Μενού
  • Α-
  • Α+

Η ελαφρότητα με την οποία τίθεται στη δημόσια συζήτηση, λαμβάνοντας χαρακτηριστικά μετωπικής πολιτικής σύγκρουσης, το νομικό καθεστώς κυριαρχίας των νησίδων του Εβρου είναι και επικίνδυνη και εθνικά επιζήμια. Η Αγκυρα εξαναγκάζοντας μέσω της τουρκικής στρατοχωροφυλακής τους 38 μετανάστες να περάσουν σε ελληνικό έδαφος με ενδιάμεσο σταθμό νησίδα στον ποταμό Εβρο πέτυχε να δημιουργήσει εσωτερικό θέμα στη χώρα μας.

Διαβάστε ακόμη: Εβρος: Πώς παράτυποι μετανάστες φτάνουν στα Ελληνικά σύνορα 

Μια καθαρή προβοκάτσια, που θα έπρεπε να γίνει «σημαία» του ελληνικού πολιτικού κόσμου καθώς αποκαλύπτει το ύπουλο σχέδιο του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να δημιουργήσει σοβαρό διασυνοριακό επεισόδιο, εξελίχτηκε σε πεδίο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Με αυτή την έννοια, ο στόχος της τουρκικής πλευράς επιτεύχθηκε καθώς στη διεθνή κοινότητα παρουσιάζεται η εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης να διαβεβαιώνει ότι, βάσει των στοιχείων της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, η συγκεκριμένη νησίδα ανήκει στην Τουρκία τη στιγμή, που ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει ερώτηση στη Βουλή υποστηρίζοντας ότι η νησίδα είναι εγγεγραμμένη στο Εθνικό Κτηματολόγιο ως ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου. Η διάσταση απόψεων κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης στο θέμα αυτό αυτομάτως δημιουργεί ερωτήματα αναφορικά με το μήνυμα, που εκπέμπεται στο εξωτερικό για τον εάν υπάρχουν αμφισβητούμενες περιοχές εκτός από το Αιγαίο, όπως ισχυρίζεται η Αγκυρα, και στον Εβρο αλλά κυρίως στο πώς η Τουρκία προσλαμβάνει τις εξελίξεις αυτές σχεδιάζοντας να εντείνει τις επιθετικές ενέργειες της εις βάρος της χώρας μας το επόμενο διάστημα. 

Εβρος: Στα πρόθυρα πολεμικής αναμέτρησης με τη Βουλγαρία

Τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα όμως, που συνδέονται με τις νησίδες του Εβρου φέρνοντας την Ελλάδα στα πρόθυρα πολεμικής αναμέτρησης με τους γείτονες της, θα έπρεπε να έχουν γίνει αντικείμενο επισταμένης μελέτης από το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας πριν επιδοθεί σε δημόσια ανταλλαγή σφοδρών πυρών για ένα ζήτημα, στο οποίο θεωρητικά η προσέγγιση θα έπρεπε να είναι κοινή και σίγουρα συντεταγμένη με την εθνική γραμμή. Ηταν απόγευμα της 27ης Ιουλίου 1952 όταν βουλγαρικό απόσπασμα πάτησε το πόδι του στην ελληνική νησίδα «Γ» του Εβρου, η οποία την εποχή εκείνη είχε έκταση 45-60 στρέμματα. Μόλις έγινε αντιληπτή η κίνηση των βουλγαρικών δυνάμεων επί ελληνικού εδάφους περίπολος της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Εθνοφυλάκων Αμύνης (ΤΕΑ) έσπευσε στην περιοχή για να εκδιώξει τους Βούλγαρους στρατιώτες. Η ελληνική περίπολος με επικεφαλής τον ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής Νικόλαο Ψαράκη έπεσε σε ενέδρα. Οι Βούλγαροι άνοιξαν αμέσως πυρ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν εκτός του 46χρονου ανθυπασπιστή, ο 25χρονος οπλίτης Γεώργιος Σακαλίδης, ο 27χρονος οπλίτης Αθανάσιος Σιναπίδης και ο 19χρονος βοσκός Νικόλαος Πορτοκαλίδης ενώ τραυματίστηκαν και 3 μέλη των ΤΕΑ. 

Τα πυρά συνεχίστηκαν για τουλάχιστον 3 ώρες με τους Βούλγαρους στρατιώτες να έχουν προηγουμένως μεταφέρει τη σορό του Ελληνα ανθυπασπιστή σε βουλγαρικό έδαφος με σκοπό να δικαιολογήσουν την εξόντωση της ελληνικής περιπόλου. Στο σημείο του συμβάντος έφτασαν οι επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της περιοχής, ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής Θράκης και οι τοπικές εισαγγελικές και οι αυτοδιοικητικές αρχές προκειμένου να συναντηθούν με τους Βούλγαρους αξιωματικούς της μεθορίου και να παραλάβουν τη σωρό του ανθυπασπιστή Ψαράκη, η οποία παρόλα αυτά δεν αποδόθηκε επί πολλές μέρες. Το «εκτάκτου σοβαρότητας» επεισόδιο, όπως χαρακτηρίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η καταπάτηση της ελληνικής νησίδας από βουλγαρικά στρατεύματα, οδήγησε όπως ήταν φυσικό στην επίδοση διαμαρτυρίας στον ΟΗΕ. Παράλληλα, η Αθήνα αναμένοντας το πόρισμα του κλιμακίου του οργανισμού, που έφτασε στην περιοχή, διαμήνυσε ότι θα προχωρήσει στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης για να αποχωρήσουν οι Βούλγαροι από τη νησίδα «Γ». 

Παρά το τελεσίγραφο της ελληνικής κυβέρνησης οι Βούλγαροι στρατιώτες παρέμεναν στη συγκεκριμένη περιοχή με το ελληνικό επιτελείο να καταγράφει τις κινήσεις τους παρουσία των παρατηρητών του ΟΗΕ. Για το λόγο αυτό, το πρωί της 7ης Αυγούστου τμήματα του Πυροβολικού από την ελληνική όχθη του ποταμού Εβρου άρχισαν να εκτελούν βολές όλμων προς τη νησίδα υποστηρίζοντας την προώθηση δυνάμεων του Πεζικού. Ο καταιγιστικός βομβαρδισμός της νησίδας ολοκληρώθηκε στις 6 το απόγευμα της ίδιας μέρας χωρίς να παρατηρηθεί κάποια κινητικότητα αλλά και κάποια αντίδραση από τη βουλγαρική πλευρά. Με βάση τις εξελίξεις αυτές, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ανακοίνωσε ότι για λόγους ασφαλείας αποφασίστηκε να μην ανέβουν προσωρινά στη νησίδα ελληνικές δυνάμεις καθώς υπήρχαν ενδείξεις ότι οι Βούλγαροι είχαν ναρκοθετήσει την περιοχή και είχαν κατασκευάσει πολυβολεία με στέγαστρα, ικανά να αντέξουν τις βολές όλμων.  

Διαμαρτυρία για το αιματηρό συμβάν στη νησίδα «Γ» κατέθεσε στον ΟΗΕ και η Βουλγαρία ισχυριζόμενη ότι η Ελλάδα είναι αυτή, που παραβιάζει τον εναέριο χώρο της και καταπατά βουλγαρικά εδάφη, σημειώνοντας μάλιστα ότι η χώρα μας προχωρούσε τις μέρες εκείνες σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκδήλωση στρατιωτικής επίθεσης εναντίον της. Στο πλαίσιο αυτό, το βουλγαρικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι ο βομβαρδισμός της νησίδας «Γ» ήταν η συνέχεια σειράς προκλητικών ενεργειών της Ελλάδας κατά μήκος των συνόρων προσθέτοντας ότι στη διάρκεια του πυκνού βομβαρδισμού από το ελληνικό Πυροβολικό όλμοι και οβίδες έπεσαν σε βουλγαρικό έδαφος. Θέση για το επεισόδιο στον Εβρο και τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε γενικευμένη ελληνοβουλγαρική σύρραξη πήρε και ο τότε ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας, στρατάρχης Τίτο, ο οποίος δήλωσε ότι στην περίπτωση εκδήλωσης οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας η Γιουγκοσλαβία θα βρισκόταν στο πλευρό της χώρας μας. 

«Θα εξακολουθήσουμε να χτυπούμε μόνο εναντίον οποιουδήποτε βρίσκεται στο νησί μας»

Μετά την αυτοψία των ελληνικών δυνάμεων στη νησίδα και τη μη παρουσία Βούλγαρων στρατιωτών το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν με την αποφασιστική στάση του Ελληνικού Στρατού να συνοψίζεται στο μήνυμα, που εκφωνούνταν ανά 10 λεπτά προς τη νησίδα ύστερα από τον αρχικό βομβαρδισμό της: «Προσοχή-προσοχή! Σας χτυπήσαμε χθες διότι δεν φύγατε από το ελληνικό νησί Γ. Θα εξακολουθήσουμε να χτυπούμε μόνο εναντίον οποιουδήποτε βρίσκεται στο νησί μας. Ολοι οι άλλοι ας παραμείνουν ήσυχοι ασχολούμενοι με τις εργασίες τους διότι δε θα πειράξουμε κανέναν. Ο Διοικητής των Δυνάμεων Προκαλύψεως Θράκης». Μπορεί από το σοβαρό αυτό επεισόδιο, που έφερε τις ελληνικές και βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις λίγο πριν τη σύγκρουση, να έχουν περάσει 70 χρόνια και να έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι σχέσεις Αθήνας-Σόφιας όμως οι νησίδες του Εβρου παραμένουν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο όπως είναι προφανές επιχειρεί να εκμεταλλευτεί η Τουρκία, και σίγουρα δεν προσφέρεται για κομματική αντιπαράθεση. 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA