Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής. Ήταν η εποχή που η χώρα βρισκόταν υπό διάλυση. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη ήταν δεδομένο πως κάποιος ή κάποιοι έπρεπε να φταίνε για όλο αυτό το δράμα που βίωνε ένας ολόκληρος λαός.
Ο ίδιος ο λαός, άλλωστε, ζητούσε απαντήσεις. Ζητούσε καταδίκες. «Διψούσε» για αίμα, το οποίο θεωρούσε πως θα ξεπλύνει την ντροπή και θα καταλαγιάσει την οργή του για όσα είχαν πέσει πάνω στο κεφάλι του σαν κατάρα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι βενιζελικοί αξιωματικοί της «Επανάστασης του 1922» έστειλαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου επτά πολιτικούς και έναν στρατιωτικό, με τους έξι από αυτούς τελικά να καταλήγουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ανάγκη να βρεθούν οι ένοχοι της Μικρασιατικής Καταστροφής
Με την Ελλάδα να στέκεται συγκλονισμένη και άλαλη να παρακολουθεί την πυρπόληση της Σμύρνης από τα στρατεύματα του Κεμάλ Ατατούρκ, οι βενιζελικοί αξιωματικοί του στρατού αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, στη Χίο και τη Λέσβο, ξέσπασε το «Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού». Οι πρωτεργάτες του Κινήματος, Νικόλαος Πλαστήρας, Στυλιανός Γονατάς και Δημήτριος Φωκάς, σχημάτισαν «Επαναστατική Επιτροπή» η οποία έδωσε τη διαταγή να φύγουν για την Αθήνα όσα τμήματα του στρατού είχαν διασωθεί από την πανωλεθρία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Όταν οι κινηματίες έφτασαν στην πρωτεύουσα ζήτησαν την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α' υπέρ του διαδόχου του, τη διάλυση της Γ' Εθνοσυνέλευσης, τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης και την τιμωρία των ενόχων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Στις 13 Σεπτεμβρίου οι «επαναστάτες» έφτασαν στο Λαύριο, ο Κωνσταντίνος Α' έφυγε για την Ιταλία και στον θρόνο ανέβηκε ο Γεώργιος Β΄. Την επόμενη ημέρα ο στρατός μπήκε στην Αθήνα. Στις 16 Σεπτεμβρίου σχηματίσθηκε κυβέρνηση υπό τον Σωτήριο Κροκιδά. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, «κουμάντο» στη χώρα έκανε η «Επαναστατική Επιτροπή» υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Αμέσως μετά την επικράτηση του «Κινήματος», άρχισαν και οι συλλήψεις φιλοβασιλικών και αντιβενιζελικών. Σύμφωνα με αναφορές, περισσότεροι από 300 άνθρωποι συνελήφθησαν μέσα σε μια ημέρα (14/9). Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται και εκείνοι που θα χαρακτηρισθούν ως οι βασικοί υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η πίεση από τον λαό, άλλωστε, ήταν τεράστια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στις 9 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Συντάγματος συλλαλητήριο που συμμετείχαν πάνω από 100.000 άνθρωποι οι οποίοι ζητούσαν την εκτέλεση των υπευθύνων.
Ο Πλαστήρας που άνηκε στη μετριοπαθή πτέρυγα του «Κινήματος» ήθελε μια κανονική δίκη. Πιθανότατα αυτή ήταν και η συμβουλή που του είχε δώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος (ο οποίος τότε είχε αναλάβει ένα ρόλο διεθνούς εκπροσώπου της Ελλάδας) αφού οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, δεν ήθελαν να χυθεί αίμα και επιθυμούσαν να τηρηθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες.
Αντίθετα, η σκληροπυρηνική πτέρυγα του κινήματος (όπως ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος και ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, ο οποίος είχε ανακληθεί στο στράτευμα μετά την Καταστροφή, με απόφαση του Πλαστήρα) απαιτούσαν την εκτέλεση των υπευθύνων.
Σύντομα συγκροτήθηκε ανακριτική επιτροπή (επικεφαλής της οποία ανέλαβε ο Πάγκαλος) το πόρισμα της οποία παρέπεμπε να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 – 1922:
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός:
- Δημήτριος Γούναρης (59 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
- Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
- Νικόλαος Στράτος (50 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
- Νικόλαος Θεοτόκης (44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
- Γεώργιος Μπαλτατζής (56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
- Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (53 ετών, Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη)
- Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (54 ετών, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη)
- Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης).
Το στρατοδικείο, η απόφαση και η εκτέλεση
Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Οι κατηγορούμενοι αιτήθηκαν να δικαστούν από Ειδικό Δικαστήριο αφού ήταν πολιτικοί και όχι από Στρατοδικείο, ωστόσο, το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε από τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο.
Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης.
Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Η σκληρότητα, άλλωστε, του προεδρείου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Είναι χαρακτηριστικό πως στις 6 Νοεμβρίου, ο Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο. Μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο και αιτήθηκε αναβολή της δίκης. Το αίτημα απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Παράλληλα, έντονες ήταν και οι διεθνείς πιέσεις προκειμένου να μην οδηγηθούν οι κατηγορούμενοι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σε μια έσχατη προσπάθεια να «φρενάρει» τις δραματικές εξελίξεις η κυβέρνηση του Κροκιδά παραιτήθηκε αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου, τελευταία ημέρα της δίκης, ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Στυλιανός Γονατάς, πρωτεργάτης του «Κινήματος».
Μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».
Η καταδικαστική απόφαση ανακοινώθηκε στους μελλοθανάτους στις 9 το πρωί και τους ενημέρωσαν πως θα εκτελεστούν σε δυο ώρες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους μετέφεραν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή.
Εκεί εκτυλίχθηκαν συγκλονιστικές στιγμές. Οι καταδικασθέντες είχαν ελάχιστα λεπτά να βρεθούν με τους συγγενείς του και να τους μιλήσουν για τελευταία φορά. Όλοι τους αντιμετώπισαν το εκτελεστικό απόσπασμα με στωικότητα. Κάποια στιγμή ο Στράτος κοίταξε γύρω του και ρώτησε «και τώρα; Πού πάμε;» και του απάντησε ο Γούναρης «στον άλλο κόσμο»!
Εκεί, έγινε και η στρατιωτική καθαίρεση του Χατζηανέστη. Ο αρχιστράτηγος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ωστόσο, δε δέχθηκε να τον ακουμπήσουν οι κατώτεροι του. Έβγαλε και πέταξε μόνος του το πηλήκιο του, ξήλωσε τις επωμίδες και είπε πως «το μόνο μου έγκλημα ήταν πως υπήρξα διοικητής ενός στρατεύματος δειλών».
Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούταν από έξι ομάδες των πέντε οπλιτών και ενός λοχία που ήταν επιφορτισμένος με τη χαριστική βολή. Ουσιαστικά δηλαδή ο καθένας μελλοθάνατος είχε το δικό του απόσπασμα.
Μόνο στην περίπτωση του Χατζηανέστη βρέθηκε και έβδομο άτομο στο απόσπασμα. Όταν έγινε αντιληπτός του ζητήθηκε να αποχωρήσει αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Δε φεύγω. Είμαι Μικρασιάτης. Ήρθα και θα τουφεκίσω».
Στις 11:30 το πρωί και οι 6 έπεσαν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύτηκαν στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Όλα εξελίχθηκαν με τρομακτική ταχύτητα έπειτα από εντολή του Πάγκαλου καθώς είχε ενημερωθεί πως την ίδια ημέρα θα έφτανε στην Ελλάδα Βρετανός αξιωματούχος, ως απεσταλμένος της κυβέρνησης προκειμένου να πιέσει να μη γίνουν οι εκτελέσεις. Ο Πάγκαλός ήθελε στη συνάντησή του με τον αξιωματούχο, οι έξι να έχουν εκτελεσθεί.
Σε ότι αφορά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν αναμίχθηκε στην όλη διαδικασία. Έστειλε, μάλιστα, και μια επιστολή στην κυβέρνηση Γονατά που προειδοποιούσε για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι εκτελέσεις των κατηγορούμενων. Η επιστολή αυτή έφτασε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου. Την επόμενη ημέρα, δηλαδή.
Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ξεκινώντας στο ανώτατο επίπεδο έναν αγώνα προκειμένου οι έξι να δικαιωθούν. Τελικά, αυτό θα συμβεί τον Οκτώβριο του 2010 όταν το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Στην πραγματικότητα, πάντως, και ο ίδιος ο «σκληρός» Θεόδωρος Πάγκαλος είχε ουσιαστικά παραδεχθεί, λίγο καιρό μετά την εκτέλεση των έξι, πως όλο αυτό έγινε εξαιτίας της ανάγκης να τιμωρηθούν οι ένοχοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος», είχε πει ο Πάγκαλος.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.