Μετά τις περίεργες «αυτοκτονίες» των μελών της RAF, Αντρέας Μπάαντερ, Γιάν Καρλ Ράσπε και Γκούντρουν Ένσλιν, στα λευκά κελιά των φυλακών υψίστης ασφαλείας του Στάμχαϊμ, σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη ξεσηκώθηκε ένα κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης, το οποίο, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν περιορίστηκε σε μια απλή πορεία διαμαρτυρίας.
Για τον λόγο αυτό οι διωκτικές αρχές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανές επιθέσεις σε βάρος στόχων γερμανικών συμφερόντων.
Προφανώς και η Ελληνική Αστυνομία (τότε ακόμα Αστυνομία Πόλεων) δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Οι αστυνομικοί, ειδικά αυτοί που βρισκόντουσαν σε περιπολίες στους δρόμους της Αθήνας, έλαβαν ξεκάθαρες εντολές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να προχωράνε σε ελέγχους υπόπτων αν αυτοί κινούνταν κοντά σε «γερμανικούς στόχους».
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο δραματικό ξημέρωμα της 20ης Οκτωβρίου του 1977...
Η «μάχη της AEG» στου Ρέντη
Ξημερώματα, λοιπόν, της 20ης Οκτωβρίου 1977, στη λαχαναγορά του Ρέντη, δίπλα στο εργοστάσιο της γερμανικής AEG, το πλήρωμα ενός περιπολικού περιπολεί έχοντας σαν «μπούσουλα» την εντολή στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα.
Κατά τη διάρκεια της περιπολίας εντοπίζει ένα όχημα. Το πλήρωμα του περιπολικού κρίνει πως το αυτοκίνητο με τους τέσσερις επιβάτες κινείται ύποπτα και επιχειρεί να προχωρήσει σε έλεγχο.
Οι επιβαίνοντες στο όχημα αντιδρούν και προσπαθούν να διαφύγουν. Οι αστυνομικοί τους καταδιώκουν και λίγο αργότερα τους «στριμώχνουν» σε ένα σημείο από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή.
Τότε οι ύποπτοι βγάζουν τα όπλα τους και ξεκινάει μια μάχη που κράτησε μερικά λεπτά.
Στη διάρκεια της ένοπλης συμπλοκής, ένας άνδρας πέφτει νεκρός. Οι άλλοι τρεις ύποπτοι διαφεύγουν, πιθανότατα τραυματισμένοι, ενώ τραυματισμένοι από σφαίρες είναι και οι αστυνομικοί.
Στον έλεγχο που διενεργήθηκε στο λευκό Fiat στο οποίο επέβαινε ο νεκρός άνδρας, βρέθηκαν διάφοροι εκρηκτικοί και εμπρηστικοί μηχανισμοί. Στην αστυνομία ήταν σίγουροι πως οι επιβάτες του αυτοκινήτου πήγαιναν για να «χτυπήσουν» το εργοστάσιο της AEG σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις «αυτοκτονίες» των μελών της RAF.
Όλοι οι τραυματίες διακομίστηκαν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Ο άγνωστος άνδρας που είχε τραυματιστεί βαρύτατα, πάλεψε αλλά τελικά άφησε την τελευταία του πνοή την επόμενη ημέρα.
Όπως ανέφερε η ιατροδικαστική έκθεση, την οποία υπέγραψαν ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς Μ. Πούλης και ο ιατροδικαστής Δ. Μπούκης, ο θάνατος επήλθε «συνεπεία διαμπερούς τραύματος κεφαλής εκ βλήματος πυροβόλου όπλου μικρού διαμετρήματος».
Λίγο αργότερα, από την έρευνα της αστυνομίας, διαπιστώθηκε πως ο νεκρός ήταν ο 34χρονος οικονομολόγος, Χρήστος Κασσίμης.
Γιος γυμνασιάρχη, ο Κασσίμης ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη. Αρχικά ο συγκεκριμένος άνθρωπος έμοιαζε για τους αστυνομικούς σαν ένα μεγάλο ερωτηματικό καθώς αν και την περίοδο της χούντας ήταν μέλος της αντιδικτατορικής οργάνωσης «20η Οκτώβρη», μεταπολιτευτικά φαινόταν να είχε ιδιωτεύσει.
Αρχικά την υπόθεση ανέλαβε η Ασφάλεια του Πειραιά. Σύντομα, ωστόσο, η διερεύνηση της υπόθεσης πέρασε στα χέρια ανώτατων αξιωματικών της αστυνομίας (η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία ιδρύθηκε πολλά χρόνια αργότερα) που ήταν σε «ανοιχτή γραμμή» με μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Σύντομα οι αστυνομικές αρχές συνέδεσαν τον Χρήστο Κασσίμη με την ηγετική ομάδα του «Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα», του ΕΛΑ. Στις 29 Οκτωβρίου δημοσιεύθηκε σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες προκήρυξη της οργάνωσης «Επαναστατική Ομάδα Χρήστος Κασσίμης», η οποία απειλούσε με «νέα χτυπήματα» και έκανε γνωστό πως εκτός από τον Κασσίμη που έπεσε νεκρός, δυο ακόμα μέλη της οργάνωσης είχαν τραυματιστεί στη «μάχη της AEG».
Η οργάνωση θεωρήθηκε από τις Αρχές παρακλάδι του ΕΛΑ. Η «Επαναστατική Ομάδα Χρήστος Κασσίμης» (και όχι «Επαναστατική Ομάδα Διεθνιστικής Αλληλεγγύης Χρήστος Κασσίμης» όπως συχνά αναφέρεται και η οποία ήταν δημιούργημα της ΚΥΠ σε μια άλλη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας) εμφανίστηκε και τα χρόνια που ακολούθησαν. Σε συνεργασία με τον ΕΛΑ, μάλιστα, το 1985 ανέλαβε την ευθύνη για δύο χτυπήματα στη γερμανική πρεσβεία.
Λέγεται πως στην κηδεία του Κασσίμη, στις 24 Οκτωβρίου στο νεκροταφείο Χαλανδρίου, οι ασφαλίτες και οι «φωτογράφοι» ήταν περισσότεροι από τους συγγενείς, τους φίλους και τους συντρόφους του νεκρού.
«Η κόρη μου και εγώ σ΄ ευχαριστούμε για τον αγώνα σου. Ξέρω οι λαϊκοί αγωνιστές δε χάνονται. Έχω εμπιστοσύνη στους συντρόφους σου και τους ευχαριστώ» είχε πει η σύζυγος του Κασσίμη, Αλεξάνδρα στον επικήδειο.
Η συμπλοκή στου Ρέντη θεωρείται σήμερα, πλέον, η πρώτη αιματηρή αντιπαράθεση αστυνομικών με μέλη ένοπλης, πολιτικής οργάνωσης.
Οι δίκες και η περίφημη «συνάντηση της Πεντέλης»
Μετά την κηδεία του Κασσίμη, είχε συλληφθεί ο εργάτης Γιάννης Σερίφης, ένας από τους πιο γνωστούς (και ταλαιπωρημένους) «συνήθεις υπόπτους». Ο Σερίφης, που είχε απολυθεί λίγο καιρό πριν από την AEG, είχε κατηγορηθεί πως ήταν ένας από τους άνδρες που συμμετείχαν στη συμπλοκή τη μοιραία νύχτα και πως ήταν αυτός που πυροβόλησε και σκότωσε τον Κασσίμη!
Ο Σερίφης αθωώθηκε καθώς αποδείχθηκε πως δεν είχε την παραμικρή σχέση με την υπόθεση.
Παράλληλα, αθώοι κρίθηκαν από το δικαστήριο και οι αστυνομικοί Πλέσσας και Στεργίου που πυροβόλησαν κατά του ύποπτου οχήματος και οι οποίοι είχαν κάτσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου μετά από μήνυση που είχε υποβάλει εναντίον τους η χήρα του Κασσίμη, Αλεξάνδρα, καθώς τη σφαίρα την είχε δεχθεί πισώπλατα.
Αυτό που δεν ήξεραν τότε οι αστυνομικοί και το έμαθαν πολλά χρόνια αργότερα ήταν πως ένας από τους συντρόφους του Κασσίμη εκείνο το μοιραίο βράδυ ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής! Τη συμμετοχή του την είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο ΕΛΑ στην προκήρυξη που είχε στείλει όταν ο Τσουτσουβής έπεσε νεκρός μετά από ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στου Γκύζη.
Για τις διωκτικές αρχές ο Κασσίμης ήταν ο ιθύνων νους του ΕΛΑ. Την περίοδο εξάρθρωσης της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» δημοσιεύματα ανέφεραν πως η Αντιτρομοκρατική είχε στοιχεία που συνέδεαν τον Κασσίμη και με την ηγετική ομάδα της πρώτης γενιάς της «17Ν».
Τα στοιχεία αυτά τα είχαν ανακαλύψει στελέχη της Σκότλαντ Γιαρντ τα οποία μετά την εκτέλεση του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου Στίβεν Σόντερς, ήρθαν στην Ελλάδα και άρχισαν τις έρευνές τους από «μηδενική βάση», ξεσκονίζοντας κάθε φάκελο που είχε σχέση με το εγχώριο αντάρτικο πόλης.
Κάποια στιγμή έπεσαν πάνω σε ιδιόχειρες σημειώσεις που είχαν βρεθεί σε έναν φάκελο ο οποίος μαζί με άλλα αντικείμενα είχαν τυχαία ανακαλυφθεί από δυο νεαρούς περιηγητές τον Δεκέμβριο του 1978, στην Πάρνηθα!
Μέσα σε αυτόν τον φάκελο, μεταξύ άλλων, είχαν βρεθεί δακτυλογραφημένες σημειώσεις που σχετίζονταν με παρακολουθήσεις βασανιστών της χούντας. Οι αρχές θεωρούσαν πως ο φάκελος αυτός άνηκε στην «17Ν».
Οι Βρετανοί, ωστόσο, μέσα εκεί βρήκαν και ένα ιδιόχειρο σημείωμα που αφορούσαν το εργοστάσιο της AEG στου Ρέντη και συγκεκριμένα την καταγραφή του αυτοκινήτου του διευθυντή του εργοστασίου. Με βάση αυτό το εύρημα οι αρχές θεωρούσαν πως ο Κασσίμης υπήρξε μέλος και της «17Ν».
Βέβαια, αυτό το αστυνομικό σενάριο ερχόταν σε «σύγκρουση» με ένα άλλο αστυνομικό σενάριο που είχε να κάνει με την περιβόητη συνάντηση της Πεντέλης που «γέννησε» το ελληνικό αντάρτικο πόλης.
Σύμφωνα με εκείνο το σενάριο, τέλη φθινοπώρου του 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, πολλοί από τους ανθρώπους που κατά τη διάρκεια της χούντας ανέπτυξαν έντονη δράση στην ένοπλη αντίσταση κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών είχαν μια κοινή άποψη. «Ο ένοπλος αγώνας πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να ξεσπάσει η επανάσταση που θα οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση».
Το θέμα ήταν με ποιον τρόπο θα συνεχιστεί. Με μαζικοποίηση και άνοιγμα στην κοινωνία ή με κλειστές ομάδες, στρατιωτικά δομημένες στα πρότυπα των οργανώσεων που δρούσαν στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική; Αυτό, υποτίθεται πως ήταν το επίδικο εκείνη τη νύχτα στην Πεντέλη.
Σε ένα απομονωμένο σπίτι συγκεντρώθηκαν, σύμφωνα με εκθέσεις της ΕΛΑΣ και της αντιτρομοκρατικής που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας, 20 περίπου άτομα τα οποία προέρχονταν από διάφορες οργανώσεις της αντιδικτατορικής περιόδου όπως η «Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση», ο «Άρης», η «20η Οκτώβρη» και η «ΚΟ Μαχητής».
Τα περισσότερα από τα μέλη αυτών των οργανώσεων με την πτώση της χούντας είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν στην αυτοδιάλυση. Εκείνοι που πήγαν στη συνάντηση της Πεντέλης ήταν εκείνοι που διαφωνούσαν με αυτή την προοπτική.
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες φέρονται από την αστυνομία να είναι και οι Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και Χρήστος Κασσίμης. Οι δυο ήταν οι «εκπρόσωποι» των δυο τάσεων που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Ο Γιωτόπουλος ήθελε μια οργάνωση κλειστού χαρακτήρα ενώ ο Κασσίμης επέμενε στη μαζικοποίηση του ένοπλου αγώνα. Οι δυο άνδρες συγκρούστηκαν και τελικά η συνάντηση έληξε χωρίς συμφωνία.
Ο Κασσίμης μετά τη συνάντηση ίδρυσε μαζί με κάποιους άλλους τον ΕΛΑ και ο Γιωτόπουλος μαζί με τους πιο σκληροπυρηνικούς ίδρυσαν τη «17Ν», ενώ κάποιοι μέσα από εκείνη τη συνάντηση τελικά ιδιώτευσαν και δεν ενεπλάκησαν σε κάποια από τις οργανώσεις.
Προφανώς, όλα τα παραπάνω μπορεί κάποιος να τα αποδεχθεί ή να τα απορρίψει. Έτσι και αλλιώς από τη στιγμή που η «άλλη πλευρά» δεν επιβεβαίωσε ποτέ κάτι, αλλά ούτε και υπήρξε και κάποιο αδιάσειστο στοιχείο, που να τα επιβεβαιώσει, παραμένουν αστυνομικά σενάρια.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.