μέσα σε σακούλες σκουπιδιών στη χωματερή της Καβάλας. Στις αρχές Μαΐου του ‘96, ο πατέρας του Σεχίδη, Δημήτρης, δάσκαλος και διευθυντής σε τοπικό σχολείο, τον κάλεσε στο σπίτι της οικογένειας στον Λιμένα της Θάσου, ώστε να τον πείσει να επισκεφθεί ψυχίατρο, γιατί «παρουσίαζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς». Στη Θάσο είχε φθάσει τις προηγούμενες μέρες και ο θείος του, Βασίλης, ο οποίος ζούσε για πολλά χρόνια στο Βέλγιο. Κλήθηκε από την οικογένεια στο νησί για να νουθετήσει κι εκείνος τον ανιψιό του, ώστε να νοσηλευτεί. Στα τέλη Μαΐου η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη, Ελένη, προσπάθησε τηλεφωνικά από το Βέλγιο να επικοινωνήσει μαζί του. Σε όλες τις κλήσεις προς το σπίτι της οικογένειας στη Θάσο απαντούσε μόνο ο ανιψιός της, Θεόφιλος. Οι μέρες περνούσαν χωρίς κανέναν ίχνος ζωής. Η Ελένη Σεχίδη δήλωσε στις βελγικές Αρχές την εξαφάνιση του συζύγου της και των υπολοίπων συγγενών. Στις έρευνες αναζήτησης πήρε μέρος και η Ιντερπόλ, χωρίς αποτέλεσμα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η ίδια έφθασε με τον γιο της στη Φλώρινα, τόπο καταγωγής της οικογένειας, για να συνεχίσει την έρευνα. Εκεί βρέθηκε και ο Θεόφιλος Σεχίδης, λέγοντας ότι επίσης αγωνιούσε για την τύχη των συγγενών του. Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου, αστυνομικοί μπήκαν στο διαμέρισμα που έμενε ο Σεχίδης και τον συνέλαβαν.

Ο ίδιος ήταν απόλυτα ψύχραιμος και οδηγήθηκε για ανάκριση. Ο Σεχίδης ομολόγησε ότι στις 19 και 20 Μαΐου είχε δολοφονήσει τον θείο του, τους γονείς του, την αδερφή του και τη γιαγιά του στη Θάσο. «Ήθελαν να με σκοτώσουν και πρόλαβα να τους σκοτώσω εγώ. Ήταν άρρωστοι». Ο δολοφόνος τεμάχισε τα πτώματα με σιδεροπρίονο και τοποθέτησε τα μέλη τους σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ο ίδιος φέρεται να είπε αργότερα ότι άκουγε Τσαϊκόφσκι την ώρα που το έκανε. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια για τις δολοφονίες κι επιπλέον φυλάκιση 7,5 ετών για οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού. Μετά 22 χρόνια στη φυλακή, ο Σεχίδης, υπέβαλε αίτηση αποφυλάκισης. Η αίτηση απορρίφθηκε. Τον Φεβρουάριο του 2019 ο Θεόφιλος Σεχίδης βρέθηκε νεκρός στα λουτρά του ψυχιατρείου κρατουμένων του Κορυδαλλού από συγκρατούμενούς του. Αιτία θανάτου καταγράφηκε η ανακοπή καρδιάς. 

Ο Μανώλης Δουρής φώναζε ότι είναι αθώος

Στις 30 Δεκεμβρίου 1993  η κοινωνία της Ερμιόνης, στην Αργολίδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρωτόγνωρο -για την εποχή- έγκλημα. Ο ελαιοχρωματιστής Μανώλης Δουρής είχε βιάσει τον 6χρονο γιο του, στη συνέχεια τον έπνιξε και τον έκρυψε. Οι γονείς του μικρού Νικόλα δήλωσαν την εξαφάνιση του, ενώ ο πατέρας του προσποιούμενος τον ανήσυχο, έψαχνε να βρει το γιο του μαζί με κατοίκους του χωριού και την αστυνομία. Τελικά ο ίδιος, μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, εντόπισαν το 6χρονο αγόρι νεκρό σε ένα δύσβατο σημείο. Ο Δουρής από την αρχή θεωρήθηκε ο βασικός ύποπτος για την ανθρωποκτονία και τον βιασμό του ανήλικου παιδιού του. Έχοντας αλλάξει πολλές φορές την κατάθεσή του και έχοντας αναιρέσει την αρχική ομολογία του, τελικά κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται για το διπλό έγκλημα τον Νοέμβριο του 1994 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου.

Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν: Ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για τον βιασμό του γιου του, φυλάκιση ενός έτους για ασέλγεια και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα, ο Μανώλης Δουρής βρέθηκε απαγχονισμένος με καλώδιο τηλεόρασης στην τουαλέτα των φυλακών Τρίπολης. Ο Μανώλης Δουρής, κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης του, στο κακουργιοδικείο Κορίνθου, επέμεινε πως δεν σκότωσε το παιδί του. Αυτό τον ισχυρισμό επιχείρησε να στηρίξει και ο συνήγορος του, ο οποίος εμφανίστηκε πεπεισμένος πως, ο εντολέας του είναι αθώος, καθώς στο δικαστήριο προσκόμισε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, σε ευαίσθητα σημεία και το στόμα του νεκρού παιδιού, βρέθηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκαν στον Μανώλη Δουρή. Είκοσι τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του εξάχρονου Νίκου, ο γιος του Μανώλη Δουρή, Δημήτρης, σε συνέντευξη του, εξέφρασε την πεποίθηση πως ο πατέρα του δεν ήταν υπεύθυνος για το φρικτό έγκλημα: «Φόρτωσαν το βιασμό και τη δολοφονία στον πατέρα μου», είπε και μίλησε για έναν συγχωριανό του: «Άλλος άνθρωπος από το χωριό ήταν ο δράστης, που είχε ασελγήσει σε πάρα πολλά παιδάκια. Αλλά εκείνος είχε χρήματα και τον κάλυπταν». Και η σύζυγος του Δουρή είχε υποστηρίξει την αθωότητα του Μανώλη. Αργά! 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA